Το δεύτερο «Χαίρε» είναι ο συμβολισμός της παλιγγενεσίας ενός πολύπαθου γένους. Του γένους των Ελλήνων. Του γένους, το οποίον αενάως αγωνίζεται στο να διατηρεί μία συνείδηση της διαδρομής του επί των γηίνων χρόνων, επί των πολιτισμικών πεπραγμένων και επί των ιστορικών καταγραφών. Του γένους που θέλει και πρέπει να ερευνά το παρελθόν του, με όση δυνατή αντικειμενικότητα επιτρέπουν οι γνώσεις του και οι καταβολές του, ώστε να εντοπίζει τα όποια σφάλματα και τις όποιες αδυναμίες έχουν σημειωθεί σ’ αυτή την διαδρομή. Δηλαδή, σαν σκοπός απώτερος θα λέγαμε, ότι είναι η επανόρθωση, η ανάβλεψη και η πλέον σώφρων πορεία για ένα μέλλον με λόγο αξιακό.
θηρίου, που με νύχια σουβλερά επί τρεις μακρούς αιώνας μας σπαράσσει τα πλευρά».
Ο υπόδουλος ραγιάς δεν αντέχει άλλο την σκλαβιά. Αλλ’ η ανάσταση αργεί. Διότι η διοίκηση των βαρβάρων αποδεικνύεται αποτελεσματική. Οι Οσμανλήδες είναι πλέον κατεστημένοι με οριστική προοπτική κυριαρχίας, αφού πλέον η ελληνική κοινωνία απέθανε από τις πληγές, που η ίδια προκάλεσε στον εαυτό της πολύ πριν την εμφάνιση των βαρβάρων.
Ο μηχανισμός της οθωμανικής διοικήσεως αποδεικνύεται πολύ πιο μελετημένος από μηχανισμούς άλλων κατακτητών. Αυτό, που οι σημερινοί μας «επιστήμονες» ερμηνεύουν σαν «συνετή οθωμανική διοίκηση» δεν είναι άλλο από την εκπαίδευση δούλων ως ανθρωπίνων βοηθών για να συντρέξουν στην τήρηση της τάξεως στην ανθρώπινη αγέλη εντός της επικράτειας. Δημιούργησαν στρατιώτες και διοικητικούς υπαλλήλους για να ελέγχουν τις μάζες των ομοίων.
Το οθωμανικό σύστημα εσκεμμένως ελάμβανε δούλους και τους έκαμε υπουργούς. Ελάμβανε παιδιά ποιμένων και γεωργών και τα έκαμε αυλικούς και συζύγους πριγκιπισσών. Ελάμβανε νέους, των οποίων οι πρόγονοι έφερον χριστιανικά ονόματα και τους έκαμε κυβερνήτες και στρατιώτες και στρατηγούς σε στρατούς αηττήτους, των οποίων η μεγαλύτερη χαρά ήταν να κρημνίζουν τον σταυρό και να υψώνουν την ημισέληνο. Ωστόσο υπήρχε πάντοτε η επίγνωση του ξίφους το οποίον ήταν υπερυψωμένο πάνω από τα κεφάλια τους και το οποίο θα μπορούσε να θέσει τέρμα ανά πάσα στιγμή μία λαμπρά σταδιοδρομία σε μία απαράμιλλη διαδρομή ανθρωπίνης δόξης.
Μία στράτευση, μία επιλογή, μία εκπαίδευση, μία ειδίκευση. Μία αυστηρά πειθαρχία με εξοντωτικές ποινές αλλά και μία αδιάκοπος προτροπή και έκκληση προς την φιλοδοξία. Και ιδού η ενίσχυση της ασφάλειας του πατισάχ. Ιδού η ισχυρά Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η διαφορά της θεωρήσεως των πραγμάτων στο θέμα της λειτουργίας του μηχανισμού διοικήσεως μπορεί να σημανθεί και από τον εξής συλλογισμό. Εμείς οι Δυτικοί στην περίπτωση του ανθρώπου θεωρούμε, ότι η μόρφωσή του είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση. Μας αφήνει αδιάφορους ο άνθρωπος με εξαιρετικά χαρίσματα. Οι Δυτικοί τότε απελάμβανον με πολλή ευχαρίστηση και εξυπηρέτηση από ένα καλώς γυμνασμένο σκύλο, ένα άλογο, ένα γεράκι. Αντίθετα οι Τούρκοι απελάμβανον από έναν άνθρωπο, του οποίου ο χαρακτήρας έχει καλλιεργηθεί με την εκπαίδευση και ανταποδίδει τα μέγιστα λόγω της ανωτερότητάς του μέσα στο ζωϊκό βασίλειο.
Στο τέλος βέβαια το οθωμανικό σύστημα κατέπεσε, διότι ο καθένας έσπευδε να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματά του. Όταν πλέον και στο σώμα των γενιτσάρων και στον υπόλοιπο μηχανισμό διοικήσεως επετράπη η είσοδος των ελευθέρων μουσουλμάνων. Επετελέσθη λοιπόν η κατάρρευση του ιδιοτύπου αυτού μηχανισμού. Η κατάρρευση του μικτού αυτού πολιτισμού.
Μπορούμε να απορρίψουμε την θεωρία, ότι καταρρεύσεις συμβαίνουν, όταν ένας πολιτισμός πλησιάζει προς το τέρμα της χρονικής του εκτάσεως, διότι πολιτισμοί είναι οντότητες ενός είδους, που δεν υπόκεινται στους νόμους της βιολογίας. Υπάρχει όμως και η αντίθετη θέση η οποία υποστηρίζει, ότι η βιολογική ποιότητα των ατόμων, των οποίων οι αμοιβαίες σχέσεις αποτελούν ένα πολιτισμό, παρακμάζει μετά από ένα ακαθόριστο αριθμό γενεών. Δηλαδή, ότι η εμπειρία του πολιτισμού είναι σε τελική ανάλυση ουσιωδώς και αναποτρέπτως δυσγονική.
Στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει πολιτισμός, που συντίθεται από άτομα, που θα μπορούσαν να συναποτελέσουν πολιτισμό. Το σύστημα όμως της διοικήσεως, όπως αυτό ιστορικά έχει καταγραφεί ήταν επιτυχές προς όφελος του κατακτητού. Ίσως γι αυτό αποτελεί και ελκυστική σκέψη του Αχμέτ Νταβούτογλου περί αναβιώσεως του συστήματος αυτού.
Σ’ αυτή την παρακμιακή πορεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Φαναριώτες πίστευαν, ότι είναι σε θέση, με κάποιους προσεκτικούς χειρισμούς, να μεταφέρουν στην δική τους μερίδα την κλείδα της διοικήσεως και να μεταλλάξουν έτσι την υφή της αυτοκρατορίας σε ελληνική. Ο απλός ελληνικός σκλαβωμένος κόσμος δεν πίστευε σε κάποια τέτοια προοπτική. Ίσως έβλεπε πιο πολύ με το ένστικτο. Έβλεπε, ότι τόσα χρόνια συμβιώσεως του ελληνοχριστιανικού κόσμου με τους οσμανλήδες και δεν σημειώθηκε η ελαχίστη πολιτιστική επίδραση επί του κατακτητού, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με προηγούμενους κατακτητές.
Ο ραγιάς είχε την δική του δυναμική. Έκανε εξεγέρσεις. Πολλές εξεγέρσεις. Το ανοργάνωτο, το ανεξόπλιστο και το ασυντόνιστο ήταν στοιχεία και παράγοντες αποτυχίας των εγχειρημάτων εκείνων.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια. Πολλά χρόνια. Να μιλήσει ο Κοσμάς ο Αιτωλός: «Να σπουδάζετε κι εσείς αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα, όσο μπορείτε. Κι αν δεν εμάθετε πατέρες, να σπουδάσετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά». Έπρεπε να μιλήσει ο Αδαμάντιος Κοραής, «ότι κύριον μέλημα είναι η πνευματική ανάπτυξη του γένους, διότι αυτή είναι η προϋπόθεση για την ελευθερία και την ανεξαρτησία».
Ο Άνθιμος Γαζής, ο Πλήθων Γεμιστός, ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Νεόφυτος Δούκας και δεκάδες αξιολόγων Δασκάλων του Γένους, με την επιμονή τους κατόρθωσαν να δώσουν μία κατεύθυνση σκέψεως στον δοκιμαζόμενο ραγιά. Να του δώσουν να καταλάβει, ότι είναι ο φορέας ενός υπερτάτου πολιτισμού, που πρέπει να αναστηθεί, διότι τούτο είναι θεία ανάγκη, που επιτάσσεται από την καταγεγραμμένη ιστορία.
Έρχεται ο Ρήγας και προτρέπει:
Ελάτε με ένα ζήλον, σε τούτον τον καιρόν
Να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομένους, με πατριωτισμόν
Να βάλουμε εις όλα να δίδουν ορισμόν.
Έρχεται και η Φιλική Εταιρεία και δημιουργεί τα θεμέλια της προς επανάστασιν οργανώσεως.
Ορκίζονται οι σκλαβωμένοι: «Ορκίζομαι, ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους θέλω ενεργεί κατά τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρό των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει».
Και ας μη με ρωτήσουν κάποιοι σύγχρονοι «ευρέων αντιλήψεων», προς τι η συντήρηση σήμερα ενός τέτοιου μίσους;
Όταν η παγκόσμια κοινότητα διαρθρωθεί σε κοινωνία αγγέλων θα σταματήσει και το μίσος του σκλαβωμένου Έλληνα. Όταν αφοπλιστεί το υπό τα όπλα μισό εκατομμύριο του σημερινού τουρκικού στρατού, τότε πρώτος εγώ θα τείνω χείρα αγάπης προς τους γείτονες.
Και ο διεθνιστής θα επιμείνει και θα μου πει, ότι ο σημερινός Τούρκος δεν είναι εκείνος, που η ιστορία καταγράφει με μελανά χρώματα. Κι εγώ θα απαντήσω, ότι ο σημερινός Τούρκος είναι ολόϊδιος με εκείνον, που γνωρίζω από την ιστορία.
Οι παλαιοί θυμάστε, πως παρήλαυναν οι αφιονισμένοι πολίτες με τις στολές των οθωμανικών ασκεριών, τις παραμονές της εισβολής των στην Κύπρο το ’74. Θυμάστε τους «απλούς» Τούρκους να εξολοθρεύουν στην Πόλη και την Σμύρνη κάθε τι το ελληνικό το ’55, το ’57, το ’67. Δείτε πως γιορτάζουν κάθε χρόνο την άλωση.
Μπορείτε να δείτε πως εκπαιδεύουν τα παιδιά τους στα σχολεία. Και τι λένε για τους Έλληνες.
Έχετε συναντήσει κανένα Τούρκο, που να μην είναι υπερήφανος που είναι Τούρκος; Που να μην είναι εθνικιστής; Έχετε συναντήσει κανένα Γερμανό, που να μην είναι εθνικιστής; Έναν Ολλανδό; Έναν Άραβα; Ο Αμερικανός μιλάει με υπερηφάνεια για το “our American nation”. Εθνικιστής, κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη σημαίνει το πρόσωπο, που πιστεύει στα εθνικά ιδεώδη. Συχνά -λέει πιο κάτω ο Μπαμπινιώτης- όσοι τρέφουν πατριωτικά αισθήματα χαρακτηρίζονται από τους διεθνιστές ως εθνικιστές.
Και εγώ ερωτώ. Γιατί η λέξη εθνικιστής, μόνον εδώ στην Ελλάδα είναι λέξη που ερμηνεύεται σαν βλασφημία; Γιατί την αποφεύγουμε την λέξη αυτή; Γιατί λοιπόν εγώ να αποπροσανατολίζομαι από την θολή κουλτούρα όσων απεργάζονται την εξουδετέρωση του ελληνισμού. Γιατί να ντρέπομαι να λέω ότι είμαι εθνικιστής; Όχι, δεν ντρέπομαι να λέω, ότι είμαι εθνικιστής μέχρι την στιγμή, που θα συμφωνήσουν όλες οι φυλές του πλανήτη, ότι είναι αδέλφια. Τέτοιο πράγμα βεβαίως θα γίνει, όταν θα μας επιτεθούν οι εξωγήινοι. Ως τότε ας έχουμε τον νου μας στις διαθέσεις, τις προθέσεις και τις διεκδικήσεις των γειτόνων μας. Ας έχουμε ισχυρό στρατό, που να είναι έτσι σχεδιασμένος και δομημένος, όχι μόνον για ρόλο αποτρεπτικό αλλά να έχει την ευκαμψία και την δυνατότητα αναλήψεως επιχειρήσεων απαντητικού χαρακτήρα, ώστε να προσδώσει την ευχέρεια στην πολιτική ηγεσία της χώρας να διαπραγματεύεται μετά από οποιαδήποτε εξέλιξη έχει προς όφελός μας διαμορφωθεί στον εγγύς γεωστρατηγικό χώρο.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι πολιτικοί προϊστάμενοι, οι διπλωμάτες και οι ειδικοί σύμβουλοι αυτών, θα διακατέχονται από φοβικά σύνδρομα και δεν θα επιμένουν να κηρύξουν ή να διεκδικήσουν ούτε και τα εκ του διεθνούς δικαίου προβλεπόμενα δικαιώματά μας, όπως παραδείγματος χάριν ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στις θάλασσές μας.
Ούτε θα μας ένοιαζε το μειδίαμα ή η επίπληξη της κυρίας Μέρκελ και του υπολοίπου φραγκικού κόσμου, στον οποίο εμείς πιστεύουμε χωρίς ανταπόκριση.
Όπως και τώρα, έτσι και τότε, οι ελπίδες μας διαψεύδονταν, ότι κάποια μεγάλη δύναμη θα βοηθήσει στην απελευθέρωση. Τα πιο δυναμικά ηγετικά πρόσωπα εκείνης της εποχής, όπως ο Κολοκοτρώνης, δεν πίστευαν στην έξωθεν υποστήριξη. Έλεγε, ο Γέρος του Μωρηά. «Ό,τι είναι να κάνουν οι Έλληνες, θα το κάνουν μοναχοί τους και δεν έχουν ελπίδα καμμιά από τους ξένους».
Και εκείνο τον Μάρτιο του 1821 δεν κηρύχθηκε αλλά γενικεύθηκε ο αγώνας του Έθνους για να αποκτηθεί η ανεξαρτησία του. «Επανάσταση» υπό την έννοια της εξεγέρσεως εναντίων νομίμως υφισταμένης τάξεως πραγμάτων δεν εκηρύχθη και ούτε ήταν δυνατόν να κηρυχθεί, δεδομένου, ότι το Οσμανικό κράτος ουδέποτε απετέλεσε νόμιμον εξουσία επί του Ελληνικού Έθνους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ομιλών προς τον ναύαρχον του βρεταννικού στόλου της Μεσογείου έλεγε τα εξής: «Ποτέ ο Σουλτάνος υπήρξε αφέντης μας. Ο βασιληάς μας δεν έκλεισε ποτέ ειρήνη μαζί του και τριακόσια πενήντα χρόνια τώρα ο στρατός του βασιληά μας πολεμάει τον Σουλτάνο. Άλλωστε σ’ όλο αυτό το διάστημα ο βασιληάς μας κράτησε δυο κάστρα απόρθητα». Και όταν ο Άγγλος τον ερώτησε: «Ποιός είναι ο βασιλεύς σας; Ποιός ο στρατός του; Ποιά τα κάστρα του;» απήντησε: «Βασιληάς μας είναι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στρατός του οι Αρματολοί και Κλέφτες και κάστρα του το Σούλι και η Μάνη».
Τελικά, αυτός ο αγώνας που έκαναν οι χριστιανοί, αυτός ο αγώνας, που έκαναν οι Έλληνες στον ίδιο χώρο των ημιθέων αρχαίων Ελλήνων για την ελευθερία, με τις νίκες και τα μαρτύρια και το αίμα συνεκλόνισαν την κοινή γνώμη της Ευρώπης. Υπογραμμίζω. Την κοινή γνώμη και όχι τις κυβερνήσεις, οι οποίες κυβερνήσεις, σε κάθε περίπτωση και διαχρονικά εκτιμούν καταστάσεις χωρίς συναίσθημα αλλά με την συμφεροντολογική σπέκουλα του εθνικού των θησαυρισμού.
Το φιλελληνικό κίνημα είναι απλά πρωτοβουλία ρωμαντικής αντιλήψεως ατόμων και φυσικά ενίων πιστών του διδύμου δράσις - μισθοφορισμός.
Το όραμα του ξυπνήματος του Μαρμαρωμένου Βασιληά και της κλειστής πύλης της Αγίας Σοφίας, που θα ανοίξει ο Άγγελος Κυρίου δια να συνεχισθεί η διακοπείσα -από το βάρβαρον ξίφος του πορθητού- λειτουργία, γεμίζουν έξω από κάθε επιβολή της λογικής, το πνεύμα και την καρδιά του ελληνισμού.
Οι Έλληνες κατά την ψυχή και όχι κατά το όνομα γνωρίζουν, ότι καμμία δύναμη λογικής δεν είναι δυνατόν να τους επαναφέρει στην πραγματικότητα των αναγκών και των απαιτήσεων της ζωής, όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί. Ζουν, αναπολούν και ασμένως θα εθυσιάζοντο κάτω από ένα υπερκόσμιο φως που θα έριχνε επάνω τους το όνειρο του ελληνισμού στην παγκόσμια εξελικτική πορεία και όχι στην μεμψιμοιρία του επαίτου, του ταπεινωμένου στα αλαζονευόμενα μάτια του φραγκικού κόσμου. Του κατ’ επίφασιν πολιτισμένου. Του ουσιαστικού εκμεταλλευτή τοκογλύφου, που όμως γνωρίζει, ότι και από την εδώ πλευρά δεν έχει να κάνει με αγγελούδια την στιγμή που γνωρίζει πολύ καλά το ποιόν των ομολόγων του.
Κι όμως, υπάρχουν ακόμη Έλληνες. Κλαίνε σιωπηλά. Περιμένουν αυτό το υπερκόσμιο φως, που θα έλθει σαν μια αποστολική επιφοίτηση πνεύματος εθνικού. Ίσως παρακινηθούν από έναν άλλο Ρήγα. Τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους σε ηλικία 18 χρονών. Ακούνε το τραγούδι του και υπόσχονται:
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια,
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στην λευτεριά.
Μπορεί σε κάποια μάχη
γραμμένο η μοίρα να ‘χει
να μη γυρίσουμε.
Να πάμε με καμάρι
και λέμε, όποιον πάρει
και θα νικήσουμε
Μα τί θέλει η πατρίδα από τον καθένα από μας;
Να ερμηνεύουμε τη λέξη «καθήκον» σαν μία δική μας - καταδική μας υποχρέωση προς την πατρίδα και όχι να απαιτούμε την υποχρέωση αυτή από τους άλλους.
Θέλει τον καθένα μας να αισθάνεται, ότι είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για την ύπαρξή της. Για την συνέχιση της ελληνικής της πνοής.
Θέλει να μην ανεχόμαστε την διαφθορά. Να μην είμαστε συνεργοί στην διαφθορά. Να στηλιτεύουμε το κάθε τι, που είναι εθνικά επιζήμιον. Να γίνουμε ανεμοστρόβιλοι και να αποξηλώσουμε κάθε στέγη, που στεγάζει την ανομία. Να γίνουμε πελέκεις επάνω από κάθε κοιμισμένη συνείδηση των βολεμένων Ελλήνων. Οι φωνές μας να διαχυθούν στην παγκόσμια ατμόσφαιρα και να ταρακουνήσουν τις ακουστικές χορδές της οικουμένης, δίνοντας το μήνυμα, ότι η φωνή των Ελλήνων είναι ουράνια μουσική, που ανυψώνει την παγκόσμια ψυχή.
Και πραγματιστικά σκεπτόμενοι, ουδέποτε ξεχνούμε, ότι πειστικός είναι ο διαπραγματευτής εκείνος, που στο ένα χέρι κρατά κλάδον ελαίας και στο άλλο το όπλο.
Ευλαβείς προσκυνητές σήμερα, κλίνουμε το γόνυ εμπρός στους τάφους των αθανάτων ηρώων του Έθνους μας.
Εκείνοι μας παρακολουθούν και μας παρακαλούν να υποσχεθούμε, ότι είμαστε έτοιμοι να υποστούμε κάθε θυσία για να υπερασπισθούμε την κάθε σπιθαμή του ελληνικού χώρου και την κάθε πάλλουσα ελληνική ψυχή.
Υποσχόμεθα;
Έργον ζωγραφικής Κωνσταντίνου Αργυροπούλου με τίτλο
«Εσείς οι τωρινοί;»