Τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου το 1974, οπότε οι Τούρκοι κατέλαβαν το 36% του νησιού, έχουν αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στον Ελληνισμό, για δύο κυρίως λόγους. Κατά πρώτον, για πρώτη φορά μετά το 1922 ο Ελληνισμός υπέστη στρατιωτική ήττα και απώλεσε εθνικό έδαφος (ό,τι κερδίζεται στο πεδίο της μάχης δύσκολα επιστρέφεται με διαπραγματεύσεις).
Κατά δεύτερον, οι Έλληνες αισθάνθηκαν ότι έχασαν, χωρίς στην ουσία να έχουν αγωνισθεί, όπως θα έπρεπε και όπως θα ήθελαν. Κάτι τέτοιο, μαζί με όσα επακολούθησαν μετά το 1974, έχει οδηγήσει σε μια αίσθηση αδυναμίας απέναντι στην Τουρκία. Μολαταύτα, οι αιτίες που προκάλεσαν την ήττα το 1974 δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς μέχρι σήμερα.
Αφενός μεν, επειδή ο παρελθών χρόνος δεν είναι επαρκής για σοβαρή ιστορική σε βάθος έρευνα, αφετέρου δε, διότι στο δημόσιο λόγο τα γεγονότα του 1974 σκεπάσθηκαν με μια ομίχλη συνωμοσιολογίας. Η Ελλάδα δεν αναζήτησε τους ενόχους της τραγωδίας και φθάσαμε στο σημείο να χρεώσουμε την ήττα μας μόνο στον Χένρι Κίσινγκερ. Στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου θα αναφερθούμε σε ορισμένες μόνο πτυχές της ήττας.
Η Κύπρος αποτελεί σημαντικό κομμάτι του Ελληνισμού, κάτι που με τον πιο εύστοχο και λυρικό τρόπο έθεσε ο Γιώργος Σεφέρης: «Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου». Δηλαδή η Ελλάδα δεν υπερασπίσθηκε την Κύπρο, παρότι πρόκειται για συμφέρον επιβιώσεως του Ελληνισμού και όχι για φιλανθρωπική πράξη, με την χριστιανική έννοια.
Η Κύπρος και το εθνικό συμφέρον
Σε αντιδιαστολή, η Βρετανία ανέλαβε την εκστρατεία για την απελευθέρωση των Φώκλαντς, στα οποία κατοικούσαν 1813 Βρετανοί και μερικές χιλιάδες πρόβατα, διακινδυνεύοντας το σύνολο του στόλου της σε απόσταση 13.000 χιλιομέτρων, έως τον Νότιο Ατλαντικό. Το ότι νίκησε είναι εκ των υστέρων σοφία, διότι η σύγκρουση κρίθηκε τελικά από μία κλωστή. Η Αργεντινή κατέλαβε τα Φώκλαντς και στη συνέχεια τα υπερασπίσθηκε, χωρίς να έχει ούτε καν πρόβατα στα νησιά.
Πέραν τούτου, η Ελλάδα είχε και ζωτικό στρατηγικό συμφέρον να υπερασπισθεί την Κύπρο, για δύο λόγους. Ο πρώτος οφείλεται στη θέση και την εγγύτητά της προς την Τουρκία, όντας αυτός που φοβάται η γειτονική χώρα: αν η Ελλάδα ήλεγχε την Κύπρο, θα ήταν σε θέση να προσβάλει το “μαλακό υπογάστριο” της Τουρκίας και να θέσει σχεδόν όλη την τουρκική επικράτεια εντός της εμβελείας των αεροσκαφών ή των πυραύλων της. Κάτι τέτοιο θα προσέδιδε ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα, κατάσταση που η Τουρκία μέχρι τώρα έχει καταφέρει να αποτρέψει.
Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με την ευρύτερη γεωστρατηγική αξία της Κύπρου. Τυχόν έλεγχος του νησιού από την Ελλάδα, θα της επέτρεπε να αυξήσει, όχι μόνο το γόητρό της, αλλά και τη διαπραγματευτική της ισχύ στη διεθνή κοινότητα. Η απόφασή της να μην υπερασπισθεί την Κύπρο, τραυμάτισε έκτοτε πολύ σοβαρά την αυτοπεποίθηση και την αποτρεπτική της φήμη.
Η κατάσταση σήμερα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν πολύ διαφορετική, αν η Ελλάδα είχε επέμβει στην Κύπρο. Ωστόσο, οι δύο παραπάνω λόγοι, οι σχετικοί με τη στρατηγική αξία της Κύπρου, συνήθως απουσιάζουν από τον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα και δεν αποτέλεσαν μέρος της εθνικής στρατηγικής. Η Ελλάδα, από την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ, δεν είχε εκπονήσει κάποια συγκεκριμένη στρατιωτική στρατηγική για την Κύπρο, ούτε όμως και αργότερα.
Η απουσία ελληνικής στρατηγικής
Το ζήτημα της Ένωσης της Κύπρου δεν θεωρήθηκε ως στρατιωτικό πρόβλημα για την Ελλάδα και δεν εξετάσθηκε η στρατιωτική πτυχή του. Το 1964 και το 1967 η Ελλάδα και η Τουρκία έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου για την Κύπρο. Η Τουρκία, παρά τις απειλές για απόβαση, δεν διέθετε τότε αποβατικές, ή αεραποβατικές δυνατότητες. Στη δεκαετία που μεσολάβησε επένδυσε σε αυτές τις δυνατότητες και το 1974 ήταν έτοιμη.
Αντίθετα, η ελληνική πλευρά το 1974 εμφανίσθηκε να χρησιμοποιεί λιγότερες δυνατότητες, σε σχέση με το 1964. Η δύναμη επιπέδου μεραρχίας που απεστάλη το 1964 αποσύρθηκε το 1967, ενώ και η αποστολή αεροσκαφών F-84F, Harvard (T-6G) και RF-84F που πραγματοποιήθηκε το 1964 απουσίαζε το 1974 (όπως και οποιαδήποτε αεροπορική υποστήριξη). Πάντως η Ελλάδα υποκύπτοντας το 1967 στον τότε εκβιασμό, έπεισε την τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ότι δεν είχε την πρόθεση να πολεμήσει για την Κύπρο.
Μέχρι την τουρκική εισβολή, δεν υπήρξε κάποια στρατηγική, παρά μόνο ένας κατάλογος ενισχύσεων από το 1968, ο οποίος δεν ήταν καν ενταγμένος σε κάποιο σχέδιο εκστρατείας. Μετά το 1974, εξαγγέλθηκε με τυμπανοκρουσίες το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, που ήταν στην ουσία δήλωση πολιτικής και όχι στρατιωτική στρατηγική, μολονότι με βάση το δόγμα υλοποιήθηκαν κάποιες αποσπασματικές ενέργειες.
Η τουρκική εισβολή
Το 1974 και σε διάστημα 28 ημερών, από τις 20 Ιουλίου μέχρι τις 16 Αυγούστου, οι Τούρκοι διεξήγαγαν επιχειρήσεις στην Κύπρο και η Ελλάδα δεν προέβη σε οποιαδήποτε ουσιαστική ενέργεια για να τους εμποδίσει. Οι αρχηγοί των επιτελείων, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Ευάγγελου Αβέρωφ, ισχυρίσθηκαν στις 2 Αυγούστου ότι ο (πολιτικός) σκοπός ήταν η αποφυγή του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Επομένως δεν έπρεπε να αποσταλούν ενισχύσεις στην Κύπρο (στρατιωτικός σκοπός), για να μην εμπλακούν στον αγώνα. Ένα τέτοιο επιχείρημα όμως, πέραν του ότι είναι ανήθικο, επιπλέον στερείται λογικής. Η Ελλάδα, με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου, προ(σ)καλεί την τουρκική εισβολή, δεν στέλνει ενισχύσεις για την απόκρουση της εισβολής, για να μην προκληθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος, μολονότι ελληνικές δυνάμεις προσβάλλονταν από τους Τούρκους!
Η ίδια περίπου λογική επικράτησε και με την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, αν και είναι γεγονός ότι η στρατιωτική κατάσταση ήταν πλέον δυσμενέστερη για την Ελλάδα. Το επιχείρημα συνοψίζεται ως εξής: Δεν υπερασπιζόμαστε την Κύπρο επειδή η Τουρκία έχει "γεωγραφικά πλεονεκτήματα" και η αντιμετώπιση των Τούρκων ήταν αδύνατη, λόγω αποστάσεως και τετελεσμένων γεγονότων.
Παρατηρούμε δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση μία αντιστροφή των όρων για τους οποίους διεξάγεται ο πόλεμος. Μία χώρα εμπλέκεται σε πόλεμο για να υπερασπισθεί συμφέροντα επιβιώσεως, ή ζωτικής σημασίας. Αν η Κύπρος, μείζον τμήμα του Ελληνισμού, δεν υπάγεται στα συμφέροντα επιβιώσεως ή τα ζωτικά της Ελλάδας, τότε είναι να απορεί κάποιος για ποιο λόγο η χώρα θα χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της ισχύ.
Το γεωγραφικό επιχείρημα
Η απόσταση της Κύπρου από την Ελλάδα έχει χρησιμοποιηθεί ως το κύριο επιχείρημα για την ελληνική αδράνεια. Πέραν όμως του ότι δεν υφίσταται γεωγραφικός ντετερμινισμός, η γεωγραφία δεν προσφέρει μόνο πλεονεκτήματα στη μία πλευρά και μειονεκτήματα στην άλλη. Η Κύπρος, είναι αλήθεια ότι βρίσκεται πολύ εγγύτερα της Τουρκίας, σε σχέση με την Ελλάδα, απέχοντας 70 χιλιόμετρα από τις πλησιέστερες τουρκικές ακτές και 400 από τη Ρόδο.
Επομένως η τουρκική αεροπορία είχε το πλεονέκτημα της μικρότερης απόστασης, διότι από την Κυρήνεια το Ιντσιρλίκ απέχει 270 χιλιόμετρα και η Αττάλεια 280, ενώ από την Κυρήνεια το αεροδρόμιο της Ρόδου απέχει 470 χιλιόμετρα, του Καστελλίου 740 και της Σούδας 870. Το περίφημο όμως γεωγραφικό πλεονέκτημα είναι μόνο ένας παράγοντας στην αντιπαράθεση.
Όταν αναφερόμαστε σε αποστάσεις για την αεροπορία, και για να θέσουμε το ζήτημα σε μία συγκριτική προοπτική, ας έχουμε υπόψη μας ότι η αεροπορία της Αργεντινής διεξήγαγε το 1982 τον πόλεμο για τα Φώκλαντς, επιχειρώντας από τέσσερα αεροδρόμια, τα οποία απείχαν πάνω από 700 χιλιόμετρα από τα νησιά. Δηλαδή οι Αργεντινοί υπερασπίσθηκαν τα Φώκλαντς, παρά το γεγονός ότι ήταν πιο μακριά για εκείνους, απ’ ότι η Κύπρος από την Ελλάδα.
Όσοι δε θεωρούν τη χρονική διάρκεια των 5 έως 10 λεπτών των αεροσκαφών επάνω από τους στόχους ως πολύ μικρή, να έχουν υπόψη τους ότι οι Αργεντινοί διεξήγαγαν πόλεμο στα Φώκλαντς επί 45 ημέρες, με χρόνο υπεράνω στόχων των αεροσκαφών τους μικρότερο των 10 λεπτών. Η Ελλάδα από το 1964 μέχρι το 1974 δεν έλαβε κάποιο ουσιαστικό μέτρο για να αντισταθμίσει το γεωγραφικό μειονέκτημα. Ούτε όμως και από το 1974 και μετά έχει κάνει σημαντική πρόοδο ώστε να αυξήσει την επιχειρησιακή της εμβέλεια, αν και έχουμε συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και στο δημόσιο διάλογο ακούγονται διάφορες απόψεις.
Το σοβαρότερο συμπέρασμα εκτιμάται ότι είναι η φοβία της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Είναι η αδυναμία της να αξιολογήσει και να διαχειρισθεί, κυρίως πολιτικά αλλά και στρατιωτικά, τη στρατιωτική της ισχύ και όχι το γεγονός ότι δεν διέθετε όντως τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνατότητες για να εμποδίσει την εισβολή. Το ζήτημα αυτό υφίσταται ήδη από το 1967 και συνέχιζε να ενυπάρχει και μάλιστα με αυξανόμενη ένταση και το 1974. Εν πολλοίς το 1974 η αναλογία δυνάμεων ήταν ευνοϊκή, πολύ ευνοϊκότερη σε σχέση με τη σημερινή, η Ελλάδα όμως δεν διέθετε τη θέληση να αντιπαρατεθεί στην Τουρκία, επικαλούμενη διάφορες δικαιολογίες.
*Ο Παναγιώτης Γκαρτζονίκας είναι αντιστράτηγος ε.α. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων ως αξιωματικός των τεθωρακισμένων. Έχει διοικήσει σε όλα τα επίπεδα από τη διμοιρία μέχρι τη μεραρχία. Διετέλεσε διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας και της 88 Στρατιωτικής Διοικήσεως Λήμνου. Έχει υπηρετήσει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Έλαβε μέρος σε αποστολές στην Παλαιστίνη και στο Αφγανιστάν. Απέκτησε δυο μεταπτυχιακούς τίτλους από το Monterey της California (NPS) στις Στρατηγικές Σπουδές (ΜΑ) και στην Αμυντική Ανάλυση (MSc). Είναι συνεργάτης της Σχολής Εθνικής Άμυνας και υποψήφιος διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Επιπλέον είναι διευθυντής του περιοδικού στρατιωτικής στρατηγικής “Στρατηγείν” (https://strategein.gr/) καθώς επίσης ιδρυτής και πρόεδρος της Advanced Battlefield Studies - GREECE.