Προλεγόμενα

Ενθυμούμαι ότι ο αείμνηστος καθηγητής μας στην Σχολή Ευελπίδων Δημ. Τσάκωνας, θεωρούσε την μικρασιατική καταστροφή του 1922 ως μεγαλύτερη εθνική συμφορά και από αυτήν ακόμη την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453.

Σήμερα, μπορούμε κάλλιστα γα αντιληφθούμε πόσο ορθή ήταν αυτή η διδασκαλία του καθηγητού μας, αφού στις μεν άμεσες φοβερές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό που υπέστημεν ως Έθνος μέσα σε τρία χρόνια συνυπολογίζονται οι απώλειες του Στρατού (91.225 Αξιωματικοί και Οπλίτες, εκ των οποίων 24.250 φονευθέντες και αποβιώσαντες, 18.095 αφανισθέντες και 48.880 τραυματίες) και οι 300.000 ψυχές του ιωνικού Ελληνισμού που σφαγιάστηκαν ή χάθηκαν, στις δε έμμεσες το ενάμιση εκατομμύριο προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα για περίθαλψη και προστασία.

Πλέον αυτών, η μικρασιατική καταστροφή σήμανε και το τέλος – ας ελπίσουμε όχι για πάντα - της Μεγάλης Ιδέας, που συμβόλιζε την απελευθέρωση όλων των ομοεθνών μας και των ελληνικών εδαφών και την συνένωση τους με την Μητέρα Πατρίδα (Retenta, όπως έλεγε ο Τσόκωνας) καθώς και την πλήρη αντιστροφή της ισχυρής διαπραγματευτικής και στρατιωτικής θέσεως στην οποία βρίσκονταν η Ελλάδα μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Συνθήκη των Σεβρών, τα δε δυσμενή αποτελέσματα αυτής της αντιστροφής τα υφιστάμεθα ως Κράτος και ως Έθνος μέχρι και σήμερα.

Η μικρασιατική καταστροφή, αίτιο και αναγκαιότητα της Επανάστασης -Σύντομο ιστορικό της μικρασιάτικης εκστρατείας.

Στις 2 Μαΐου 1919, η Ελλάς, κατόπιν εντολής των Συμμάχων, αποβίβασε στην Σμύρνη την Ιη Μεραρχία η οποία έγινε ενθουσιωδώς δεκτή από τον ελληνικό πληθυσμό. Παράλληλα, ο Μουσταφά Κεμάλ, άρχισε να κινητοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς για αντίσταση, κατά των ξένων στρατευμάτων. Μέσα σε 15 ημέρες από την αποβίβαση είχε καταληφθεί ολόκληρη η περιοχή των Σαντζακίων Σμύρνης και Αϊδινίου.

Τον Φεβρουάριο του 1920, συγκροτήθηκε η «Στρατιά Κατοχής Μ. Ασίας» (Α' ΣΣ και Σώμα Στρατού Σμύρνης).

Στις 6 Ιουνίου 1920 οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν προέλαση προς βορά και μέχρι τέλος Οκτωβρίου κατέλαβαν την γραμμή Νικομήδεια-Προύσα-Ουσάκ.

Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η Κυβέρνηση Βενιζέλου καταψηφίστηκε και στην εξουσία ανήλθαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στις 6 Δεκεμβρίου επανήλθε στον θρόνο ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β', μετά από δημοψήφισμα.

Οι επιχειρήσεις που διεξήχθησαν τον Μάρτιο 1921 προς κατάληψη της περιοχής Εσκή Σεχήρ -Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ δεν έφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και τα Α΄ και Γ'ΣΣ που τις διεξήγαγαν επέστρεψαν στις αρχικές τους θέσεις ((Τουμλού Μπουνάρ και Προύσα, αντίστοιχα). Αντίθετα, στην επανάληψη της προσπάθειας, από 4 Μεραρχίες που εφόρμησαν από Προύσα κατελήφθη ο συγκοινωνιακός κόμβος του Εσκή Σεχήρ, στις 30 Ιουνίου 1921, και από 6 Μεραρχίες συν την Μεραρχία Ιππικού, που εξόρμησαν από Ουσακ και Τουμλού Μπουνάρ, ο κόμβος του Αφιον Καραχισάρ, στις 6 Ιουλίου του ιδίου έτους.

Την 1η Αυγoύστου 1921 ξεκίνησε η προέλαση της Στρατιάς προς Σαγγάριο- Άγκυρα, με τα Α', Β' και Γ' ΣΣ και την Ταξιαρχία Ιππικού (σύνολο 9 Μεραρχίες.). Μέχρι 8 Αυγ. είχε ολοκληρωθεί η διάβαση του ποταμού και, παρά την κόπωση του προσωπικού, η επίθεση κατά της κυρίας αμυντικής τοποθεσίας του Σαγγαρίου άρχισε την 11η Αυγoύστου... Στις σφοδρότατες μάχες που επακολούθησαν κατελήφθησαν η πρώτη και δεύτερη τοποθεσία αμύνης, όχι, όμως και η τρίτη, ώστε να διανοιγεί η πρόσβαση προς Άγκυρα.

Στις 28 Αυγούστου 1921. οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση κατά των Α' και Γ' ΣΣ, n οποία, αρχικά αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, όμως λόγω σθεναρής αντιστάσεως του εχθρού, μείωσης των δυνάμεων των Μονάδων, δυσχερειών ΔΜ και αναμενόμενων βροχών, η Κυβέρνηση ενέκρινε την άμεση σύμπτυξη της Στρατιάς, η οποία, την νύχτα 30/31 Αυγούστου. πέρασε τον Σαγγάριο, συνέχισε την κίνηση της δυτικά και τελικά εγκαταστάθηκε στην μήκους 600 χιλιομ. περίπου γενική γραμμή Νικομήδεια-ΕσκήΣεχήρ-Σεϊντί Γαζή-Κιουτάχεια-Αφιον Καραχισόρ-Μαίανδρος ποτ., όπου και παρέμεινε ένα (μαρτυρικό) χρόνο, ασχολούμενη μόνο με αμυντική οργάνωση.

Εν τω μεταξύ το μέχρι τότε άριστο ηθικό του Στρατού άρχισε ραγδαίως να πέφτει και σε αυτό συνετέλεσαν οι βαρύτατες απώλειες, η κακή διατροφή και ενδιαίτηση των Μονάδων, η εντύπωση που δημιουργήθηκε στους μαχητές για το άσκοπο των θυσιών τους και της παραμονής τους στην Μ. Ασία, ο εθνικός διχασμός, τα πολιτικά πάθη και η ανατρεπτική κομμουνιστική προπαγάνδα.

Τον Μάιο του επόμενου έτους (1922), ο Αρχιστράτηγος Α. Παπούλας υπέβαλε την παραίτηση του και αντικαταστάθηκε από τον Αντιστράτηγο Γ. Χατζανεστη, ο οποίος επέλεξε να διοικήσει την Στρατιά σε αυτή την κρίσιμη φάση, του αγώνα από την Σμύρνη, 600 χιλιομ. μακριά από το μέτωπο (!), σε αντίθεση με τον Κεμάλ που βρίσκονταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Στις 13 Αυγούστου 1922, ο ενισχυμένος κεμαλικός στρατός ξεκίνησε γενική επίθεση κατά του μετώπου με βάρος στην πλέον ευπαθή περιοχή αυτού, βορειοδυτικά του Αφιόν Καραχισάρ, στον νότιο τομέα, εντός του οποίου ενεργούσαν τα Β' και Α' ΣΣ. Η μάχη που επακολούθησε ήταν σκληρή και αιματηρή.

Την επόμενη ημέρα (14 Αυγούστου), επήλθε διάρρηξη του μετώπου και τα ελληνικά τμήματα άρχισαν να υποχωρούν, αλλά μετά από νέα ήττα τους στις 16 και 17 Αυγούστου διασπάστηκαν, ένα μεγάλο μέρος αυτών αιχμαλωτίστηκε και το υπόλοιπο κατόρθωσε να φτάσει στο Ουσάκ. Οι δυνάμεις του βόρειου τομέα, (Γ'ΣΣ - XI Μεραρχία) στην περιοχή Εσκή Σεχήρ δεν δέχτηκαν μεγάλη πίεση και κατόρθωσαν να διατηρήσουν τις θέσεις τους.

Στις 25 Αυγούστου. η Κυβέρνηση Π. Πρωτοπαπαδάκη (προτού παραιτηθεί)., διαβλέπουσα ότι εξέλιπε κάθε ελπίδα σωτηρίας, αποφασίζει την εκκένωση της Μ. Ασίας και ο νέος Διοικητής Στρατιάς, εις αντικατάσταση του Χατζανέστη, Αντιστράτηγος Γ, Πολυμενάκος, υπογράφει την σχετική διαταγή. Την επόμενη αναχώρησε από την Σμύρνη, ο ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Α. Στεργιάδης, ένας διπλωμάτης με πολύ αμφιλεγόμενο και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, που με την διακυβέρνηση του έβλαψε τον ιωνικό Ελληνισμό για τον οποίον είχε επανειλημμένα αποδείξει ότι έτρεφε φοβερή αντιπάθεια (για να μη πούμε, μίσος) και σκανδαλωδώς ευνοούσε τους τούρκικους πληθυσμούς της Μ.Ασίας.

Ο Στεργιάδης - προστατευόμενος του Βενιζέλου - «δραπέτευσε» από την Σμύρνη συνοδευόμενος από τις ύβρεις και τις κατάρες του πλήθους με αγγλικό (!!) πλοίο, χωρίς καθόλου να ενδιαφερθεί να προειδοποιήσει -όπως είχε ιερό καθήκον- τους Έλληνες της Σμύρνης για τα επερχόμενα τουρκικά στίφη και χωρίς να μεριμνήσει για την δια θαλάσσης έγκαιρη και ασφαλή αναχώρηση τους από τα παράλια της Μ Ασίας, κατά συνέπεια, έχει και αυτός σοβαρό μέρος ευθύνης για την καταστροφή. Αλλά, δεν βρέθηκε κανένα δικαστήριο να τον δικάσει, τον κάλυψαν, βλέπετε, τα «υψηλά καπέλα», ελληνικά και ξένα.

Μετά την διαταγή για εγκατάλειψη της Μ. Ασίας, τα υπολείμματα των τμημάτων των Α' και Β ΣΣ συνέχισαν την κίνηση τους δυτικότερα και μέσω Φιλαδέλφειας και Ερυθραίας, από 28 Αυγ. έως 3 Σεπτ. 1922, επιβιβάστηκαν επί των πλοίων στο λιμάνι του Τσεσμέ, στην χερσόνησο της Ερυθραίας, και εκείθεν στα νησιά Χίο και Μυτιλήνη. Στον βόρειο τομέα, οι δυνάμεις του Γ ΣΣ διατήρησαν τις θέσεις τους και μόνο από 19 Αυγ άρχισαν να συμπτύσσονται από Εσκή Σεχήρ προς Προύσα. Μαχόμενες κατά υπέρτερων δυνάμεων διατήρησαν την συνοχή τους μέχρι Πάνορμο και Αρτάκη (στις νότιες ακτές της Προποντίδας) απ' όπου, μέχρι 5 Σεπτ., μεταφέρθηκαν με πλοία στην Ανατ. Θράκη και εντάχθηκαν στις εκεί ελληνικές δυνάμεις (Στρατιά Έβρου).Μόνο η XI Μεραρχία κυκλώθηκε στην περιοχή των Μουδανιών και αιχμαλωτίστηκε.

Στις 11.00 πμ. της 27 Αυγούστου 1922, οι Τούρκοι εισέρχονται στην Σμύρνη και αρχίζουν τους διωγμούς, τις ομαδικές σφαγές, τους βιασμούς και τις ατιμώσεις των Ελλήνων που έβλεπαν τις περιουσίες τους να χάνονται και τον βιός τους να ληστεύεται και να καίγεται. Και δεν ήταν μόνο οι Έλληνες της Σμύρνης που υπέστησαν αυτά τα δεινά, ήταν και ο Ελληνισμός ολόκληρης της αιματοβαμμένης ιωνικής γης.

Την επόμενη 28 Αύγούστου, έφθασε στην Σμύρνη ο Νουρεντιν Πασάς, Διοικητής της 1ης τουρκικής Στρατιάς, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση της πόλης. Όπως ήταν φυσικό, από τους πρώτους συλληφθέντες ήταν ο Εθνομάρτυς Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο οποίος, παρότι είχε όλη την δυνατότητα να φύγει με τα πλοία, παρέμεινε, ως άλλος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, με το εγκλωβισμένο ποίμνιο του στην Σμύρνη, γνωρίζοντας ότι τον περιμένει ο θάνατος. Ο Ιεράρχης οδηγήθηκε στο Διοικητήριο, όπου τον περίμενε ο Νουρεντίν, ο οποίος, αφού τον κατηγόρησε ότι «πρόδωσε την Οθωμανική πατρίδα, ως Τούρκος υπήκοος (!!)» τον παρέδωσε στον αφηνιασμένο όχλο για να τον «δικάσει». Αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν ότι μόλις τον παρέλαβε ο όχλος, του ξέσκισε τα ράσα, του έκοψε τα μαλλιά και τα γένια, του πήρε το εγκόλπιο και τον Σταυρό και τον έσυρε μέχρι τον τουρκικό μαχαλά, όπου ένας Τούρκος από την Συρία τον αποτελείωσε με μια μαχαιριά.

Αποκορύφωμα της καταστροφής ήταν η από 27 μέχρι 31 Αυγ. πυρπόληση της αρμένικης και ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης, για την οποία υπεύθυνος θεωρείται, επίσης, ο Νουρεντίν πασάς.

Την 1η Σεπτεμβρίου 1922, η Σμύρνη δεν υπήρχε πλέον ως κέντρο του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο οποίος, τώρα, γυμνός και ανέστιος, περιεφέρετο στην μητροπολιτική Ελλάδα, ξεριζωμένος από την Γη των πατέρων του.

Το ξέσπασμα, η επικράτηση και οι πρώτες πράξεις της Στρατιωτικής «Επανάστασης Πλαστήρα»

Την 11η Σεπτεμβρίου 1922, ημέρα Κυριακή, ο Συνταγματάρχης Νικ. Πλαστήρας, πρώην Διοικητής του ηρωικού 5/42 Συντάγματος Ευζώνων και ο Συντ/χης Στυλ. Γονατάς, ως επικεφαλής των τμημάτων του νοτίου τομέα του μετώπου που, όπως είπαμε, κατέφυγαν σε Χίο και Μυτιλήνη, αντίστοιχα, κήρυξαν «Επανάσταση Σωτηρίας», για την ανασύνταξη των δυνάμεων και την διάσωση του Ελληνισμού μέσα από το χάος και την εκ της εθνικής συμφοράς ψυχική συντριβή.

Από τις προκηρύξεις που έριξε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο πάνω από την Αθήνα το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου, υπογραμμένες από τον Συν/ρχη Σ. Γονατά, η Κυβέρνηση Ν. Τριανταφυλλακου (η οποία από 28 Αυγούστου είχε αντικαταστήσει την «Κυβέρνηση Καταστροφής» Π.Πρωτοπαπαδάκη) και ο Ελληνικός Λαός πληροφορήθηκαν τα περί Επανάστασης και τους επί μέρους σκοπούς της, που ήταν:

«-Παραίτηση του Βασιλέως χάριν της Πατρίδος υπέρ του Διάδοχου

-Άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης

-Σχηματισμός άχροης (ακομμάτιστης) Κυβέρνησης, για την ταχεία και αμερόληπτη ενέργεια εκλογών προς ανάδειξη νέας Εθνοσυνέλευσης

-Χειρισμός της εξωτερικής πολιτικής της Χώρας από την ίδια την Επανάσταση μέχρι τις εκλογές

-Άμεση ενίσχυση του Θρακικού μετώπου

-Τιμωρία των υπευθύνων της μικρασιατικής καταστροφής».

Την ίδια ημέρα (13 Σεπτεμβρίου) και προτού ακόμη ριφθούν οι προκηρύξεις, τα εις Χίο και Μυτιλήνη, επαναστατημένα τμήματα, επιβαίνοντα επί του θωρηκτού «Λήμνος» και άλλων πλοίων (ολόκληρη αρμάδα), ξεκίνησαν για την Αττική με σκοπό την επιβολή της Επανάστασης. Μάλιστα, ενόσω το «Λήμνος» βρίσκονταν εν πλω, προσχωρεί στην Επανάσταση και ο κυβερνήτης του Αντιπλοίαρχος Δημ. Φωκάς, και έτσι η τριανδρία (Πλαοτήρας- Γονατάς-Φωκάς) συγκροτούν τον πυρήνα μιας Επαναστατικής Επιτροπής, με τυπικό αρχηγό τον Γονατά αλλά ουσιαστικό τον Πλαστήρα, η οποία από δω και πέρα θα διευθύνει την Επανάσταση.

Το βραδάκι, η αρμάδα φθάνει στο Λαύριο και από εκεί, μέσω του ασυρμάτου του «Λήμνος», η Επιτροπή αξιώνει τηλεγραφικά την παραίτηση της Κυβέρνησης και του Βασιλέως μέχρι την 22:00 ώρα της ίδιας ημέρας.

Πράγματι, η Κυβέρνηση, μετά από κάποιες σπασμωδικές κινήσεις αντίδρασης παραιτείται προ της εκπνοής του τελεσιγράφου.

Εν τω μεταξύ ο απόστρατος Υποστράτηγος Θ, Πάγκαλος, πρώην Επιτελάρχης της Στρατιάς Μ. Ασίας και γνώστης της Επανάστασης προτού αυτή επίσημα εκδηλωθεί, προσπάθησε, στην Αθήνα, με ενέργειες όχι πάντοτε νόμιμες (όπως εκτεταμένες συλλήψεις και φυλακίσεις αντιβενιζελικών, αστραπιαίες και παράνομες αποστρατείες και επαναφορές στελεχών στο Στράτευμα και την Χωροφυλακή κλπ), να προετοιμάσει - προφανώς προς ίδιον όφελος - την υποδοχή των Επαναστατών και να θεωρηθεί και αυτός ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, αν όχι ο αρχηγός της.

Την επόμενη (14 Σεπτεμβρίου) ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του διάδοχου Γεωργίου Β' και μετά 3 ημέρες έφυγε από την Ελλάδα για το Παλέρμο της Σικελίας, όπου και πέθανε την 28η Δεκεμβρίου 1922, βαρυνόμενος - και αυτός - με την ευθύνη της μικρασιατικής καταστροφής. Τώρα, πλέον, η Επαναστατική Επιτροπή, ως επικρατήσασα στην Χώρα, εκφράζει την επαναστατικώ δικαίω βούλησή της και ασκεί de facto την κρατική εξουσία. Μισή ώρα μετά την ορκωμοσία του νέου βασιλέως, η αρμάδα των Επαναστατών αποπλέει από το Λαύριο με προορισμό τον Πειραιά. Προτού αποπλεύσει, όμως, η Επαναστατική Επιτροπή- διευρυμένη, τώρα, και από άλλους βενιζελικούς Αξιωματικούς που προσέτρεξαν στο «Λήμνος» για να της συμπαρασταθούν - πήρε μια όχι και τόσο σωστή απόφαση. Να συλλάβει, δηλαδή, γρήγορα τους (θεωρούμενους ως) υπεύθυνους της μικρασιατικής καταστροφής, να τους φέρει στο πλοίο, να τους δικάσει με συνοπτικές διαδικασίες και να τους εκτελέσει...στο κατάστρωμα (!!!).

Ευτυχώς, όμως, δεν πρόλαβε, διότι ο Πάγκαλος, από την προηγούμενη (13 Σεπτεμβριου), είχε «μεριμνήσει» να συλλάβει και εγκλείσει στις φυλακές «Αβέρωφ» ως υπόδικους έξι(6) από τους συνολικά οκτώ (8) κατηγορουμένους της «Δίκης των έξι» (όπως έμεινε στην Ιστορία με αυτήν την ονομασία και διεξήχθη από 31 Οκτ. μέχρι 15 Νοε 1922, στην Αθήνα). Πρόκειται για τους Δ.Γούναρη, Ν.Στράτο, Π.Πρωτοπαπαδάκη, Ν,Θεοτόκη, Μ.Γούδα και Ξενοφώντα Στρατηγό. Ο έβδομος κατηγορούμενος Γ. Μπαλτατζής, συνελήφθη λίγες ήμερες αργότερα και τελευταίος συλλαμβάνεται την 27η Σεπτεμβρίου. ο Αντιστράτηγος Γ.Χατζανέστης, πρώην αρχιστράτηγος Διοικητής της Στρατιάς Μ Ασίας από τον Μάιο μέχρι 23 Αυγ. 1922, Για όλους εκδόθηκαν «νόμιμα» εντάλματα συλλήψεως από τον νέο αστυνομικό διευθυντή Συνταγματάρχη Ε. Κοκκαλά, τον οποίον είχε διορίσει ο Πάγκαλος μια ημέρα νωρίτερα (12 Σεπτεμβρίου).

Το ξημέρωμα της 15ης Σεπτεμβρίου 1922. βρήκε τα επαναστατικά στρατεύματα (12.000 περίπου άνδρες) να έχουν αποβιβαστεί στον Πειραιά και να κινούνται προς Φάληρο όπου τους περίμενε η Επαναστατική Επιτροπή και είχε προστρέξει εκεί και ο Πάγκαλος.

Στη συνέχεια όλοι μαζί, υπό τις ζωηρές επευφημίες χιλιάδων κόσμου, κινήθηκαν μέσω λεωφόρου Συγγρού στο Σύνταγμα, όπου η Επιτροπή εγκαταστάθηκε στα επί της οδού Ηπίτου γραφεία της. Με αυτή την θερμή και πολυπληθή υποδοχή του, ο Αθηναϊκός Λαός θεωρείται ότι νομιμοποίησε την Επανάσταση και την εξουσιοδότησε να προχωρήσει στο έργο της εξυγίανσης και διάσωσης της Χώρας.

Μέσα στο κλίμα αισιοδοξίας που είχε δημιουργηθεί, η Επανάσταση, την 17η Σεπτ. 1922, προχώρησε στον σχηματισμό της μετριοπαθούς και ευρύτερα αποδεκτής πολιτικής «Κυβέρνησης Ζαΐμη», με Υπουργό Στρατιωτικών τον Στρατηγό Αν. Χαραλάμπη και Εξωτερικών τον Νικ.Πολίτη. Επειδή, όμως, ο Ζαίμης συνεχώς ανέβαλε την απάντηση αποδοχής της πρωθυπουργίας (τελικώς απάντησε μετά από δύο μήνες, και μάλιστα αρνητικά), η Επανάσταση ανέθεσε αυτήν στον μετριοπαθή φιλελεύθερο πολιτευτή Σωτ. Κροκιδά.

Η Κυβέρνηση Κροκιδά έκανε πολλά θετικά ως προς την επούλωση των εκ της καταστροφής πληγών, την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων και την επιστροφή στον ομαλό πολιτικό βίο, αλλά παραιτήθηκε την 14η Νοεμβρίου 1922, διότι δεν ήθελε να παραστεί στην εκτέλεση «των έξι», που έγινε την επόμενη ημέρα. Τότε η Επανάσταση ανέθεσε αμέσως την πρωθυπουργία στον Στυλ. Γονατά, και συγχρόνως διαλύθηκε η Επαναστατική Επιτροπή, μοναδικός δε αρχηγός της Επανάστασης εξακολούθησε να παραμένει ο Νικ. Πλαστήρας. Η Ανακωχή των Μουδανιών της 28ης Σεπτεμβρίου 1922 δημιούργησε νέα δεδομένα στην πολιτική ζωή του τόπου και την δράση της Επανάστασης, που δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν..

Αντιστράτηγος ε.α. - Δικηγόρος Ευάγγελος Γριβάκος

Πηγές

1 Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «ΗΛΙΟΣ», τομ.11

2 Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, έκδοση ΓΕΣ/ΔΙΣ.

3 Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας, έκδοση ΓΕΣ/ΔΙΣ

4 Αλεξάνδρου Κοτζιά. Τα Φοβερά Ντοκουμέντα, Η Δίκη των Εξι.

5 Ελλήνων Ιστορικά, τομ 5, ένθετο στην εφημ. «ΕΤ».

6 Διαδίκτυο