Κάποιες φορές όλα μικραίνουν. Ο νους βαραίνει. Το μεγάλο ‘’εγώ’’ δεν υπακούει πια στις εντολές σου. Αδυνατείς να το ελέγξεις. Το φως του φεγγαριού, που επιτακτικά είχες κρύψει, σε προσπέρασε. Μια μυρωδιά καμένου πλανιέται στη σιωπή της νύχτας. Το περιφραγμένο σου δάσος πήρε φωτιά από τα δικά σου σφάλματα. Η τετραγωνισμένη σου λογική, σα να τρόμαξε λιγάκι με τόσο κάρβουνο γύρω της. Παραδέξου πως νιώθεις απαίσια. Παραδέξου έστω και μια φορά πως στερείσαι ουσίας.
Ρήμαξες μια ζωή μέσα σε κατά συνθήκη χαμόγελα, αυτοματοποιημένες συμπεριφορές και το σκληρό προσκεφάλι της πλάνης. Χαράμισες μια αγάπη μέσα στην καχυποψία. Δε δόθηκες, δεν εμπιστεύτηκες, δε νοιάστηκες. Νοιάστηκες να προστατεύεις τον εαυτό σου μόνο. Το υπερφίαλο εγώ σ’ έπεισε, πως είναι ανοησία να μοιραστείς τα κομμάτια της ψυχής τα απάτητα. Ανήκω σε μένα διαλαλούσες μαζί του και αποτραβιόσουν στην έρημο της υπερτιμημένης σου αυθεντίας. Μια άφαντη όαση απατηλής υπεροχής, εμπειριών και προσωπικού κέρδους αναζητούσες, για να αντιληφθείς τελικά πως δεν μπορείς να ζήσεις έτσι. Για να συνειδητοποιήσεις πως από το όλα ή τίποτα της δανεικής θεωρίας, έμεινε το τίποτα. Τίποτα δε περιστρέφεται πλέον γύρω από το πρόσωπό σου. Ούτε εχθρός, ούτε φίλος ενδίδει πια στις ιδέες και στις συμπεριφορές σου. Σκορπίστηκε το παραχαϊδεμένο σου εγώ σε απολαύσεις, που στο εξής δεν έχουν να σου προσφέρουν απόλαυση καμιά.
Δε ξέρω αν το έχεις καταλάβει αλλά μόλις κέρδισες. Κέρδισες το χαμένο σου εαυτό. Μέσα στις στάχτες σου, βρήκες εσένα. Αυτό που πραγματικά είσαι. Την υπαρξιακή σου αλήθεια. Νικήθηκε το μεγάλο ‘’εγώ’’, που σε τύφλωνε. Κρύφτηκε πίσω από την ψυχή κι απ’ αυτή τη στιγμή τα πάντα ανατρέπονται. Αρχίζει να ξεβάφει το γκρι του ουρανού σου. Γκρεμίζονται μεμιάς τα τείχη, που τόσο επίμονα ύψωνες. Τώρα ζητάς να χτίσεις γέφυρες. Να αφουγκραστείς τα λάθη σου, να ζητήσεις συγνώμη, να τσαλακωθείς, να ζήσεις. Τώρα λαχταράς να ανοίξεις πόρτες και παράθυρα, να ραντίσεις το είναι σου με φως, να πλάσεις τον κόσμο σου από την αρχή. Μια απόφαση είναι ολόκληρη η ζωή… Τώρα έμαθες…
Σμαρώ Νότου*
Γεννήθηκα στο Σιτοχώρι, ένα μικρό χωριό του νομού Σερρών.. Νοσηλεύτρια στο επάγγελμα, αν έμαθα κάτι καλά στη ζωή είναι να συνυπάρχω με τον πόνο. Εκ φύσεως και πεποιθήσεως ρεαλίστρια, εξωστρεφής, αισιόδοξη και αμετανόητα ρομαντική. Πνεύμα αθεράπευτα ανήσυχο και μια μεγάλη καρδιά, που μπορεί και αντέχει να δίνει. Λατρεύω τα παιδιά μου, τα ταξίδια, τη θάλασσα, τους δοτικούς ανθρώπους, το καλοπροαίρετο χαμόγελο και κάθε τι που με κάνει να υπάρχω και να εξελίσσομαι. Το να γράφω είναι τα φτερά και το καταφύγιό μου. Είναι η ανάγκη μου να βγάλω, να πω, να φωνάξω όσα κρύβω μέσα μου κι όσα γύρω μου με πονούν. Αρνούμαι πεισματικά να στριμώχνομαι στο περιθώριο, να ζω με αυταπάτες και να αγοράζω με »εκπτώσεις». Μoto μου το ‘’Ότι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό’’