–  Δανάη ! Γύρισα ! Που είσαι;

( Γαμώ το, μια φορά να επιστρέψω και να μην χρειάζεται να φωνάζω) 

 

 – Που θες να είμαι; Εκεί που είμαι πάντα.

(Στο βασίλειο της κουζίνας. Που αλλού;) 

 

– Τι καλό έφτιαξες;

(Έτσι για αλλαγή κάνε μου μια έκπληξη γαμώ το που με έχεις πεθάνει στα ίδια και τα ίδια) 

– Ρεβύθια Γιάννη μου. Τετάρτη σήμερα.

(Πότε θα το μάθεις ότι τις Τετάρτες φτιάχνω πάντα όσπρια;

Ποτέ μάλλον. Άλλωστε πότε έδωσες βάση στις κινήσεις μου;)

 

– Γιατί σου είπα ότι έχω σκοπό να αγιάσω ρε Δανάη; Αμάν πια!

Κάτι σε αυτό το σπίτι, σε αυτή τη σχέση που να βγαίνει εκτός προγράμματος υπάρχει; Κάτι, ρε διάολε, να θυμίζει πως είμαστε ζωντανοί!

Δεν πάει άλλο έτσι ρε μάτια μου, δεν το βλέπεις; Δεν πάει!

Βαρέθηκα εσένα, εμένα, το πρόγραμμα, τις δόσεις, τα ίδια φαγητά, τις ίδιες λέξεις. Βαρέθηκα εμάς Δανάη μου.

 

-Βαρέθηκες. Μάλιστα. Βαρέθηκες το πρόγραμμα. Βαρέθηκες την καθημερινότητα, τη ζωή μας, εμένα.

Υπάρχει κάτι που να μην βαρέθηκες; Ε; Υπάρχει κάτι που να έμεινε όμορφο και δεν σάπισε, μέσα σου, από εμάς;

Ή δεν είμαστε πια «εμείς» αλλά «εγώ και εσύ»;

Κι΄εγώ βαρέθηκα! Στο διάολο όλα! Στο διάολο πια, δεν αντέχω!

Μια ζωή περιμένω να δω ένα χαμόγελο να καταλάβω αν είσαι ευτυχισμένος. Ένα σημάδι ότι κάτι κάνω καλά κι΄εγώ!

Μια αγκαλιά να νιώσω συντροφικότητα, ένα τρυφερό βλέμμα να δω αποδοχή. Πουθενά, τίποτα. Ένα κενό. Άδειος είσαι πια.

 

– Άδειο δε με λες. Γεμάτο με λες. Γεμάτο λογαριασμούς, χρέη, σκέψεις, ωράρια, μαλακίες.

Την ώρα που εσύ κοιτάς αν πήρε βράση το φαϊ, αν οι φιλενάδες σου χώρισαν, αν βγήκε νέα σειρά, εγώ παλεύω να τα βγάλουμε πέρα.

Τι σκατά θες να νιώσω μωρέ όταν γεμίσαμε νούμερα τη ζωή μας;

Τι όνειρα θες να κάνω όταν οι λογαριασμοί είναι στοίβα;

Ξύπνα Δανάη! Δεν άδειασα εγώ. Άδεια είναι η ζωή μας και κοιτάω απλά να επιβιώνουμε γιατί να ζούμε σαν άνθρωποι δεν υπάρχει.

 

– Και πότε δεν σεβάστηκα εγώ τον αγώνα που κάνεις για να επιβιώνουμε; Εμένα με σκέφτηκες ποτέ; Αυτό είμαι για σένα;

 Μια αργόσχολη που δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει από το να μαγειρεύει και να μαθαίνει νέα τρίτων;

Ξέρεις,  είμαι άνθρωπος και΄γω! Έχω ανάγκες!

Θέλω μια βόλτα να πάω! Μια απλή βόλτα! Τι ζητάω;

Κάπου ανάμεσα στους λογαριασμούς του ρεύματος και στις δόσεις του δανείου να τοποθετήσεις και μένα!

Μια βόλτα. Να κάτσουμε σε ένα παγκάκι,να πούμε αστεία.

Να γελάσουμε δυνατά όπως παλιά.

Να μου πάρεις παγωτό και να καταλήξουμε να το τρώμε μαζί, όπως τότε.

Ξέρεις,  τα δάκρυα που βλέπεις στα μάτια μου όταν επιστρέφεις δεν είναι από τα κρεμμύδια.

Είναι από την έλλειψη. Έλλειψη κατανόησης, αγκαλιάς, συντροφικότητας. Της έλλειψής ΣΟΥ. Γιατί είσαι απών.

Ένας παρών-απών. Τίποτε άλλο δεν είσαι.

Αμφιβάλλω αν ήσουν κάτι άλλο ποτέ.

 

-Αμφιβάλλεις αν ήμουν κάτι άλλο Δανάη;

Εγώ,πάλι, δεν αμφέβαλλα λεπτό από όταν σε γνώρισα ότι εσύ ήσουν για μένα. Ότι εσύ ήσουν η γυναίκα που ήθελα να πορευτώ στη ζωή μου. Ξέρεις ποτέ δεν μετάνιωσα γι΄αυτήν την επιλογή. Δεν ήθελα και δεν μπορούσα αλλιώς.

Ακόμα και στα χειρότερά μας η ματιά σου μου λέει ότι μαζί μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα.

Δεν ξέρω τι διάολο θα κάνουμε.

Δεν γίνεται να σκοτωνόμαστε έτσι.

Χέσε τις υποχρεώσεις, χέσε τις δουλειές του σπιτιού.

Βάλε τα καλά σου και πάμε μια βόλτα.

Έχει ωραία μέρα. Να περπατήσουμε, να μιλήσουμε, να πάμε για ένα ποτήρι κρασί.

Πάμε , Δανάη μου, πριν μας πνίξει το σπίτι και η ζωή μας.

Έλα, καρδιά μου, έλα πάμε να ανασάνουμε.

 

– Όταν γνωριστήκαμε ούτε εγώ αμφέβαλλα.

Από την πρώτη ματιά, από το πρώτο λεπτό ήξερα ότι είσαι αυτός που θέλω να μου κρατά το χέρι σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Μετά κάπου στη διαδρομή χαθήκαμε βρε αγάπη μου. Κάπου αφήσαμε τα χέρια. Αλλά ξέρεις κάτι;

Όταν κοιτάω αυτά τα μάτια σου που – όσα χρόνια και αν περάσουν παραμένουν παιδικά – βλέπω πάντα εκείνο το ερωτευμένο παλικαράκι που ήσουν τότε. Και – γαμώ το- τα αγαπάω αυτά τα μάτια. Δεν θέλω να τσακωνόμαστε ψυχή μου.

Είσαι ό,τι έχω.

Πάω να ετοιμαστώ!

Και δε θέλω να πιούμε κρασί. Παγωτό σε παγκάκι θέλω και σένα να με έχεις αγκαλιά.

Αχ! Άκου…

Άκου τι έβαλε το ράδιο!

Το λατρεύω αυτό το τραγούδι!

Πριν φύγουμε…θα με χορέψεις;

 

«- Μοιάζει μα δεν είναι αστείο.

Ένας μονόλογος για δύο.

Σε ένα θέατρο κωφών αν παίζαμε, λοιπό, θα αξίζαμε βραβείο…

 

– Πλάϊ στου κήπου τη μιμόζα

πήραμε τη γνωστή μας πόζα.

Βρήκαμε λόγια φθονερά, βέλη φαρμακερά

κι΄αρχίσαμε την πρόζα…»

 

Πηγή: http://metaximas.org/