barbarousi_min

 «Το πλεονέκτημα στον πόλεμο δεν το δίνουν τα όπλα,

αλλά τα χρήματα που δαπανώνται»

Θουκυδίδης | 460 – 394 π.Χ.

Από κτήσεως κοινωνιών, οι αιτίες γεννήσεως πολέμου μεταξύ δύο ή/και περισσότερων εμπλεκόμενων μερών λειτουργούν ως κομπρέσορας στήριξης ή συμπίεσης της μηχανής μιας οικονομικής γεωγραφίας ειρήνης.

Μια βασική αιτία μιας τέτοιας κατάληξης είναι η άνιση κατανομή της ανάπτυξης (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, ανθρωπογεωγραφικής, στρατιωτικής, εδαφικής, πλουτοπαραγωγικής, τεχνολογικής, πολιτισμικής κλπ) σε έναν τόπο, δηλαδή, η υπανάπτυξη· αυτή οδηγεί αξιωματικά στην ανάγκη ανακατανομής της ισχύος και επαναπροσδιορισμού των κέντρων δύναμης σε αυτή την οικονομική γεωγραφία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα μερίδια του βάρους του πολέμου, που κατανέμονται μεταξύ των διάφορων τάξεων, ρυθμίζουν και την ένταση της κοινωνικής δικαιοσύνης των εμπλεκόμενων μερών. Τα μερίδια αυτά είναι, που ρυθμίζουν και το πώς δουλεύει ο κομπρέσορας.

Στο παράδειγμά μας, θεωρούμε, ότι εξετάζουμε δύο οικονομικές γεωγραφίες – παίκτες, σύμφωνα με το διπολικό ή δυαδικό σύστημα (bipolar ή binary system) περιφερειακής ανάπτυξης. Στο παράδειγμα αυτό, όλες οι δυνάμεις που ασκούνται είναι της τάξεως peer-pressure και συχνά ως double-blind peer-pressure, αφού η δράση του ενός πρέπει να επικρατήσει επί της αντιδράσεως του άλλου και πάντα με τυφλές πληροφορίες και –ακολούθως– προσδοκίες νίκης (ο ένας αγνοεί την πραγματική θέση του άλλου, ωστόσο δρα ορθολογικά –δηλαδή, σαν να τη γνώριζε και χωρίς να το μετανιώνει αργότερα).

Ας δούμε, όμως, ποιες δυνάμεις αλληλεπιδρούν μεταξύ τους πριν μετουσιωθούν σε πόλεμο [δανειζόμαστε την έννοια της εντροπίας του Δεύτερου Νόμου της Θερμοδυναμικής για να μπορέσουμε να δείξουμε τι συμβαίνει, όταν περνούμε από τη μία κατάσταση (εδώ : το δίπολο ανάπτυξης – υπανάπτυξης) στην άλλη (εδώ : ο πόλεμος ως παράλληλη οικονομία)]. Στον πόλεμο μεταξύ δύο οικονομιών, η εντροπία είναι αυτή που κάνει το καλό καλύτερο και το κακό χειρότερο.

Στο διπολικό σύστημα ανάπτυξης – υπανάπτυξης (περιφερειακό πρόβλημα) έχουμε μια γεωγραφική περιοχή Α, που συνεχώς απορροφά πόρους (ανθρώπινους, οικονομικούς, κοινωνικούς, τεχνολογικούς, εργασιακούς, γεωφυσικούς κλπ) από μια γεωγραφική περιοχή Β, που συνεχώς απομυζείται, καταλήγοντας να δημιουργεί έναν μηχανισμό αυτοτροφοδοτούμενης εξάρτησης : στην οικονομία η εξάρτηση σημαίνει, ότι πάντα υπάρχει ένα εσωστρεφές στοιχείο, που διαρκώς απορροφάται (και που μόνο παίρνει) από ένα άλλο εξωστρεφές σύστημα (το οποίο μόνο δίνει).

Και αν υποθέσουμε, ότι κινούμαστε στο 100% των διαθέσιμων πόρων της ως άνω γεωγραφικής περιοχής, τα bipolar μερίδια ελέγχου των πόρων αυτών θα είναι πάντα 60-40% ή 70-30% ή ακόμη χειρότερα 80-20% (κατά Pareto και όπως κυριαρχεί παντού στη φύση), αλλά ποτέ 50-50%. Γιατί τότε δεν θα μιλούσαμε για οικονομία πολέμου, αλλά για οικονομία ειρήνης. Έτσι, όταν μια εθνική ή περιφερειακή οικονομία (κράτος ή σύνολο κρατών μιας ηπείρου) αρχίζει να παράγει από το 20% και πάνω των πόρων της ευρύτερης περιοχής (κομπρέσορας), αυτομάτως μπαίνει στο στόχαστρο του πολέμου.

Τέτοια και ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα θερμών ή ψυχρών καταλήξεων του περιφερειακού προβλήματος είναι το δίπολο Γερμανίας – Ελλάδας ή η παλαιόθεν σχέση Βρετανικής Αυτοκρατορίας – Ινδίας, που έχει βάλει έως σήμερα στον κομπρέσορα της εξάρτησης τις εθνικές οικονομίες των δεύτερων.

Από αυτό το σημείο και έπειτα, παύει η αναφορά στην ελληνική (ή την ινδική αντίστοιχα) περιφέρεια και αρχίζει η αναφορά στο γεωγραφικό εκείνο κομμάτι της Ευρώπης, ως τμήμα της ευρωπαϊκής περιφέρειας (ήτοι η Ελλάδα ως κράτος), που λογίζεται ως περιοχή – δορυφόρος του νεοεμφανιζόμενου «ευρωπαϊκού Κράτους». Και ομοίως για την περίπτωση της Ινδίας, που λογίζεται ως ασιατική περιφέρεια – δορυφόρος της κυρίαρχης βρετανικής οικονομίας.

Η ατμομηχανή της παγκόσμιας περιφέρειας, που στοχεύει στην παγκοσμιοποίηση των πάντων, δουλεύει με την εγκατάσταση βιομηχανικών παραρτημάτων των πολυεθνικών εταιρειών στις υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες – στόχους. Ειδικότερα, αγοράζει τη γη τους, τοποθετεί το κεφάλαιό της, χρησιμοποιεί τον τοπικό πληθυσμό τους με πολύ φτηνά εργατικά χέρια, εγκαθιστά επιπλέον και δικό της εργατικό δυναμικό, μεταφέρει την τεχνογνωσία από τη χώρα – έδρα και εξάγει ό,τι παράγει, απομυζώντας κάθε είδους πόρους, όπου στο ξένο έδαφος δημιουργεί παρασιτικά. Η χώρα – στόχος αποδυναμώνεται, καθίσταται απόλυτα εξαρτώμενη από τη χώρα – ξενιστή και η χώρα – έδρα πλουτίζει, προσθέτοντας άλλο ένα κράτος – δορυφόρο στη γεωπολιτική περιφέρειά της.

Έτσι, λοιπόν, δίπλα στο μεγάλο δέντρο, φυτεύεται ένα μικρότερο, την ανάπτυξη όμως του οποίου εμποδίζει η σκιά του μεγαλύτερου, που απορροφά ήλιο και θρεπτικές ουσίες του εδάφους καθώς καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο. Αποτέλεσμα αυτού είναι ένα μικρό ατροφικό δέντρο, που προσπαθεί μάταια να μεγαλώσει στη σκιά ενός μεγαλύτερου…

Για τους παραπάνω λόγους, θεωρούμε τις περιφερειακές οικονομίες του δίπολου ως δύο ομόκεντρους κύκλους, αλλά με διαφορετικό μήκος ακτίνας. Ο μικρός κύκλος αν και αποτελείται από το 20% των δυνατοτήτων του μεγάλου κύκλου, τείνει να απορροφά το 80% των παραγόμενων πόρων του δεύτερου, ο οποίος αν και αποτελεί το 80% των δυνατοτήτων της οικονομικής γεωγραφίας, φτάνει σε αυτόν μόνο το 20% των παραγόμενων δυνάμεων. Ασκούνται, δηλαδή, δυνάμεις πίεσης αντιστρόφως ανάλογες με τη δυναμικότητά τους και ευθέως ανάλογες με τη δυναμικότητα του αντίπαλου παίκτη. Ο υδροκεφαλισμός του κέντρου (κυρίαρχη εμπόλεμη οικονομία Α) τρέφεται από την απορρύθμιση της περιφέρειας (υποταγμένη οικονομία – δορυφόρος Β).

Κι αυτό συμβαίνει, διότι, από τα κλασικά οικονομικά γνωρίζουμε, ότι η συσσώρευση πόρων (ποσοτική αύξηση) δεν ισοδυναμεί με την ανάπτυξη (ποιοτική μεγέθυνση), αλλά δημιουργεί οικονομίες δύο ταχυτήτων. Αυτές, εκτός του ότι οδηγούν τα δύο μέρη σε πόλεμο, αντικρούονται και απωθούνται προς εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις.

Ταυτόχρονα, μέσα και παράλληλα με τους ομόκεντρους κύκλους των δύο εμπόλεμων οικονομικών ζωνών θεωρούμε, ότι υπάρχουν μικρότεροι μικροοικονομικοί και μακροοικονομικοί κύκλοι. Η επιβολή φόρων, που μειώνει τις δαπάνες των πολιτών και τις επενδύσεις, ο δημόσιος δανεισμός, που αυξάνει το κρατικό χρέος, η δημιουργία χρήματος, που αυξάνει τον πληθωρισμό, αρκούν για μια εμπόλεμη κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, στον οποίο εμπλέκεται. Αλλά : για κάθε έναν πολίτη που εγκαταλείπει την εργασία του και για κάθε έναν στρατιώτη που εργάζεται για τον πόλεμο, αυξάνεται το δημοσιονομικό και το κοινωνικό κόστος. Για κάθε μία κοινωνική ομάδα ατόμων που γνωρίζει μείωση αποταμιεύσεων από το δημόσιο δανεισμό, μειώνεται το παραγόμενο και το διαθέσιμο κοινωνικό κεφάλαιο. Για κάθε μία νομισματική μονάδα που δημιουργείται χωρίς αντίκρισμα, κινδυνεύει να μειωθεί η αντιστοιχία ανάμεσα στα παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες της αγοράς και τη δυνατότητα των πολιτών να τα αγοράσουν, αναγκάζοντας πολλούς να ζήσουν με λίγα, απορρυθμίζοντας τον κοινωνικό ιστό.

Γι’ αυτό, οι δύο ομόκεντροι κύκλοι δεν τέμνονται ποτέ μεταξύ τους ούτε και με τους μικρότερους παράλληλους. Γιατί τότε θα μιλούσαμε για άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, χωρική ισοβαρή ανάπτυξη, αποδοτική ρύθμιση πόρων, δίκαιη διανομή ισχύος και διάχυση κοινωνικής εμπιστοσύνης. Αυτό, όμως, στα οικονομικά του πολέμου θεωρούμε, ότι είναι είτε αστήρικτο είτε άτοπο.

Εδώ βρίσκεται και η αστοχία των διπολικών – δυαδικών συστημάτων των οικονομιών του πολέμου. Εκδηλώνουν ακραίες συμπεριφορές με τάσεις είτε εξαρτητικής έλξης είτε φυγόκεντρου απώθησης της μιας από την άλλη, πάντα σε παράλληλες τυφλές πιέσεις ισχύος και ανακατανομής πόρων. Τα ως άνω κινούνται οριακά στο όσο πιο πολύ άκρο, χωρίς ποτέ να φτάνουν την καθολική ειρήνη ή τον παγκόσμιο πόλεμο. Λέμε, δηλαδή, ότι παρεμβαίνει το «αόρατο χέρι» του συστήματος και εξισορροπεί τις αντίρροπες δυνάμεις, όταν αυτές τείνουν να αυτοκαταστρέφονται. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός γνωρίζουμε, ότι δεν είναι αδιαφιλονίκητος· όμως, τον αποδεχόμαστε ως ρομαντικοί θεωρητικοί ενός ορθολογικού κόσμου, που προσδοκούμε να πιστέψουμε σε κάτι…

 Βιβλιογραφικές αναφορές

 Galbraith, J., (2016), “Welcome to the Poisoned Chalice : The Destruction of Greece and the Future of Europe”, Yale University Press

Joshi, V., (2017), “India’s Long Road: The Search for Prosperity”, New York : Oxford University Press

Poast, P., (2006), “The Economics of War”, New York: McGraw-Hill Irwin

Ζίγδης – Παπαϊωάννου, Ι., (1940), «Πόλεμος και Οικονομία. Ανάλυσις του γενικού οικονομικού προβλήματος του πολέμου», Αθήνα : Αρχείο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών

Ήφαιστος, Π., (2001), «Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας», Αθήνα : Εκδόσεις Ποιότητα

Παπακωνσταντινίδης, Λ., (2005), «Στρατηγική Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης», Αθήνα : Τυπωθήτω