Ηρθα πρόσφυγας.
  

«Νικόλαος Χειράκης λέγομαι, εκ Κουκουλζά Μικράς Ασίας. Το '22 ήμουνα 10 χρονών και τα θυμάμαι όλα. Οι "τσέτηδες" του μπεχλιβάνη μπήκανε οτο χωριό μας Σάββα, το 10 η ώρα το πρωί.

Ο πατέρας μου. ο Κώστας, τους είδε που 'ρχονταν από τ' αμπέλια. "Φευγάτε, έρχονται οι Τούρκοι", μας είπε.

Τσέτες 1922

Η μάνα μου. η Ελένη, πήρε εμένα και τις δυο αδερφές μου και βγήκαμε σε ένα μέρος στη Σμύρνη που το λέγανε μπιραρία. Ύστερα, επειδή φοβηθήκαμε από τη φωτιά πον ερχόταν καταπάνω μας, φύγαμε και πήγαμε σε ένα φιλικό μας σπίτι. Και την άλλη μέρα. επειδή πάλι η φωτιά πλησίαζε, πήγαμε πιο πέρα. Να μη σου τα πολυλογώ, εκείνο που θυμάμαι, και θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω, είναι που την παραμονή του Σταυρού, στις 13 Σεπτέμβρη, κοιμηθήκαμε μέαα στα μνήματα για να μη μας βρούνε οι Τούρκοι.    

Σμύρνη: Σεπτέμβριος 1922

Την άλλη μέρα μπήκαμε στα καράβια. Πήγαμε Χίο. πήγαμε Μυτιλήνη. Δεν μας δέχθηκαν, και ύστερα από μια μέρα πιάσαμε στη Σύρο. Ούτε εκεί κατεβήκαμε. Το καράβι μας πήγε ακόμη πιο πέρα, στην Πάρο. Μείναμε οκτώ μέρες εκεί, και ύστερα με άλλο καράβι ήρθαμε στον Πειραιά.
  

Χίος: Σεπτέμβριος 1922                                                                                       Μυτιλήνη: Σεπτέμβριος 1922

Ο πατέρας μου, που ήταν βοσκός, έμεινε να γλιτώσει τα ζώα πίσω. Ύστερα από 40 μέρες βγήκε με κάτι χωριανούς του στη Σάμο. Εμείς τον μόνο που ξέραμε στην Αθήνα ήταν ο νονός μου. Είχε ένα περιβόλι στα Σεπόλια. Εκεί πήγαμε. Μείναμε λίγο καιρό και ύστερα μας φιλοξένησε μια οικογένεια στα Λιόσια. Εκεί, κι αφού πια είχαν περάσει 6 μήνες αφ' ότου φύγαμε από τη Σμύρνη, ήρθε και μας βρήκε ο πατέρας μου.

Χαρά που κάναμε εμείς τα παιδιά... Ο πατέρας έπιασε δουλειά σ' ένα νταμάρι. Ένα απόγευμα που γυρνάγανε μαζί με κάτι άλλους εργάτες, του πρότειναν να πάει για κρασί μαζί τους. Δεν θέλησε. Πήδησε από τ' αμάξι και τον πάτησε λίγο η ρόδα. Τον φέραμε στο 4ο Προσφυγικό Νοσοκομείο, που ήταν εδώ στη Βασιλίσσης Σοφίας. Πέθανε σε οκτώ μέρες. Από τέτανο, μας είπαν.

Την άλλη μέρα, πήγα για δουλειά. Πήρα ένα καλάθι, φόρτωσα δέκα οκάδες πατάτες, το 'ριξα οτον ώμο και βγήκα στο σεργιάνι. Θυμάμαι 'κονόμησα ένα ολόκληρο τάλιρο, μεγάλη υπόθεση τότε.

Ύστερα, ήρθα και δούλεψα εδώ, στην Καισαριανή, που φτιάχνανε τα σπίτια με τις πλίθρες. Κουβάλαγα πλίθρες κι έπαιρνα μεροκάματο 10 φράγκα. Είδα πώς παίρνανε τα σπίτια και πήραμε κι εμείς ένα. Επειδή ήμασταν λίγοι, πιάσαμε ένα με μια άλλη οικογένεια: δώδεκα νομά-τοι σε δυο δωμάτια. Σπίτι τώρα, να το κάνει ο Θεός. Ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα. Ερχόταν μια φορά τη βδομάδα ένα φορτηγό, ξεφόρτωνε, παράθυρα, να πούμε, κι όποιος προλάβαινε έπαιρνε...

 

Καισαριανή: 1923

Ύστερα δούλεψα παραγιός σε ένα μπακάλικο και μετά έκανα και το μαναβάκι στον δρόμο. Το '32 πέθανε ο γαμπρός μου, που είχε μπακάλικο στα Φιλαδέλφεια, και πήρα το μαγαζί. Δεν πήγε καλά όμως και ύστερα από δυο χρόνια το 'κλεισα.

ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 1934: 12ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑ  ΤΟΥ ΑΠΕΦΕΡΕ ΤΗ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ (ΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΣΟΥΣΤΑ). ΧΟΡΤΑ ΚΑΙ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ ΜΑΖΕΜΕΝΑ  ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΛΑΝΟΜΕΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ.

ΠΟΣΟ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΕΙΜΑΙ ΠΟΥ ΣΕ ΕΙΧΑ ΠΑΤΕΡΑ, Χαράλαμπος Χειράκης,

Το '34 παντρεύτηκα την κυρα-Βασιλική, τη γυναίκα μου, κι αγόρασα άλογο με σούστα.

Έκανα πάλι τον μανάβη. Το '37 χώρισα το μισό σπίτι και το 'κανα μαγαζί μπακάλικο και στ' άλλο μισό μέναμε.

 1934, παντρεύτηκε την Κυρα-Βασιλική

Το '39 με πήρανε φαντάρο, αγύμναστο. Γέννησε και η γυναίκα μου, κι έκανε δίδυμα. Μόλις γίνανε έντεκα μηνών τα δίδυμα πεθάνανε. μέσα σε μια μέρα.

Τι να σου λέω τώρα... Μετά τον πόλεμο, πάλι στο μπακάλικο, πήγε καλά η δουλειά, το κράτησα ως το '79.

Πώς περάσαμε; Αφρισμένα κύματα ήταν όλη μας η ζωή στην προσφυγιά, παιδάκι μου. Να μη σ' αξιώσει ο Θεός να ζήσει; τόσες κακουχίες. Και να μη σ' αξιώσει ο Θεός να δεις εκείνο το άγριο, κόκκινο πράγμα που είχε ζώσει όλη τη Σμύρνη και χύμαγε να μας κάψει, ζωντανούς...».

 

 

* Ο Χαράλαμπος Χειράκης είναι Αντιπτέραρχος (Ι) ε.α., Δντής Δημοσίων Σχέσεων του Συνδέσμου Αποφοίτων της Σχολής Ικάρων.

Τη συνέντευξη του ο πατέρας μου, όπως τα περιγράφει  εκεί τα έλεγε και εμένα . Όταν αποστρατευτικα πήγα στη Σμύρνη και βρήκα το σπίτι του μόνο από τις περιγραφές του Τα έζησε όλα πολύ έντονα, και ευχαριστώ τον θεό που απότισα φόρο τιμής στον πατρικό μου τόπο!