Το κείμενο είναι μια ομιλία – διάλεξη που έδωσε η Φρόσω Ιωαννίδη τον Μάρτιο του 1975 και βρίσκετε στο βιβλίο του Κώστα Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η Γυναίκα της Πίνδου».

Είναι  μεγάλο το χάσμα του χρόνου. Μεγάλο και το χάσμα της ζωής, (από μια κρίσιμη κι επικίνδυνη πλέον φάση της), για μια αποτύπωση, στο χαρτί, βιωμάτων – γεγονότων, όσο το δυνατόν ακριβέστερη. Κι είναι πολύ δύσκολο για μάς, με την ψυχρή τώρα λειτουργία της μνήμης, να πετύχουμε ώστε το παρελθόν, δραματικό και ιερό παρελθόν, να φωτίσει, έστω και για λίγο, τους ακροατές μας, γεφυρώνοντας αυτό το διπλό χάσμα, που προαναφέραμε.

Μα είναι καυτά τα γεγονότα, που θέλομε να ιστορήσουμε. Κι η μέθοδος απλή, που θ’ ακολουθήσουμε.
Η μεθοδολογία, η τεχνοτροπία, που ακολουθούν οι ιστορικοί και οι νοσταλγοί διαφέρει, όσον και η φύσις των, οι σκοποί των, οι εποχές.
Υπάρχει όμως, πάντα εύγλωττη και απλή, ανά τους αιώνες μέθοδος, η από προσωπικής σκοπιάς διήγηση των γεγονότων — βιωμάτων, σίγουρος τρόπος για να διατηρηθούν και αυτά και η αρχική συγκίνησης, που τα περιβάλλει.

Αυτή την απλή, την ταπεινή μέθοδο, ακολουθούμε και μείς με την ελπίδα, ότι αποτίομε φόρον τιμής και —κατά δύναμιν— προσθέτομε, έστω και μίαν φτωχήν  εικόνα,  στο  κεφάλαιο του παγκοσμίου πολέμου που αναφέρεται στην επίθεσιν της Φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την συμβολήν της γυναίκας και του Ηπειρωτικού λαού εις την άμυναν της Πατρώας γης.
 
Έχουν γραφή πολλά για το θέμα. Ημείς δεν έχομε την πρόθεσιν ν’ αναλύσωμε ή να σχολιάσωμε. Θα περιοριστούμε μόνον στη γυναίκα και στον πληθυσμό του τόπου μας.

Πολλές, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, που η Ελληνίδα, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν στρατιώτης ακόμα, πολεμώντας πλάι στον άνδρα, έδωσε ζωντανό παρόν, στους αγώνες του Έθνους.

Η μνεία μόνον μερικών ονομάτων, της Μπουμπουλίνας, της Δέσπως, της Μαντώς Μαυρογένους, της Μεσολογγίτισσας, της Σουλιώτισσας, αρκεί για να μας φέρει στο νου γεγονότα παλαιοτέρων εποχών.

Μ’ ας προχωρήσουμε, για να θυμηθούμε, την επάρατη εποχή του πολέμου του ’40 και τη συμμετοχή της Ηπειρώτισσας στον αγώνα και να σταθούμε, αποκλειστικά, στη Γυναίκα της Πίνδου, όπως την είδαμε με τα μάτια μας στο Ζαγόρι, τις πρώτες  μέρες  του πολέμου….

Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν όλες οι Γιαννιώτισσες, από την πρώτη κι όλας μέρα, να παρακολουθήσουν τα μαθήματα εθελοντριών νοσοκόμων, από την Ελένη Πετραλιά και την Αθηνά- Μεσολωρά, στο σπίτι μου, πού το είχα παραχωρήσει, γι’ αυτόν τον σκοπόν.Με τι λαχτάρα, ύστερα, τρέχαν στα νοσοκομεία να βοηθήσουν όλες τους πρώτους τραυματίες μας! Να ξενυχτάν, πάνω στο κεφάλι, των βαριά πληγωμένων, να τους περιποιούνται, να τους παρηγορούν, να τους παραχαϊδεύουν (και πρώτη η μάνα Καλλιόπη Λύκα). Να τους γράφουν τα γράμματα για τους δικούς των, να τους τα διαβάζουν και με κάθε τρόπο να προσπαθούν ν’ αλαφρύνουν τον πόνο τους.

Αναθυμιέμαι, την αυταπάρνηση των, να μη θέλουν να τους εγκαταλείψουν μόνους και να θάφτωνται μαζί τους, όπως συνέβη με τις ηρωικές αδελφές του Ερυθρού Σταυρού και τους ηρωικούς γιατρούς, κάτω από τα ερείπια του νοσοκομείου, τη φοβερή εκείνη ήμερα των βομβαρδισμών, την Μεγάλη Πέμπτη του Πάσχα του ’41!…
 


Αναθυμιέμαι, τα σύρε κι έλα, στις καμπίνες, στα σύνορα, μαζί με την Κυριαζή – Κολοκοτρώνη, αυτωνών, που ήταν και στο τμήμα ψυχαγωγίας και τα καλοδεξίματα, απ’ τους ακρίτας μας, τη χαρά τους και τον ενθουσιασμό τους, για τα δώρα που δέχονταν.

Αναθυμιέμαι, όλων των άλλων τις φούριες, να γνέθουν, να πλέκουν, να ράβουν, να ‘τοιμάζουν τα δέματα με τα μάλλινα που έστελνε όλη η Ελλάδα, για να μη κρυώσουν τα «Ελληνόπουλα της» και για να εξοπλίζονται τα νοσοκομεία μας.
Θυμάμαι ακόμα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, να στέλνει 40 σενδόνια (ως πρώτη δόση) στο νοσοκομείο, σαν της εξηγήσαμε την τραγική κατάσταση και να παρακολουθεί με λαχτάρα τα γεγονότα, έχοντας και αυτή το «παιδί της» όπως έλεγε, τον ανεψιό της Μυράτ, στρατιώτη.
Την Αγγελική Χατζημιχάλη, να πηγαινοέρχεται με τα πλωτά νοσοκομεία, (κάποτε μάλιστα συνταξιδέψαμε), και να φέρνει εφόδια, κι αυτή για τα νοσοκομεία και τους στρατιώτες μας….
Αρχικά βέβαια τα νοσοκομεία δεν είχαν επαρκή εξοπλισμό για ν’ αντιμετωπίσουν την ξαφνική πληθώρα τραυματιών πού κατέφθαναν.
Ρίγος συγκλονίζει ακόμα το σώμα και την ψυχή, στη θύμηση εκείνης της εποχής, που το δάκρυ δε στέγνωσε στα μάτια μας. Δάκρυ πόνου για τα παλικάρια μας που χάνονταν και τ’ άλλα πού σακατεύονταν, μα καώ δάκρυ χαράς και περηφάνιας για τις νίκες τους.
 
Αναθυμιέμαι και τις δικές μας αγωνίες, τα τρεξίματα, να φθάσωμε στα σπίτια μας, ν’ αρπάξωμε τα παιδάκια μας, να τα καταχωνιάσωμε στ’ ασφυκτικά, πρόχειρα ορύγματα του κήπου και στα υπόγεια, για να τα σώσουμε απ’ τους βομβαρδισμούς, που όργωναν κυριολεκτικά τα Γιάννινα. Κι όταν παράγινε το κακό, ν’ αφήνωμε τα σπίτια μας σύξυλα και να τρέχωμε στα Κατσανοχώρια ή αλλού, με άλλες οικογένειες, αφήνοντας τους άνδρες μας στα πόστα τους. Ατέλειωτες οι θύμησες. Μ’ ας φθάσωμε στο θέμα μας: Στη Γυναίκα της Πίνδου!
 
Από πού ν’ αρχίσω, τι λόγια να βρω, για να εξάρω το μεγαλείο της γυναίκας αυτής; Πως να δείξω το μέγεθος της προσφοράς της, εκείνες τις κρίσιμες μέρες; Πώς να παραστήσω, πως να ζωντανέψω, τη μεγαλοσύνη της; Δεν το μπορώ, θ’ αφηγηθώ μόνον άπλα, πως την είδα, όταν βρέθηκα κοντά της, σ’ ένα μόνον τμήμα της Πίνδου, στο Ζαγόρι, όπου επετεύχθη και η αρχική νίκη της Πίνδου, από τις 29 Οκτωβρίου έως τις 10 Νοεμβρίου, θα φροντίσω να σας τη ζωγραφίσω, όπως την είδα με τα ίδια τα μάτια μου, όπως την έζησα με την ίδια την ψυχή μου…..
 

Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια.
Ξεκινώ με τ’ αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί, έφθασαν απ’ τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.
Πούναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ’ ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ’ ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν’ ανεβούν γυναίκες φορτωμένες, σ’ αυτά τ’ απάτητα βουνά, π’ ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!!  Πρωτάκουστο!
– Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
– Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε…
Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια….
 
Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ’ ακούω αυτά… Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν’ αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;…..
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθέρια»!…
Επάνω σ’ αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν’ απομακρυνθώ» κ.λ.π……
 
Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε  άλλο μέσον, και προχωρώ.
Φθάνω στη Μπάγια (Κήπους τώρα). Τι βλέπω και κει: Γενικό συναγερμό. Γέρους, γριές, γυναίκες, κορίτσια, αγόρια, παπάδες, όλους ξεσηκωμένους (σύγκληρα όπως λεν εκεί) απ’ τη Μπάγια και τα γύρω χωριά, Σομποτσέλι, Κουκούλι, Καπέσοβο, Βραδέτο κ.λ.π., να φκιάνουν τον κατεστραμμένο και ανασκαμμένο από τα  αεροπλάνα δρόμο.
Να κόβουν βάτους, να καθαρίζουν πέτρες, να διορθώνουν τα πεσμένα χτίσματα, να στρώνουν χαλίκια, για να γεμίζουν οι λακούβες, να στεριώνουν μια ξύλινη γέφυρα – η Γέφυρα του Κόκκορη ήταν χαλασμένη – που σε μια μόνο μέρα έφκιασε ο Ζαγορίσιος αξιωματικός Γ. Βάντζιος, να δουλεύουν, απ’ τα χαράματα, ως αργά τη νύχτα.
Ψυχή δεν μένει στα χωριά, μου λέει ο Σταθμάρχης της Μπάγιας, Στεφάνου. Όλοι δουλεύουν συνέχεια, για να διορθωθεί ο δρόμος, να περάσουν τ’ αυτοκίνητα πούναι σταματημένα…
Κρατώ μερικά ονόματα. Επιστρέφω το άλογο στη Δοβρά και δανείζομαι άλλο απ’ τον Σταθμάρχη, με την ρητή υπόσχεση να το επιστρέψω κι αυτό σε δυο ώρες, αν και η απόσταση ήταν διπλή. Ευτυχώς ήξερα να ιππεύω από 5 χρονών κι έτσι φεύγω καλπάζοντας.
 

Φθάνω στο Καπέσοβο, συναντώντας σ’ όλη τη διαδρομή το ίδιο παιδογυναικομάζωμα, τον ίδιο συναγερμό, τον ίδιο ενθουσιασμό. Όλοι να σιάζουν, σαν ειδικευμένοι μαστόροι, το δρόμο, παρά το τσουχτερό κρύο και τη βροχή. Καλύτερα η βροχή, μου λένε, παρά η ξαστεριά με τα’ αεροπλάνα, που μας χασομεράν, γιατί αναγκαζόμαστε, όταν περνάν απάνω μας, να τρυπώνομε στις γκούβες και στα κλαδιά, για να κρυφτούμε. Πρέπει να τελειώσουμε γρήγορα το δρόμο και θέλομε πολύ ακόμα. Ήταν εξ χιλιόμετρα ο κατεστραμμένος δρόμος.
Μπαίνω στο Τσεπέλοβο νύχτα. Κι εκεί μεγάλη αναμπουμπούλα. Τα γκαλντερίμια γεμάτα. Όλοι φορτωμένοι νυχτιάτικα, έτοιμοι να ξεκινήσουν για τα φυλάκια. Με βλέπουν, με κυκλώνουν. Τους ρωτώ τί γίνεται. Κι αυτοί δεν ξέρουν καλά – καλά. Μόνον ότι οι Ιταλοί είναι κοντά και τραβάνε, κατά δώθε, προσπαθώντας να σπάσουν τα περάσματα και να διασχίσουν το Ζαγόρι. Με ρωτάνε κι αυτοί με αγωνία, τους λέω μέσες – άκρες, ότι ήξερα, για το Καλπάκι, για τα Γιάννινα.
 
Πάμε σπίτι…. Γειτόνοι, φίλοι, γνωστοί… Κλαίνε, κλαίω, καταλαγιάζαμε. Βγάζω τα βρεγμένα ρούχα. Στρώνουν τραπέζι. Κρέας άφθονο. Σφάζουν, μου λεν, τα ζώα τους (το μοναδικό καζάντιο, για τους περισσότερους), γιατί δεν έχουν με τι να τα θρέψουν. Όλη τη χρονική σοδειά τους, απ’ το χόρτο, την έχουν δώσει στο Στρατό. Ζητάω λίγο ψωμί. Δεν υπάρχει πουθενά… Το μάζεψαν όλο και τόστειλαν στα φυλάκια, με τις γυναίκες. Η Ιουλία Ζήτη,- με βεβαιώνει, πως όλες αυτές τις μέρες, δεν έβαλε ψωμί στο στόμα της, αυτή και τα κορίτσια της, παρά μόνο φουντούκια, καρύδια και πατάτες… Κι ούτε θα ξαναβάλει. Όσο αλεύρι της απομένει, θα το ζύμωση πάλι και θα το κουβαλήσει, με τα κορίτσια της, φορτωμένα στο Βρυσοχώρι.
Το ίδιο, μου λεν κι οι άλλες γυναίκες, το ίδιο κι ο γέρο Γιάννης Καζαντζής που κουβαλούσε κι αυτός, μ’ ένα σακούλι στην πλάτη και με τον αχαμνόοντά του. Θυμηθήκαμε το 1917 μου λεν, που οι Ιταλοί πάλι, μας είχαν αφήσει χωρίς ψωμί και ζούσαμε με τα φουντούκια, μήνες, χωρίς να πάθωμε τίποτε, θ’ αφήσωμε τώρα τους φαντάρους μας νηστικούς;…..
Οι νύχτες είναι μεγάλες. Τα ξύλα άφθονα στο τζάκι. Νοέμβρης κι έχει κάνει ο καθένας τις προμήθειες του. Κρεμιέμαι από το στόμα τους, ν’ ακούσω, ν’ ακούσω κι άλλα, να μάθω, να κατατοπιστώ.
Καλά!  Πως πήρατε χαμπάρι του τί γίνεται, ρωτάω, πότε;
Προχθές το βράδυ μου λεν και μου ιστορούν:

Ήταν μια νύχτα τρομερή. Κρύο τσουχτερό. Σκοτάδι πίσσα. Ησυχία νεκρική στο χωριό. Μόνον στις ψυχές των χωριανών που μείναν -61 άλλοι πήγαν στρατιώτες- φοβερή ανησυχία. Πέφτουν, κουκουλώνονται να λαγοκοιμηθούν, μα που να τους κόλληση ύπνος! Ο εχθρός είναι κοντά… Ξέρουν μεν ότι ο γενναίος μας Στρατός, μάχεται παλικαρίσια και ότι κι οι χωροφύλακες κι οι Σταθμάρχες ακόμα, μαζί και μ’ άλλους, κινητοποιήθηκαν, για να βοηθήσουν. Ο Σταθμάρχης Βωβούσας έκλεισε τελείως το Σταθμό. Πήγε με τους άνδρες του να πολεμήσει…. Μα θ’ αντέξουν εκείνοι, που είναι αποκλεισμένοι, κοντά στο Βρυσοχώρι, χωρίς ενισχύσεις, χωρίς αρκετά πολεμοφόδια, μακριά από αυτοκινητόδρομους, πρόχειρα συγκροτημένοι και αιφνιδιασμένοι, με τέτοιον κακό καιρό, με τόσο δύσκολες συνθήκες;….
Και για να δώσουμε μια ιδέα των συνθηκών αυτών, που οι ντόπιοι ήξεραν, θα σας διαβάσουμε περικοπές, από στρατιωτικές εκθέσεις, που γράφτηκαν πολύ αργότερα….

Βιβλίον  Παπακωνσταντίνου, σελίς 218—219:
Χαρακτηριστική είναι η κατάστασις, εις την οποίαν ευρέθη το απόσπασμα Πίνδου, που εβάστασεν αρχικώς, ολόκληρον το βάρος της εισβολής των Ιταλών, εις την Κεντρικήν ζώνην του Μετώπου.
Συμφώνως με την επίσημον έκθεσιν και την ειδικήν του Διοικητού του συν)χου Δαβάκη, το απόσπασμα Πίνδου, είχε σοβαράς ελλείψεις εις οπλισμόν, ίματισμόν, υπόδυσιν και εφεδρικά πυρομαχικά. Οι όλμοι στερούντο προωθητικών φυσιγγίων, τα στελέχη ήσαν κατά τα δύο τρίτα έφεδρα και άπειρα. Αι επικοινωνίαι μετά των τμημάτων προκαλύψεως ελειτούργουν διά της μοναδικής γραμμής του Πολιτικού Δικτύου. Όπως αναφέρει ο Διοικητής του τίποτε δεν εστάλη επαρκές. Οπλισμός,   κλινοσκεπάσματα, πέταλα, τηλέφωνα, σύρμα, καλώδια, οπτικά, πυρομαχικά, όλα ήσαν ανεπαρκή. Κίνδυνος να μείνουν οι άνδρες νήστεις, λόγω βραδύτητος αφίξεως του λόχου ημιονηγών κ.λ.π….
Και συνεχίζει:

Στρατιώται ήσαν χωρίς άρβυλα, με εσχισμένας περισκελίδας, ως εβεβαιώθη ο Στρατηγός Πιτσίκας. Το επιτελείο του αποσπάσματος, αποτελείτο εν αρχή από έναν υπολοχαγόν και ένα λοχίαν κ.λ.π.
Ούτε απόσπασμα εθνοφρουράς, (καταλήγει) εάν ήτο το απόσπασμα Πίνδου δεν θα ευρίσκετο εις αυτά τα χάλια!… Και εις αυτά τα χάλια, εκαλείτο ν’ αντιμετώπιση, άνευ εφεδριών, με 6 λόχους, εις μέτωπον 70 χιλιομέτρων, Στρατόν Ευρωπαϊκόν! !……
Ξέρουν επίσης οι χωριανοί ότι και πολλά περάσματα, είναι αφύλαχτα κι επικίνδυνα. Πολλές γέφυρες ανοχύρωτες! Προψές μόλις, κάηκεν, επί τέλους, η Γέφυρα Λαΐστης, ένα γερό πέρασμα των Ιταλών. Ήταν βρεγμένη, μούσκεμα και δεν έπαιρνε φωτιά…. Ώσπου με τα πολλά, ένας Λαϊστινός, ο χτίστης Χαράλαμπος Τσάμης (η χήρα του τώρα πένεται κυριολεκτικά) με 9 τενεκέδες πετρέλαιο, που τους μάζεψαν και κουβάλησαν από διάφορα χωριά 9 γυναίκες, βάζοντας και τα πουκάμισα τους μουσκεμένα με πετρέλαιο για προσάναμα, την έκαψε στη μία, μετά τα μεσάνυχτα. Κι όταν το πρωί οι Ιταλοί, έτοιμοι να τί διαβούν, την είδαν, λάκισαν τρομαγμένοι, φέρνοντας στο στρατηγείο τους την είδηση, πως οι Έλληνες παραμονεύουν κρυμμένοι στα δάση, πως καίνε γέφυρες και βάλλουν από παντού….
Κι εκείνοι που έβαλλαν, ήταν τα… πεύκα, όπως έλεγε ο Καπετάν Περιστέρης!….

Ξέρουν  ότι κι άλλες γέφυρες ανατινάχτηκαν. Του Βρυσοχωρίου, του Παληοσελίου, του Παλαιοχωρίου. Μα…. μένουν κι άλλες πολλές!…. Πάλι, θα διακόψουμε και θα σας πούμε τι λέει ο Βορρές επάνω σε κάτι τέτοιο.

Παπακ. σελίς 230. Βορρές Ε. Ειμαρμένος, ανταποκριτής «Καθημερινής», ασκών εμπιστευτικήν υπηρεσίαν. Αφού διεκτραγωδεί κι αυτός την κατάστασιν αποσπάσματος Πίνδου, γράφει:
Εχρειάσθη ν’ ανατινάξουν απαραιτήτως μίαν γέφυραν. Αλλ’ ατυχώς δεν το επέτυχον. Διότι εχρειάζοντο 200 χειροβομβίδας, τας όποιας… δεν είχον!…

Αυτά σκέπτονταν εκείνο το βράδυ και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν…
….Άξαφνα ακούν γκάγκ – γκούγκ, γκάν – γκούν, τις καμπάνες και το σήμαντρο της εκκλησιάς!… Τινάζονται αλαφιασμένοι, απ’ το κρεβάτι, ανοίγουν τα παράθυρα, κι αφουγκράζονται, να ξεδιαλύνουν τις φωνές του Κράχτη, του Κουτσού Δέμκα απ’ το Καμπαναριό.
–  Ξυπνηστεεεε, χωριανοίοιοιοι… Τοιμαστήτεεεε γυναίκεεες! Μαζέψτε, όσο ψωμί έχετε, βραστέ πατάτες, κάστανα, φασόλια, πάρτε καρύδια, φουντούκια, κουβέρτες, βελέντζες, άρβυλα όσοι έχετε, πάρτε ότι έχετε και δεν έχετε, μαζέψτε όσα μπορείτε κι ελάτε να πάμε, να προφθάσωμε τα παιδιά μας, τους στρατιώτες μας, που κινδυνεύουν.
Μην αργήσετε!!… Γρήγορα, όσο μπορείτε!!….

Τρέχουν σκουντουφλώντας, με τα δαδιά στα χέρια και μαζεύονται στο μεσοχώρι…. Τι συμβαίνει; Τι μάθατε;…. Πως τα μάθατε;….
Ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο παππάς, ο σταθμάρχης, τους εξηγούν: Από ένα αχρηστευμένο τηλέφωνο -τ’ άλλα είχαν επιταχθεί- πούχε συναρμολογήσει ο νεαρός τηλ/της Γιαμαλής (πήρε παράσημο αργότερα) είχαν ακούσει, πριν λίγη στιγμή, τις φωνές του Γίγα, αποκλεισμένου στο Βρυσοχώρι, που προσπαθούσε απεγνωσμένα, να πιάσει τα Γιάννινα και φώναζε στον Γκιγκόπουλο: Γκιγκόπουλε! Γκιγκόπουλε! Γιάννινα! Γιάννινα! Γιάννινα!…. Για όνομα θεού, στείλτε μας, αμέσως, τρόφιμα, ρουχισμό, οπλισμό!… Τα παιδιά ξεπαγιάζουν, πεινούν, δεν αντέχουν άλλο!!
Τα Γιάννινα δεν ακούν, δεν απαντούν, τους λένε. Είναι κομμένα τα σύρματα…. Αλλά κι αν άκουγαν, πως να προλάβουν το κακό, πως να προφθάσουν, αφού οι δρόμοι είναι χαλασμένοι και τ’ αυτοκίνητα δεν περνούν….
Γι’ αυτό, ας τρέξωμε, να προφθάσωμε ημείς, όσο μπορούμε γρηγορότερα….
Ντουντούνιασε το χωριό, απ’ τους καπνούς, σα να καιγόταν σε μια στιγμή. Φούρνοι, τζάκια, γάστροι, μασίνες, φουφούδες, ανάβουν μονομιάς….

Πριν ξημερώσει ξεκινούν: Γυναίκες, κορίτσια, αγόρια, γριές και γέροι, φορτωμένοι αυτοί και τα γαϊδουράκια τους, με τρόφιμα και μια κουβέρτα ο καθένας. Βαδίζουν με τη συνοδεία και του υπομοιράρχου Σιαπέρα και των ανδρών του…
Περνούν απ’ το Σκαμνέλι. Ξεσηκώνουν κι από κει τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο, της καμπάνας!… Μαζεύονται, πρόθυμα και κει όλες οι γυναίκες φορτωμένες, μ’ όσα τρόφιμα μπόρεσαν να οικονομήσουν και η πομπή, μεγαλωμένη πια περισσότερο, προχωρεί…..
Σαν φθάνουν στο Βρυσοχώρι, βλέπουν και κει όλες τις γυναίκες, καθώς και από τ’ άλλα γύρω χωριά,
Λάϊστα κ.λ.π. ξεσηκωμένες.  
 
Να καθαρίζουν τους δρόμους, να φκιαρίζουν το χιόνι, όπου υπήρχε, να κουβαλάν νερό με τις βαρέλες, να ετοιμάζουν συσσίτια, να βράζουν γάλατα για να πιουν ζεστά «τα παιδιά», να ζυμώνουν, να φουρνίζουν να περιποιούνται τραυματίες, να πλένουν, να μανταίρνουν, να κάνουν όλων των ειδών τις δουλειές!…
Οι στράτες συνεχίζονται. Μια συνοδεία φεύγει, άλλη έρχεται… Από δω και πέρα, τα φορτία, βαραίνουν περισσότερο. Έφθασαν τα πολεμοφόδια και πρέπει να κουβαλήσουν και τις κάσσες. Ακόμα να μεταφέρουν και τραυματίες!….
Τρέχουν, τρέχουν και σταματημό δεν έχουν. Ας είναι και βαρυοφορτωμένες, ας παλεύουν και με τις βροχές και τις λάσπες, στους κακόδρομους. Αμ πως; Αυτές θα δειλιάσουν;….
Οι άλλες, που κουβαλούν τα πολυβόλα και τις κάσσες στη Γκαμήλα και στη Γκραμπάλα;….
Το ξανακούω αυτό και ρωτώ κι αυτούς: Είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, που μου είπε ο Σιμιτζής, πως σκαρφαλώνουν δεμένες και βαρυοφορτωμένες, σ’ αυτά τα τρομερά κατσάβραχα;…. Αλήθεια είναι, μου λεν. Να, και σήμερα, μάζεψαν τις δικές μας και τις φόρτωσαν τα πολυβόλα μαζί με άλλες, που έφεραν απ’ τη Λάϊστα. και άλλα χωριά, μα δεν ξέρουμε για πού ακριβώς.
Φαίνεται πως τα πράγματα ζόρισαν περισσότερο. Οι μάχες φούντωσαν κι απ’ τη ράχη ακούονται πολλά κανόνια. Έφεραν κι άλλο Στρατό.

Ψες, στη μία, μετά τα μεσάνυχτα, πέρασε από δω ένας Εβραίος αντ/ρχης Φριζής και ζήτησε, επειγόντως κερατζή και μουλάρι για να φύγει αμέσως.
Τον πήγε τρέχοντας, στο Βρυσοχώρι, ο Παναγιώτης Γεροκώστας, με το μουλάρι του στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και κάθισε κι αυτός εκεί να βοηθήσει.
Και για την επαλήθευσιν όλων αυτών (για κάποιους δύσπιστους) ας διαβάσουμε πάλι, μεταγενέστερες εκθέσεις:

Σελίδες Δόξης σελ. 54:
Την μεσημβρίαν της 31ης Όκτωβρίου, η Μεραρχία ειδοποιήθη επειγόντως, ότι τμήμα του τομέως Πίνδου, πιεζόμενον υπό ισχυρότατων εχθρικών δυνάμεων, ηναγκάσθη να συμπτυχθεί κ.λ.π. Δια τον λόγον αυτόν εσπευσμένως εδόθησαν διαταγαί, προς τα δρώντα εις τον ποταμόν Αώον τμήματα της, να συμπτυχθούν νοτίως του Αώου, προς την περιοχήν χωρίου «Βρυσοχώρι» διά να δυνηθούν ν’ αποφράξουν εγκαίρως τας προς Αώον διαβάσεις.
Ταυτοχρόνως να φροντίσουν να έλθουν, εις άμεσον επαφήν, με τάγμα του Β’ Σώματος Στράτου, αποσταλέν εις βοήθειαν της κινδυνευούσης Πίνδου και ευρισκόμενον εις Λάισταν και κάτω.
Τας μεσημβρινάς ώρας το Γεν. Στρατηγείο διεβίβασε κρυπτογραψικήν εμπιστευτικήν διαταγήν, προς Μεραρχίαν, όπως συγκροτήσει, ειδικόν απόσπασμα, εκ του τμήματος Λαΐστης και των τμημάτων Αώου ποταμού, υπό τον ήρωα Ισραηλίτην Μορδοχάην Φριζήν, όντα διοικητήν του προκαλυπτικου τμήματος κ.λ.π.
Υπό της 8ης Μεραρχίας, άμα τη ανάληψη ης Διοικήσεως του αποσπάσματος, υπό του Φριζή, εδόθησαν, εις αυτόν αί διαταγαί: Πάση θυσία δέον να καλυφτεί το αάλυπτον δεξιόν πλευρόν της Μεραρχίας εκ της κατευθύνσεως Ελεύθερον – Βρυσοχώρι, προς Τσεπέλοβον και ‘Ελατοχώρι. Να καταλάβει άνευ χρονοτριβής τα υψώματα, νοτίως της όχθης του Αώου και να φράξει αποτελεσματικώς τας μεταξύ Γκαμήλας και Κουκουρούντζου (ύψους 1835) όρεινάς διαβάσεις κ.λ.π.
…..Ταυτοχρόνως ετέθη υπό τας διαταγάς του Άντ/χου Μορδοχάη Φριζή ένας ουλαμός Πεζικού και ομάς πολυβόλων Τσεπελόβου διά να χρησιμοποιηθούν εις την απόφραξιν των ορεινών και απόκρημνων διαβάσεων Παπίγκου – Άστράκας….
Ακούω ολ’ αυτά δακρυσμένη, κρατώ λίγες βιαστικές σημειώσεις, κρεμιέμαι από το στόμα τους. Θέλω να καθίσω κι άλλο, μα είμαι αναγκασμένη να φύγω το πρωί.

Και που να βρω μουλάρι; Που όλα τάχουν επιτάξει κι αυτά τα γέρικα, που μείναν, όλα εξηντλημένα απ’ τις στράτες;….
Κουτσά – στραβά, τα καταφέρω να ξεκινήσω… Στο δρόμο, προς το Καπέσοβο, βρίσκω πάλι τις γυναίκες φορτωμένες και μαζί τους τη γνωστή Αργυρή, απ’ το Βραδέτο, 80 χρονών, να βαδίζει, βαρυοφορτωμένη αυτή και το γαϊδουράκι της, προς το Βρυσοχώρι….
Τη χαιρετώ, λέω να τη σταματήσω λίγο, να τη ρωτήσω. Δεν αδειάζω τώρα, μου λέει. Βιάζομαι. “Άλλη φορά, θα στα πω! …Και τρέχει, να προφθάση τις άλλες… Στέκομαι λίγο, τις καμαρώνω και παίρνω κι εγώ το δρόμο μου…
Περνώντας απ’ τα Γιάννινα, πριν πάω στα Κατσανοχώρια, λέω στο Γεν. Διοικητή Φιλοσοφόπουλο: Εσείς έχετε το νου σας, μόνο στο Καλπάκι. Να ξέρατε τι γίνεται και στον τόπο μου! Θα ξαναπάω γρήγορα και θα φέρω περισσότερες λεπτομέρειες….
Πάρε και μια φωτογραφική μηχανή, μου λέει….
Εξασφαλίζω, κάπως, καλύτερα τα παιδιά μου και ξαναγυρίζω στο Ζαγόρι. Ο δρόμος σχεδόν τελειωμένος απ’ τις γυναίκες, ως το Καπέσοβο, το τέρμα του αμαξιτού δρόμου και τ’ αυτοκίνητα, αγκομαχώντας, φθάνουν πλέον ως εκεί και ξεφορτώνουν συνέχεια!…. Μα παραπέρα τι γίνεται; Με τι δρόμους θα κουβαληθούν αυτά τα σωριασμένα υλικά; Από που; Από τη Σκάλα του Τσεπελόβου, που, τα μουλάρια  ξεγλυστρούν και γκρεμίζονται;….
 
Φώναζαν ολοένα, οι ντόπιοι, για το δρόμο. Μα ποιος τους άκουγε; Στο πρώτο Πανζαγορισιακό συνέδριο, που έγινε στο Σομποτσέλι το 1927 φώναζε, στο σπίτι του γιατρού Μιχαηλίδη, ένας άλλος γιατρός, εισηγητής: Φκιάστε μας τους δρόμους. Είναι σ’ ελεεινή κατάσταση. Είναι ακόμα, όπως τους είδε ο Φόν Γκόλτς Πάσας όταν επεσκέφθη το Ζαγόρι! Τον ρωτήσαμε πως του φάνηκε ο τόπος μας κι αυτός μας απάντησε: •Ωραίος ειν’ ο τόπος σας. Μα είδα κι άλλου όμοιους. Εκείνο που δεν είδα πουθενά είναι κάτι άλλο: Το ότι, σ’ όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι φκιάνουν δρόμους για τα ζώα. δω τ’ ανάποδο. Τα ζώα φκιάνουν δρόμους για τους ανθρώπους. Φκιάστε τους δρόμους, φώναζε! Θα χρειασθούν και για Εθνικούς σκοπούς!…
Κάποιος τον κόβει, απ’ τους μεγάλους: – Όλα κι όλα, γιατρέ, μα να μας λέτε πως οι δρόμοι σας θα χρειαστούν για Εθνικούς σκοπούς….
Εύχομαι, απαντάει ο γιατρός, που σαν ντόπιος ήξερε πρόσωπα και πράγματα, να…. διαψευσθώ… Και να τώρα: Σαν φθάνουν, πλέον, φορτηγά 50—60 την ήμερα, στο Καπέσοβο, σαν σωριάζονται άφθονα τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια εκεί, πως να μεταφερθούν; Πως να κουβαληθούν, όλα αυτά τα φορτία στο Βρυσοχώρι 12—15 ώρες ποδαρόδρομο, σε δρόμους δύσβατους, μέσα στις λακκούβες, στις λάσπες και στις βροχές; Ζώα δεν υπήρχαν. Πως να περάσουν πολυβόλα, πυρομαχικά, στους γκρεμούς, όπου το χιόνι πολλές φορές βαστάει και το καλοκαίρι; Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;….
Πρόβλημα τρομερό!!   Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους…
 
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές, που έπρεπε ν’ αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν..
Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια, ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ’ ανοιχτό το στόμα, σαν βλέπουν όλον αυτόν τον   συναγερμό!…

Να τι έγραψαν μετά, οι στρατιωτικές εκθέσεις (Παπακωνσταντίνου σελ. 62) :
Εξαιρετικαί δυσχέρειαι, γράφει, ο αρχιστράτηγος Παπάγος παρουσιάσθησαν, κατά τας εν Πίνδω επιχειρήσεις, διά τον ανεφοδιασμόν, των εκεί μαχόμενων Ελληνικών δυνάμεων κ.λ.π. Διά τον ανεφοδιασμόν, των μαχόμενων στρατευμάτων, εχρησιμοποιήθησαν έκτακτα μέτρα. Ωργανώθησαν εφοδιοπομπαί εκ χωρικών, γυναικών και παιδιών της περιοχής, αϊ όποΐαι προσήρχοντο, αθρόως μετ’ ενθουσιασμού… Η πρόθυμος και αβίαστος συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της Πίνδου – γερόντων, γυναικών, νεανίδων και παιδιών, εις την υπερτάτην προσπάθειαν, εφοδιασμού των μαχόμενων, είναι μια, από τας πλέον ωραιοτέρας εκδηλώσεις της Εθνικής ανατάσεως, κατά τας δραματικάς αυτάς ημέρας. Οι φάλαγγες των Ελλήνων αυτών, που φορτωμένοι με πυρομαχικά και τρόφιμα, ανερριχώντο τ’ απότομα φαράγγια (υψομέτρου 2000—2500 μ.) ενώ υπό τους πόδας των, έχαινεν η άβυσσος, και κατήρχοντο, τας δύσβατους και δασώδεις χαράδρας της Πίνδου, απετέλεσαν το υποβλητικώτερον και συγκινητικώτερον θέαμα του όλου αγώνος (Παπάγος).
 
Και κάτι σαφέστερον ακόμα.
Πολεμική έκθεσις της 8ης Μεραρχίας του ένδοξου Στρατηγού Κατσιμήτρου, σελ. 140:
Επίσης και διά τον εφοδιασμόν του Αποσπάσματος Φριζή Μορδοχάη Νοτ. του Αώου, διετέθησαν κλιμάκια εξ ιδιωτικών κτηνών, άτινα λίαν προθύμως, παρέσχον οι κάτοικοι, χρησιμεύοντας και αυτοί ως ημιονηγοί. Αι δε γυναίκες της περιοχής Ζαγορίου της Πίνδου, πεφορτωμέναι με βαρύτατα κιβώτια πυρομαχικών, ανερριχήθησαν τας απότομους κλιτείς του ορεινού όρους Γκαμήλας και Πάπιγκου, κομίζουσαι πυρομαχικά εις τους μαχόμενους άνδρας μας. Αυταί είναι αι ηρωικαί γυναίκες της Πίνδου, αι οποίαι, ως άλλαι Σουλιώτισσαι, συνέδραμον εις τον αγώνα και προσέφερον πολύτιμους υπηρεσίας προς την Πατρίδα, η όποια, οφείλει προς αυτάς…. βαθείαν ευγνωμοσύνην (Κατσιμήτρος).

Σελίδες Δόξης, σελ. 82:
Εγεννήθη το ζήτημα εφοδιασμού των μαχόμενων στρατευμάτων μας. Η Διοίκησις κάνει έκκλησιν εις τους μη στρατευμένους γέροντες, νεανίδες και γυναίκες της Πίνδου, να βοηθήσουν, δια την σωτηρίαν της κινδυνευούσης Πατρίδος. Αυτοί όμως εΐχον ήδη μόνοι των αυτοεπιστρατευθεί και είχον σπεύσει σαν γνήσιοι Έλληνες και Ελληνίδες, εις την φωνήν της πατρίδος. Η φήμη των Ελληνίδων αυτών, ξεπέρασε τα Ελληνικά σύνορα και η γυναίκα της Πίνδου, εκαλύφθη από παγκόσμιον Δόξαν, απασχολήσασα Έλληνας και ξένους ζωγράφους και ποιητάς κ.λ.π.
Που είναι άραγε αυτά τα ποιήματα;….

Εν τω μεταξύ, μαθαίνω, στο Τσεπέλοβο, πως ο Σιαπέρας θα φύγει την επομένη για τις προφυλακές. Τον παρακαλώ να πάω κι εγώ μαζί του, και για να ιδώ από κοντύτερα το τι γίνεται και να επωφεληθώ και της συντροφιάς του στο δρόμο και συμπληρώσω τις πληροφορίες. Σ’ αυτόν οφείλω τις περισσότερες και το ότι ακόμα, όλο το καλοκαίρι, όπως μου έλεγε, δε σταμάτησε ν’ αλωνίζει τις ράχες και τα βουνά και να τα καθαρίζει από τις βόμβες και τ’ άλλα πολεμοφόδια, πούχαν κρυμμένα, στις «κρεπετουρες» (όπως έλεγε) κάτι Κουτσόβλαχοι, πράκτορες των Ιταλών!…
Δεν κάνατε εκθέσεις; του λέω. Δεν τα γράψατε;…
Μας έμεινε διόλου καιρός; Πήραμε, μιας στιγμής ανάσα, για να μπορέσωμε να γράψωμε; μ’ απαντάει.
 

Φεύγοντας, διασχίσαμε δάση από οξιές, πεύκα, έλατα, 8—9 ώρες πορεία. Λάσπες παντού, που και που χιόνια. Βλέπομε συνοδείες από τραυματίες, να σέρνουν, σαν μολύβια, τα ποδάρια τους, μέσ’ τις λάσπες. Άλλους, πιο βαριά πληγωμένους, δεμένους πάνω στο μουλάρι, να τους σέρνουν γυναίκες ή στρατιώτες….
Εκεί ακούμε, για μια γυναίκα, από το Ανατολικό Ζαγόρι, την αντρογυναίκα Γαρουφαλιά. Αυτή, σαν είδε πως ένας στρατιώτης, όχι καλά βολεμένος πάνω στο μουλάρι, πονούσε και βογκούσε, καθώς τον τραβούσαν οι στρατιώτες:
Μη βρε παιδιά, τον σέρνετε έτσι! τους φωνάζει. Αφήστε τον, θα πονέσει περισσότερο στο μουλάρι, έτσι που ταρακουνιέται!… Αφήστε τον, να τον πάρω εγώ μοναχή μου. Έχω κι εγώ παιδί στον πόλεμο και ξέρω τι θα πει… μάνα!…
Κι ανασκουμπώνεται, πετάει κάλτσες και παπούτσια, τον παίρνει απαλά στον ώμο της (γκότσια) και τον περνάει πέρα από το πλατύ ποτάμι!… Κι άλλες γυναίκες κουβάλησαν, όπως ακούμε, γκότσια, τραυματίες!… Τέτοια ακούμε πολλά. Δεν έχουν τέλος!…

Ο Σιαπέρας και οι χωροφύλακες προχώρησαν για τις προφυλακές. Εγώ έμεινα με τις γυναίκες στο Βρυσοχώρι, να τις παρακολουθώ στις ατέλειωτες φροντίδες τους «για τα παιδιά μας» όπως έλεγαν, και να ξαναφύγω.
Κάθομαι στο Τσεπέλοβο, λίγο περισσότερο αυτή τη φορά. Ακούω απ’ τον καθένα πολλά, παίρνω φωτογραφίες, κρατώ μερικές σημειώσεις.

Ακούω για μια κοπέλα, πού τη βρήκαν αναίσθητη, σχεδόν ξυλιασμένη, δεμένη στο πεύκο ένα πρωί. Γράφει γι’ αυτή ο Γ. Βάντζιος, στο «Ηπειρωτικό Μέλλον»:
Κόρες και γυναίκες των αρχοντάδων και των πτωχών Ζαγορίου, μετέφερον πυρομαχικά νυχθημερόν στο Γυφτόκαμπο και από κει στο Βρυσοχώρι. Πολλές φορές τα ζώα έπεφταν στους γκρεμούς και κείνες φορτωμένες συνέχιζαν μόνες τη μεταφορά. Ήταν μια νύχτα παγερή. Στο Χαΐρι, μετά το Γυφτόκαμπο, νύχτωσαν οι γυναίκες, πού μετέφεραν εφόδια. Προχώρησαν γοργά, προς το Βρυσοχώρι, γιατί αν έμεναν, θα ξεπάγιαζαν. Μια κόρη επιστήμονος  (πούχε σπουδάσει στην Πόλη) κουράστηκε, άλλα και το ζώο της δεν προχωρούσε. Ξεμοναχιάστηκε. Έδωσε τότε το σχοινί απ’ το καπίστρι τοy μουλαριού στο χέρι της, για να μη της φυγή, μες το πυκνό σκοτάδι και τ’ αγιάζι, που τρυπούσε τα κόκκαλα. Ζώστηκε κι αύτη με την τριχιά στο έλατο και περίμενε να ξημερώσει, με τ’ αστραπόδροντα και τα βογγητά των χαραδρών και των δασών….
Τη βρήκαν το πρωί ξυλιασμένη και μισοαναίσθητη. Σώθηκε ως εκ Θαύματος.

Για μια άλλη πάλι άγνωστη δασκάλα, που τη βίασαν οι Ιταλοί και αφαντιάστηκε, χωρίς να μάθη κανένας, αν ζει, αν πέθανε!…. Γράφει και γι’ αυτήν ο Γ. Βάντζιος:
Τη νύχτα της 10ης Νοεμβρίου, μετά την αποχώρησιν των Ιταλών, ο Θωμάς Βάλλας, έφεδρος ανθ/γός, βρήκε στο χάνι Γαϊδάρου, κάτω από μια κλινοστρωμνή από χόρτα, ένα σημείωμα, γραμμένο με μολύβι και με τις λέξεις: Με βασάνισαν πολύ οι άνανδροι. Εκδικηθήτε με. Διδασκάλισσα. Υπογραφή δυσανάγνωστος….
Ποια ήταν αυτή; Τι έγινε; Εθνικόν καθήκον ήτο να είχεν ερευνηθή η τύχη αυτής της άγνωστου μάρτυρος κ.λ.π….
Ακούω, για μια γριά Δέσπω, απ’ την Καμνιά, που τη βρήκαν μισοπεθαμένη απ’ το κρύο, ο Κώστας Παπάζογλος και ο ‘Αλέκος Μπράχος που κουβαλούσαν κι αυτοί ασταμάτητα. Μοιρολογούσε κι έκλαιγε το μουλάρι της, τον «Καζαντιάρη της» πούχε γκρεμιστεί στο Ραδιό και είχε φορτωθή το σαμάρι, να το κουβαλήσει σπίτι της. Τη σήκωσαν με το ζόρι και την έφεραν στο σπίτι του Παπάζογλου. Όλη τη νύχτα τρόμαξαν να τη συνεφέρουν.
 

Και για μια άλλη γριά, που της είχε γκρεμιστεί κι αυτηνής το μουλάρι. (Άλλο συμπαθητικό θύμα του πολέμου κι αυτό…) . Ας γκρεμίστηκε, έλεγε. Κουρμπάνι το κάνω. Το γιό μου να φυλάει ο θεός. Αυτόν να δω να γυρίζει, πούναι στρατιώτης.   (Γράφει γι’ αυτήν δ Κώστας Λαζαρίδης, που την είδε κι ο ίδιος) ….

Ακούω για ένα παιδί, 13 ετών, τον Παύλο Τσουμάνη: Νυχτώθηκε στο Γκρούμερο, καθώς κουβαλούσε πολεμοφόδια, με τα δυο μουλάρια του. Απ’ τ’ αστραπόβροντα και τη βροχή δεν έβλεπε να προχωρήσει Σταμάτησε εκεί, χώθηκε κάτω απ’ την κοιλιά του μουλαριού και ξημέρωσε έτσι κουβαριασμένο. Η μάνα του, που αλώνιζε τον τόπο, όλη νύχτα να τον βρει, με τα δαδιά και τα τόπια (ένα είδος στάχτης και πετρελαίου, φκιασμένου σαν τόπι, που δε σβήνει στη βροχή) το βρήκε μουσκεμένο και κατατρομαγμένο.
Ακούω, για τον Κώστα Παπάζογλου, που βρήκε, περνώντας απ’ τον Αγιώργη, με τα δύο μουλάρια του κι αυτός φορτωμένα, σκόρπια, επάνω στο βουνό, τ’ άλογα του Στρατού, είχαν ξεφύγει από ξένους προς τον τόπο στρατιώτες κι είχαν σκορπίσει δω και κει. Πασχίζει, αγωνίζεται να τα μαζέψει, κάπου 200 άλογα και τα πάει στον προορισμό τους…

Ακούω για τον ταχυδρομικό διανομέα Απόστολον Κολιόν (συνταξιούχο τώρα) πού νυχτοξημερώνει, ασάλευτος, στο τηλεγραφείο όλο αυτό το διάστημα. Η γυναίκα του, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, του πηγαίνει το φαγητό, τα ρούχα ν’ αλλάξει και ότι άλλο χρειάζεται και τ’ αφήνει στο φρουρό στην πόρτα, χωρίς να μπορεί να τον δη μια στιγμή.

Λένε και γι’ αυτόν οι σελίδες Δόξης σελίς 54:
Χάριν της ιστορίας, καθήκον εχομεν ν’ αναφέρωμεν δι’ ένα τηλ/τήν του Τσεπελόβου, άγνωοτον εις τον γράφοντα, ο όποιος νυχθημερον και αδιακόπως, διεκπεραίωνε όλην την εργασίαν, όλων των τμημάτων του Στρατού εκεί μέχρι πέρατος του πολέμου, χωρίς να διακόψει ούτε στιγμήν, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ακούω, παραλοϊσμένη για τη γιγαντομαχία της Μάχης της Βωβούσας, που μάχονταν τα παλικάρια μας (Λόχος Παππά) με τη λόγχη, σώμα με σώμα, ένας προς δέκα, ώσπου έδιωξαν, σε τρεις μέρες τον εχθρό απ’ τα σπίτια πούχε ταμπουρωθεί, της Βωβούσας. Την περιγράφει κι αυτή το βιβλίο Παπακωνσταντίνου.
Για έναν πολυβολητή μας, που έριξε τη βόμβα, ακριβώς μέσα στο συσσίτιο των Ιταλών. Το λέει ο Παππα Καρπούζης, απ’ τη Λάϊστα. Κι όταν ο ήρως Φριζής, έπιασε 700 αιχμαλώτους και 15 αξιωματικούς Ιταλούς, ο επί κεφαλής των, ζήτησε τον πολυβολητή αυτόν να τον συγχαρεί…
Ακούω, συγκινημένη, για τους ηρωισμούς του Μορδοχάη Φριζή που έγινε θρύλος στο Ζαγόρι και τα κατορθώματα του Στρατού μας.
 
Ακούω πάλι για τις γυναίκες: Αυτές, πού ανέβαζαν τα πολυβόλα στη Γκαμήλα. Ένα βράδυ νυχτώθηκαν στη Δρακόλιμνη, μ’ ένα κρύο φοβερό. Ήταν αδύνατο να προχωρήσουν μ’ έναν αέρα, που τις έπαιρνε σβάρνα. Ξεφορτώθηκαν, μαζεύτηκαν κουβάρι, όλες μαζί, σκεπάστηκαν με κάτι τομάρια που βρήκαν εκεί και ξημέρωσαν κακήν κακώς, για να συνεχίσουν το δρόμο τους, φορτωμένες για τη Γκαμήλα. Κρατώ τα ονόματα τους.
Για άλλες, που όταν ένας λοχίας, κατέβηκε με διαταγή, σ’ ένα χωριό, να μαζέψει λίγο ψωμί, απ τον Πρόεδρο, πως παρουσιάστηκαν φορτωμένες αμέσως και επέμειναν ν’ ανεβούν στο βουνό, παρά τις διαμαρτυρίες του, φωνάζοντας: Κι εμείς μαζί σας! !…
Τί να πρωτοθυμηθεί κανένας. Τί να πρωτοσημειώση. Ατέλειωτα τα περιστατικά, που δείχνουν τον ηρωισμό και τον πατριωτισμό του ντόπιου πληθυσμού….
 

Ξαναβλέπω να περνάει η γριά Αργυρή σκυμμένη, καταϊδρωμένη, απ’ το βαρύ φορτίο της και να τρέχει σχεδόν να φθάσει τις άλλες συντρόφισσες, με το φορτωμένο πάλι γαϊδουράκι της. 22 μέρες μου λέει, δεν πήρα ανάσα. Πάω με πολεμοφόδια και γυρίζω με τραυματίες. Δεν μ’ είδε το σπίτι μου. Τρώγω στο πόδι ότι ξεροφάι βρω και φεύγω συνέχεια.

Ξαπόστατε λίγο, της λέω. Ξεφορτώσου κι έλα να πιεις ένα καφέ.
-Είσαι με τα καλά σου κοπέλα μου; μου λέει. Καιρός για ξαπόσταμα είναι; Δε μου λες να τρέξω, όσο θα βαστάξουν τα κότσια μου, μήνε μου λες να ξεφορτωθώ;… Εγώ θα τρέχω, θα τρέχω, όσο να φύγει εντελώς το κακό από τον τόπο μας.
Όσο να λευτερωθούμε, μια για πάντα!… και τρέχει να προφθάσει τη φάλαγγα της…..
Το ίδιο μου λεν, μ’ ένα στόμα, με μια φωνή, κι όλες οι άλλες, όσες συναντάω. Έτσι ένοιωθαν αυτές οι γυναίκες της Πίνδου. Κι εγώ τις καμαρώνω, περήφανη, γιατί λογιάζομαι και γω, συντοπίτισσά τους.

Κι όταν ο εχθρός απομακρύνθηκε, οι γυναίκες, απ’ όλο το Ζαγόρι, εξακολούθησαν να στρώνονται στη δουλειά (αφήνοντας τις δικές τους). Κι ήταν πολλές. Στο Βρυσοχώρι μετά ούτε τσουκνίδα δε βρέθηκε) και στη φροντίδα για τους στρατιώτες μας, που περνούν μπουλούκια μπουλούκια, απ’ το Ζαγόρι…. Να τους καλοδέχονται και να τους περιθάλπουν παντοιοτρόπως… Τί ύμνοι, τί ποιήματα δε γράφτηκαν από ποιητάς στρατιώτες μας στους μαυροπίνακες των σχολείων, όπως μας βεβαιώνει ή δασκάλα του χωριού και οι δάσκαλοι των άλλων χωριών, εξαίροντας τη φιλοξενία και την πατροπαράδοτη ευγένεια του Ζαγορίου. Τι γράμματα ευχαριστήρια δε στάλθηκαν σε πολλούς Ζαγορίσιους! Δεν τα κρατήσαμε ατυχώς. Ακόμα και οι Ιταλοί αιχμάλωτοι, όταν σωστά ράκη, πέρασαν από κει και τους φιλοξενήσαμε ανά 5—10 στα διάφορα σπίτια, ξαφνιάστηκαν. Κι ένας αξιωματικός ελληνομαθής, μας έλεγε δακρυσμένος και συγκινημένος, όταν κατέβηκε στο τραπέζι, αφού είχε πλυθεί και καθαριστή: Καθαρίστηκα, σαν στο σπίτι μου. Νοιώθω σαν νάμαι σ’ αυτό, ύστερα από τόσα βάσανα. Μα τί λαός είστε Σεις!… Τέτοια φιλοξενία σ’ αυτούς, που έστω και αθέλητα, βάλθηκαν να σας καταστρέφουν και να καταπατήσουν τα σπίτια Σας!….
Γυρίζοντας στα Γιάννινα, έδειξα τις πρόχειρες σημειώσεις στον Γεν. Διοικητή, ο οποίος έστω και ασυναρμολόγητες, επέμεινε να τις κράτηση. Το ίδιο βράδυ τις διάβασε στο Μεταξά από τηλεφώνου, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και το πρωί τις έδειξε, όπως μου είπε, στο Διάδοχο και τον Παπάγο, ο οποίος εδάκρυσε.
Σε λίγες μέρες, έρχεται σπίτι μου ο Παύλος Παλαιολόγος και μου ζητάει τις… επίσημες εκθέσεις (!!) που διάβασε ο Παπάγος.
– Επίσημες εκθέσεις, λέω γελώντας, κάτι πρόχειρα χαρτιά, που γράφτηκαν στη γόνατο;
–Δεν πειράζει, λέει. Κι αντιγράφοντας αυτούσια αυτά τα χαρτάκια που του έδωσα – δεν τάχα όλα συγκεντρωμένα τότε- δημοσιεύει το πρώτο χρονογράφημα, στις 15 Δεκεμβρίου του ’40, που κατέστησε, για πρώτη φορά γνωστά στο Πανελλήνιο, τα γεγονότα της Πίνδου και καταλήγει έτσι:
Σας τα μετέφερα, ακατάστατα, ατακτοποίητα, ακτένιστα, όπως τα βρήκα, τα στοιχεία των εκθέσεων. Τί χρειάζεται, όμως, ο φραστικός διάκοσμος, εκεί, που μόνα των βοούν τα πράγματα; Βοούν, για να επιβεβαιώσουν τη μεγάλη αλήθεια, ότι η ύπαιθρος εθαυματούργησεν. Το λένε οι ξένοι, το λέμε εμείς, που την είδαμε, το λένε οι επίσημες εκθέσεις.
Το χρονογράφημα αυτό, τα κιτρινισμένα χαρτιά, τα ονόματα πολλών γυναικών (ποιος άραγε, θα τα μνημόνευση ποτέ!) κάτι κατάλοιπα φωτογραφιών του ’40, τα κρατούμε, στη διάθεση οιουδήποτε.
Κι αυτό το τονίζομε, γιατί κάποτε σε μια διάλεξη, ακούσαμε, διαφορετική, την πηγή των πληροφοριών, για το χρονογράφημα του Παλαιολόγου. Κι ο ίδιος ακόμα, χάριν της ιστορίας, μπορεί να το βεβαίωση.
Άλλωστε και το ίδιο χρονογράφημα, αναφέρει Ζαγόρι – Καπέσοβο – Βρυσοχώρι – Τσεπέλοβο – Φριζήν κ.λ.π. και δεν ήτο δυνατόν, να ενοούσε άλλην περιοχήν. Το χρονογράφημα αυτό διάβασαν πολλοί τότε και μας εξέφρασαν την ευαρέσκειαν των, (όπως ο αείμνηστος ιατρός Βασίλειος Μιχαηλίδης, ο Γεώργιος Βάντζιος κ.ά.), γιατί εγίναμε αφορμή να καταστεί γνωστή η δράσι του Ζαγορίου.
Τις πολλές φωτογραφίες, κάπου 30, τις έδωσα τότε στην κυρία Νικολούδη και χάθηκαν στο Υπουργείο Τουρισμού. Δυο -τρεις εκυκλοφόρησαν. Από κάτι κατάλοιπα, που κράτησα, όχι ατυχώς τα παραστατικώτερα, έχει μεγεθυνμένες ο αείμνηστος φίλος μας Ανδρέας Παπαγιαννόπουλος (παλαιός) στην έκθεση Ζαππείου, στο τμήμα Πίνδου. Τα φίλμ τα κρατώ…

 

Μα, πέρα απ’ αυτό, τι έκανα; Πως αξιοποίησα τα χαρτιά αυτά, έστω κι αν με τρώει το σαράκι, 35 χρόνια τώρα;….
Αποτάθηκα σε πολλούς. Χτύπησα πόρτες. Τάδειξα παντού. Βοήθησα,  να  γίνονται  σχετικές αναπαραστάσεις. Φρόντισα, να γίνουν σχέδια σεναρίου. Τίποτε, όμως, απ’ αυτά, κι απ’ όσα άκουσα και διάβασα, δεν μπόρεσε ν’ αποδώσει αυτά που είδαν τα μάτια μου, αυτά που η μνήμη των, θα σβήσει μόνο με την πλάκα του τάφου. Το δράμα εκείνο με κατέχει πάντα.
Κλείνω τα μάτια μου, στα ηλεκτρικά και η λάμψη των δαδιών εκείνων με συγκλονίζει…. Κλείνω τ’ αυτιά μου στις τηλεοράσεις και συνδιαλέξεις κι ο ήχος του σήμαντρου και της καμπάνας εκείνης με συνταράσσει. Η σκέψη του σκελετωμένου ηρωικού εκείνου κόσμου, με κάνει να θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο, πολύ ένοχο…
Οι αγιασμένες εκείνες μορφές, μου φωνάζουν στον ύπνο και στο ξύπνιο μου: Γιατί μας ξέχασες;;….
Ποιος θα βρεθεί ν’ ακούσει την αδύναμη φωνή μας; Ποιος θα μας προσέξει;… Ποιος θα φροντίσει, να μαζέψει, όλα όσα γράφτηκαν και να πλουτίσει τα παιδικά αναγνώσματα μ’ αυτά, καθώς και μ’ ένα ωραίο, που γράφει ο αείμνηστος Ζήσης Παπαθανασίου; Ας το διαβάσουμε:

«Ο Αυγερινός κι η Πούλια σχίζαν τα σύγνεφα στη λάμψη να λουσθούν των Ελληνικών κανονιών. Οι αγέρηδες ούρλιαζαν, θανάσιμος κίνδυνος. Η Μάχη δίβολη. Όλορθες  – λέστα – οι γυναίκες της Πίνδου.
Στις κούνιες παρατάν τί μωρά. Αρπάζουν τα πυρομαχικά. Ανηφορίζοντας γλιστρούν, μα δεν αγκομαχούν, θερίζει το εχθρικό πυροβολικό; Το περιφρονούν κι αυτό. Ο ίδρωτας στάζει. Η αναπνοή λαχανιάζει – λεπίδι ο ανήφορος – όμως δε σταματούν. Αγωνία τριβιλίζει την Ανθρωπότητα. Τ’ ανάβλεμά της, δένεται, με τα βήματα τους. Πορεία, που τη μετράει η Ιστορία… Τις φρυγανίζει η δίψα; ωστόσο σβεί. Της Λευτεριάς ο πόθος αψύς, το μεδούλι πυρπολεί. Λιώνει η αψάδα του πυρωμένο μολύβι. Κόβονται τα γόνατα τους; Η αίσθηση της ανάγκης, η ανάγκη του χρέους, τ’ αναστηλώνει.
– Σκασμένα χείλη, υγραίνει, ξερή η γλώσσα – ας κελαηδούν δίπλα οι βρυσούλες… Δεν υπάρχει καιρός.
– Ο Στρατός προσμένει. Χιόνι τις σαβανώνει.
– Όμως, πάνω από το χιονοσάβανο, υψώνεται το πολυβόλο, θαμμένης, σε χέρια κοκαλωμένα – καλά κλεισμένο – άταφο – έτοιμο – πρόθυμο. Άλλη τ’ αρπάζει. Κι αυτή περδικομάτα – περδικόστηθη. Διπλοφορτωμένη τώρα, γλιστράει; Τα τσαρούχια πετάει. Γερά γαντζώνεται στα γκρέμια γυμνόποδη. Κοκαλώνουν τα δάχτυλα; Καλύτερα – του κρύου έλειψαν η αίσθηση. Ψυχή βαθειά. Άτρεμη η καρδιά.
– Ή είσαι ή δεν είσαι γυναίκα της Πίνδου. Η την άγαπας ή δεν την αγαπάς τη λευτεριά. Αν την αγαπάς, φτερώνουν τα πόδια.
– Οι Σουλιώτισσες δεν ήταν γυναίκες; Όταν πολεμούσαν τον Αλή – Πάσα εκείνες, αυτές εδώ, τα βουνά αλώνιζαν, αλύτρωτες, αλλ’ ελεύθερες. Λοιπόν τώρα θα λυγίσουν; Και γιατί; Για να γελάνε τα ζαρκάδια που τις ζηλεύουν;
– Δεν μένει παρά ένα: Στην κορφή να στηθούν τα πολυβόλα! Πορεύονται.
Στης Μάχης την κλαγκή, κάπου – κάπου, κάποιου τραγουδιού, τρυπώνει το σφύριγμα. Συνταιριασμένο, στην αντίθεση του ντουέτο. Απ’ την ηχώ αναρπαγμένο, στους επιδρομείς κατάστηθα αντιβροντάει. Ο Σμόλικας λαμπαδιάζει τις γέφυρες του, σα βεγγαλικά. Στη λάμψη τους οι γυναίκες της Πίνδου, δίχως να σταθούν ανακράζουν.
Όταν πεθαίνεις, τους άλλους για να φώτισης, όταν, για να μη καούν οι άλλοι, καις συ τον εαυτό σου, ο θάνατος, σε κάνει αθάνατο!…
Πολλές κούνιες κλαιν, άδικα προσμένοντας, τ’ αγιασμένα των γυναικών της Πίνδου χέρια……

Ποιος θα γράψει κάτι παραστατικότερο; Ποιος θα συγκέντρωση, έστω, όλα όσα γράφτηκαν κι ειπώθηκαν – δω και κει σπαρμένα – να τα κάνει βιβλίο ξέχωρο, βιβλίο εθνικό; Ποιος θα αναπαραστήσει τις μεγαλειώδεις, τις ιερές εκείνες σκηνές;
Δεν έχει εξαρθεί, όσο έπρεπε, το έπος της Πίνδου…
Δε βρέθηκε ο κατάλληλος, που θα το κάνει τραγούδι – σαν ο Βαλαωρίτης τις Σουλιώτισσες – που θα το κάνει ανάγνωσμα, για τα Σχολειά, θα το κάνει προσκύνημα στην Ήπειρο, να πάνε οι νέες γενιές, να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ και να μαθαίνουν,
πως η αφανής αυτή ηρωίδα, «Η γυναίκα της Πίνδου», στάθηκε κοντά στους στρατιώτες, ένας από τους κυριότερους παράγοντες της Νίκης της Ελλάδος.
Κι όταν μιλάμε για Νίκη της Ελλάδος και για Γυναίκα της Πίνδου, εννοούμε τη γυναίκα όλων των τμημάτων της Πίνδου και γενικά την ολική Νίκη!… Αλλ’ ας με συγχωρήσουν τ’ άλλα τμήματα τής Πίνδου (στα οποία, εν συνεχεία, έγιναν περισσότερα), διότι θα περιορισθούμε μόνον στο Ζαγόρι και στην αρχική Μάχη που έγινε σ’ αυτό, γιατί, μόνον εκεί ήμουν αυτόπτης μάρτυς…..
Και ξέρετε, πως την εχαρακτήρισαν την αρχική αυτή Νίκη, που την πέτυχε ο Στρατός μας στο Ζαγόρι; Το Ζαγόρι, που αγνοήθηκε τελείως, απ’ όλους, για να μη πω, πως αμφισβητήθηκε κι όλας, από μερικούς η συμβολή του; Θα ξεστρατίσω και θα σας διαβάσω, έστω και σκόρπια, στρατιωτικές εκθέσεις.

Βιβλίο Παπακωνσταντίνου, σελ. 76:
Η πρώτη μάχη της Πίνδου, η οποία διήρκεσεν 9 μέρες, από τις 31 Οκτωβρίου έως 9 Νοεμβρίου, παρεβλήθη, την εποχήν εκείνην, με την περίφημον Μάχην του Τάννεμπερκ, κατά την οποίαν αι Γερμανικαι δυνάμεις του φον Χίντεμπουργκ, εξουδετέρωσαν την 26ην Αυγούστου του 1914, τας υπό του στρατηγού Ρέννενκαμπ Ρωσσικάς δυνάμεις.
Σελ. 53. Έναντι του τομέως της Πίνδου, ευρίσκετο η περίφημη Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» συνολικής δυνάμεως 100.000 ανδρών, ενισχυμένης και δι’ ιππικού Βερσαλλιών κ.λ.π. κ.λ.π.
Σελις 54. Το απόσπασμα Πίνδου (Συν/ρχης Δαβάκης) είχε δύναμιν 2 ταγμάτων και 1 – 5 πυροβολαρχίας.
Σελ. 62. Την 5ην Νοεμβρίου ο εν Ρώμη ανταποκριτής του Αμερικανικού πρακτορείου ειδήσεων «Ηνωμένος Τύπος», ετηλεγράφη, ότι, η διδομένη εις Πίνδον Μάχη, ήτο ζωτικωτάτης σημασίας και ότι, από την εκβασιν αυτής, ήτο δυνατόν, να εξαρτηθεί, το αποτέλεσμα του Ελληνικού Πολέμου…. Και δεν υπερέβαλλεν. Αν οι Ιταλοί, κατώρθωναν, να προωθήσουν την τολμηράν διείσδυσιν των προς Μέτσοβον, θα εγίνοντο κύριοι και της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Η Ελληνική επιτυχία, εις το Μέτωπον αυτό, το όποιον είχεν αγρίως ορεινήν διαμόρφωσιν, είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτος, διότι αι δυνάμεις, που την επραγματοποίουν, είχον προσφάτως επιστρατευθή και ερρίφθησαν εις τον αγώνα, με ανεπαρκή εφοδιασμόν εις πυρομαχικά και τρόφιμα.
 
Και άλλου, Σελίδες Δόξης, σελ. 76:
Η κατάστασις εις την Πίνδον κατά την 30ην Οκτωβρίου δεν ήτο μόνον επικίνδυνος και τραγική. Ήτο αξιοθρήνητος. Αι δυνάμεις του αποσπάσματος Δαβάκη έπαυσαν σχεδόν να υφίστανται, ως υπολογίσιμος Στρατιωτική δύναμις. Ο ίδιος, ο Διοικητής, νήστις, κατάκοπος και άγρυπνος, προσπαθεί να συγκρότηση δύο διμοιρίας, από άνδρας των γραφείων, τηλεφωνητάς, αγγελιοφόρους και ημιονηγούς κ.λ.π….
Κατάκοποι και πειναλέοι, οι στρατιώται μας, εκινδύνευον, εκτός των άλλων, να κατασπαραχθούν από τα αγρίμια των δασών της Πίνδου κ.λ.π….
Σελίς 60. Την 29ην, 30ήν και 31ην Οκτωβρίου, αι Ιταλικαί δυνάμεις συνέχισαν την προέλασιν των επί ολοκλήρου της ζώνης των ορέων Γράμμος, Γκαμήλα διά των ποταμών Κερασοβίτικου — Αώου  κ.λ.π.
Πιο κάτω:
Υπό τας συνθήκας αυτάς, ο Ιταλός ανταποκριτής ετηλεγράφη εις Μουσολίνι: Όλα βαίνουν κατ’ ευχήν. Η νίκη είναι δική  μας!….
Παπακ. Σελ. 359. Εκκλησις των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοουμένους, όλου του κόσμου: – Και αυτήν την στιγμήν, κοντά στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου, πολεμούμε, πολλές φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι ή να νικήσωμε ή να πεθάνωμε, μέχρις ενός….
Παπακ. Σελ. 168:
Ο Μεταξάς στο ημερολόγιο του (το κρατούσεν από 25 ετών), αφού περιγράφει την νύκτα του Όχι, γράφει στις 29 Οκτωβρίου έως 31: Ελπίδες! Αλλ’ αν η προσχώρησις εις Ήπειρον, είναι ταχεία; Τότε; Ιωάννινα! Σφίγγεται η ψυχή μου!…. Εις τας 4 Νοεμβρίου: Ελπίδες απομονώσεως Μεραρχίας «Τζούλια» εις τα όρη της Πίνδου… Εις τας 5 Νοεμβρίου: Πολλαί ελπίδες. Άλλα, θα πρέπει να εγκαταλειφθώ μεν εις πρόωρον χαράν!…. Εις τας 9 Νοεμβρίου: Νίκη! Νίκη εις Πίνδον!…. Η Μεραρχία Αλπινιστών κατεστράφη!….
Παπακ. Σελ. 139: Η Μάχη της Πίνδου ήλλαξε τον ρουν του Πολέμου (Στρατάρχης Γιάν Σμάτς).
Η αρχική ήττα των Ιταλών εις την Πίνδον εστοίχισεν εις τον Πράτσικα την αρχιστρατηγίαν.
Κι άλλα πολλά γράφηκαν για τη Μεγαλειώδη Νίκη του Στράτου μας στην Πίνδο γενικά. Σ’ αυτόν, βεβαίως οφείλεται όλη η καταπληκτική αυτή επιτυχία! Σ’ αυτόν ανήκει όλη η ευγνωμοσύνη του Έθνους μας. Σ’ αυτόν η Δόξα και η Τιμή. «Στους ημιθέους», όπως ονόμασαν τότε τους Στρατιώτες μας.
Άλλα και η συμβολή του άμαχου πληθυσμού και της γυναίκας του Ζαγορίου και των άλλων τμημάτων της Πίνδου, δεν ήταν μικρή σ’ αυτές τις κρίσιμες κι επικίνδυνες στιγμές.
Τι κάναμε ημείς οι Ζαγορίσιοι, όμως;…. Τι κάναμε οι 260. 000 Ηπειρώται, της Αθήνας και του Πειραιά, για να στηθεί στην εμπρέπουσαν θέσιν, στην Ήπειρο, το άγαλμα της «Γυναίκας της Πίνδου»;;,
Τι κάναμε, για να γίνεται τουλάχιστον, ένα μνημόσυνο και γι’ αυτήν, κάθε χρόνο;;
Ποια ήταν η φροντίδα του Κράτους, που θάπρεπε να την ευγνωμονεί όπως λέει ο Κατσιμήτρος, όπως τονίζει ο Παπάγος;…
Ποια ήταν η ανταπόδοση στον τόπο εκείνον;…

Όλα ξεχάστηκαν, όπως έχουν ξεχαστεί κι άλλα προηγούμενα. Το Ζαγόρι, ιδίως, γνώρισε την εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένο και παραγκωνισμένο απ’ όλους.
Οι δρόμοι, ακόμα, ελεεινοί, οι περισσότεροι, όπως τους είδε ο Γκόλτς – Πασάς. Αντικρίζεις, απ’ το ένα χωριό, ένα άλλο, ιδίως στο Ανατ. Ζαγόρι και νομίζεις πως απέχει μισή ώρα και όμως θέλεις μιας μέρας κυκλωτική διαδρομή, για να το πλησίασης!….
Τα περίφημα αρχοντικά, πενταόροφα και τετραώροφα, πεσμένα και ρημαγμένα, ελλείψει κόσμου.
Οι περίφημες ξυλόγλυπτες εκκλησιές (όπως των Νεγάδων) κλειστές, ελλείψει παπάδων.
Τα περίφημα σχολειά, (όπως η Πασχάλειος) κλειστά ελλείψει παιδιών.
Τα ιατρεία κλειστά ελλείψει γιατρών. Στο Τσεπέλοβο, με τρεις γιατρούς τα παλιά τα χρόνια, τώρα οι άρρωστοι πεθαίνουν χωρίς ιατρική περίθαλψη. Προ ήμερων βρήκαν μια γυναίκα πεθαμένη οι γείτονες, από πνευμονία ίσως, στο σπίτι της.
Το μοναδικό Γυμνάσιο, που βγάζει δεκάδες αριστούχους κάθε χρόνο και που αναστέλλει κάπως το ξεκλήρισμα, κοντεύει να καταργηθεί ελλείψει κτιρίου καταλλήλου, της ανεγέρσεως του νέου, μη πραγματοποιούμενης ακόμα, από το 1968, που μας υπόσχονται!…
Το Οικοτροφείο του, προγραμματισμένο κι αυτό από το 1971 με έτοιμες τις μελέτες (500.000 δρχ.) αναβάλλεται συνεχώς, ελλείψει πιστώσεων.
Η περίφημη χαράδρα του Βίκου, όμοια της οποίας δεν υπάρχει άλλη, έκτος από το Κολοράντο τής Αμερικής, που θα γινόταν εθνικός δρυμός, έμεινε παραμύθι.
Το εκτροφείο θηραμάτων, που το Υπουργείο το έκρινε καταλληλότατο, επίσης.
Το εργοστάσιο ξυλείας, για την αξιοποίηση του Δάσους, που θα συγκρατούσε και του πληθυσμού τη διαρροή, όνειρο εαρινής νυκτός.
Η απόδοσης της ατομικής περιουσίας εις τας Ελληνικάς καλένδας. Και βλέπετε το οξύμωρο σχήμα, να έχει μεν ο ιδιοκτήτης το δικαίωμα και να μαζεύει τον καρπό από τα δέντρα στο χωράφι του, άλλα τα δέντρα και το χωράφι… ν’ ανήκουν στο Κράτος, επειδή λόγω του χρόνου έχουν αναφυή πεύκα σ’ αυτό.

Τα τόσα κληροδοτήματα του, που και μόνον αυτά θα το καθιστούσαν αυτάρκες, όπως πριν, χουμπωμένα και αρπαγμένα τώρα από ξένους, άπονους και αδιάφορους, άφαντα για το Ζαγόρι!!…
Κι έτσι, το τρομερό ξεκλήρισμα, η ερήμωση, για την οποία τάχα, κόβονται όλοι, θα σταματήσει… με λόγια!!…
Το Ζαγόρι, στο όποιο άνθισε ο πολιτισμός, ο πατριωτισμός, ο πλούτος και η αρχοντιά, ρημάζει πλέον, κι αν, ο μη γένοιτο, ξαναχρειαστεί, δε θα βρεθεί ψυχή για να βοηθήσει!…
Το «Πνευματικό ονομαζόμενο Ζαγόρι» που όπως λέει ο Γάλλος Σορέλ και ο Φαλτάιτς, «εμόρφωσεν όλη την Ελλάδα», με τους δασκάλους του Γένους και τα συγγράμματα των, που θάχε και Πανεπιστήμιο στο Ρογκοβό, αν οι υπερπατριώτες Ζαγορίσιοι δεν ξώδευαν τα γι’ αυτό προοριζόμενα χρήματα τους στη Φιλική Εταιρία, θα… σβήσει από το χάρτη, αν εξακολούθηση αυτή η αδιαφορία και η αναλγησία!!….
Ποιος, επί τέλους, θ’ ακούσει το παράπονο μας;…
Ποιος θα συγκινηθεί και θα βοηθήσει;…
Φωνάζουν τα 45 χωριά του, φωνάζει η Ένωσης Ζαγορισίων, φωνάζει ο Λαμπρίδης, ο Λαζαρίδης, ο Τζαμίχας, ακόμα και ο μη Ζαγορίσιος Μαμμόπουλος, φωνάζουμε όλοι!…
Μα, εις κέντρα λακτίζουμε!!…
Θα βρεθεί τάχα, τώρα κανένα ευαίσθητο αυτί, ν’ ακούσει την αδύναμη και βραχνιασμένη φωνή μας;….
Είναι βεβαίως τώρα πολύ δύσκολοι οι καιροί για το Κράτος μας. Είναι άλλα καυτά ζητήματα που το απασχολούν, είναι άλλες αγωνίες, που δέρνουν τον τόπο μας, που σφίγγουν τις ψυχές όλων….
Αλλ’ ας θελήσει ο ΜεγContent άλος μας θεός, να λυθούν ευνοϊκά όλα τα παράλληλα, ας βρεθεί και για όσα ειπώθηκαν λίγη κατανόηση…
Σας κούρασα ίσως. Σχωρνάτε με. Σχωρέστε την αδυναμία του γελασμένου άνθρωπου, που όσο κι αν θέλει,  δεν μπορεί να ξεφύγει από τα περασμένα. Όσο κι αν πασχίζει ν’ άνοιξη τα φτερά της φαντασίας του ν’ απλωθεί, να πετάξει ψηλά (όπως σαν ήταν νιος), να πιάσει τα μεγάλα, τ’ άπιαστα, μοιραίως θα χαμηλώσει για να κουρνιάσει στη φτωχή φωλιά του και ν’ αράξει σα σ’ απάνεμο λιμάνι, ευλαβικός προσκυνητής, στ’ άγια χώματα που τον γέννησαν.

Ευχαριστώ
Η Φρόσω Ιωαννίδη γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου και ήταν κόρη του γιατρού Α. Λιάπη. Μεγάλωσε στα Γιάννινα και από νεαρή ηλικία δραστηριοποιήθηκε σε διάφορους φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Παράλληλα μέσω της δράσης της στο Λύκειο Ελληνίδων φρόντισε και για τη διάσωση της Ηπειρώτικης μουσικής παράδοσης. Συνέβαλε επίσης τα μέγιστα για την ίδρυση στη πόλη των Ιωαννίνων του βρεφοκομικού σταθμού ΠΙΚΠΑ. Στον πόλεμο του ’40 μετέτρεψε το σπίτι της σε σχολή Νοσοκόμων ενώ η ίδια την εποχή εκείνη πρωτοστατεί και εργάζεται για τη συλλογή βοήθειας προς τα μαχόμενα Ελληνικά στρατεύματα.
Και μετά τον πόλεμο όμως συνεχίζει να βοηθάει τους συμπολίτες της, αφού για ένα διάστημα εργάστηκε σε ψυχιατρικά ιδρύματα, οργάνωσε οικοκυρικές σχολές κ.α
Για τη προσφορά της αυτή το 1973 η Ένωση των Ζαγορισίων Αθηνών  την ανακήρυξε ως «Μάνα του Ζαγορίου».

το κείμενο από: http://www.iliochori.net/index.php?option=com_content&view=article&id=251:2012-10-25-07-19-31&catid=23:2009-10-27-09-09-34&Itemid=52