Οι συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής του Δεκεμβρίου ολοκληρώθηκαν, η ανάληψη του προεδρικού αξιώματος από τον υποψήφιο Πρόεδρο Biden δρομολογείται και επί του παρόντος τουλάχιστον, η Τουρκία, μετά από ένα κρεσέντο διαρκείας προκλητικών ενεργειών και δηλώσεων προς κάθε κατεύθυνση, φαίνεται (ακόμη) να μην επιλέγει την πιθανολογούμενη περαιτέρω όξυνση στα ελληνοτουρκικά.Φυσικά δεν είναι οι ανύπαρκτες ευρωπαϊκές κυρώσεις ούτε όμως και οι σημαντικότατες παρενέργειες μιας ενδεχόμενης αυστηρής εφαρμογής των προβλέψεων του αμερικανικού CAATSA αυτές που ευθύνονται για την «συγκρατημένη» τουρκική τάση του τελευταίου δεκαημέρου.
Ούτε διαφαίνεται οποιαδήποτε μεταστροφή της αναθεωρητικής και επεκτατικής τουρκικής πολιτικής. Η ισλαμική Τουρκία επιδιώκει να καταστεί περιφερειακή δύναμη με ηγετικό ρόλο στο σουνιτικό κόσμο και στο τουρκογενή χώρο με συνδυαστική χρησιμοποίηση «σκληρής» και «ήπιας» ισχύος και με ευρεία διαστρέβλωση των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Η πολιτική της αυτή προκαλεί ανησυχία σε γείτονες και λοιπές υποψήφιες περιφερειακές δυνάμεις ενώ η ενεργή εμπλοκή της Άγκυρας αναπόφευκτα δημιουργεί εντάσεις, αντιδράσεις και αντισυσπειρώσεις.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι προσπάθειες ανάδειξης της Τουρκίας λαμβάνουν χώρα σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τη μετατόπιση του στρατηγικού προσανατολισμού πολλών δυνάμεων προς τον Ειρηνικό και το σταδιακό περιορισμό της γεωστρατηγικής (και λιγότερο της οικονομικής) σημασίας της Ευρώπης. Αντίστοιχα φαίνεται να περιορίζεται και η ενεργειακή σημασία της ευρύτερης Μέσης Ανατολής χωρίς αυτό να εμποδίζει την εμφάνιση αρκετών τοπικών δυνάμεων που επιθυμούν -μόνες τους ή σε συνεργασία- να διαδραματίσουν δυσανάλογο περιφερειακό ρόλο (Σαουδική Αραβία, Ιράν, ΗΑΕ, Πακιστάν, Αίγυπτος). Ανάλογες τάσεις εμφανίζονται από ορισμένες χώρες της Ασίας ενώ εκτιμάται ότι θα δούμε σύντομα και έναν αντίστοιχο -αλλά ολιγάριθμο- αριθμό δυναμικά εμφανιζόμενων αφρικανικών χωρών. Αναπόφευκτα η ύπαρξη πυρηνικών ικανοτήτων και τεχνογνωσίας θα καταστεί η εκ του άνευ απόδειξη ισχύος και βούλησης ανάληψης περιφερειακού ρόλου.
Διαθέτει όμως η σημερινή Τουρκία τις δυνατότητες ανάδειξης της σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Πράγματι η Τουρκία διαθέτει πολλά στοιχεία ικανά να υποστηρίξουν αυτήν την επιδίωξη χωρίς να απουσιάζουν αδυναμίες αλλά και πληθώρα δυνητικών αντιπάλων. Σημασία όμως δεν έχει μόνο τι μπορεί αντικειμενικά να επιτύχει η Τουρκία αλλά και τι γνώμη έχουν οι ίδιοι οι Τούρκοι αλλά και οι επηρεαζόμενοι λαοί.
Εν συνεχεία θα πρέπει να εξεταστεί το ερώτημα αν η χώρα μας θεωρείται από την Άγκυρα ως βασικός αντίπαλος στην προσπάθεια της αυτή και ποιες οι σε βάρος μας τουρκικές στρατηγικές επιδιώξεις. Πραγματικά από πλευράς ισχύος η Ελλάδα αποτελεί τον πλέον επίφοβο αντίπαλο της Άγκυρας καθώς μια γενικευμένη σύρραξη ενέχει την αβεβαιότητα της έκβασης με πιθανή τη δημιουργία ανεξέλεγκτων αντιδράσεων και συνεπειών. Καίτοι στο παρελθόν η Άγκυρα επέσεισε επιτυχώς την απειλή γενικευμένης σύρραξης έναντι της χώρας μας, με αποτέλεσμα τη συνήθη ελληνική αναδίπλωση, μάλλον δεν αποτελεί τουρκική επιλογή μια παρόμοια κατάληξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αναλάβει το σχετικό ρίσκο αν χρειαστεί, κυρίως παρακινούμενη από τη διαχρονική ελληνική διστακτικότητα εμπλοκής αλλά και την παρότρυνση των πρόσφατων ριψοκίνδυνων επιτυχημένων -μέχρι στιγμής- επιλογών. Να επισημάνουμε ότι αυτή η -επί δεκαετίες- ελληνική στρατηγική της αποφυγής της σύγκρουσης επιλέχθηκε από το σύνολο του πολιτικού κόσμου (εκ της θέσεως της υπεύθυνης εκλεγμένης ηγεσίας) με τη σύμφωνη -ως επί το πλείστον- γνώμη των στρατιωτικών ηγεσιών. Δεν αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης η αποτελεσματικότητα αυτής της πολιτικής καθώς αμφότερες οι πλευρές (σύγκρουσης-μετριοπάθειας) έχουν να παρουσιάσουν λογικά επιχειρήματα. Εκτιμώ όμως ότι η αποφυγή μείζονος ελληνοτουρκικής σύγκρουσης επετεύχθη χάρη της αξιόπιστης ελληνικής αμυντικής αποτροπής αλλά και της ελληνικής αυτοσυγκράτησης (ή ακόμη και υποχωρητικότητας) όταν η πρώτη (αποτροπή) εμφάνιζε κενά.
Σήμερα όμως η Τουρκία εμφανίζεται με μια μαξιμαλιστική ατζέντα σε βάρος της Ελλάδος με ένα ευρύ φάσμα διεκδικήσεων εκτεινόμενων από τη μερική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας μας μέχρι τον περιορισμό ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε τελευταία ανάλυση την «φινλανδοποίηση» μας αλλά και την «εξαφάνιση» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βασικές στοχεύσεις της Άγκυρας είναι η συνδιαχείριση του Αιγιακού χώρου και ο κυρίαρχος ρόλος της στην Ανατολική Μεσόγειο με παράλληλη ευνοϊκή λύση του κυπριακού που επί της ουσίας θα ενδυναμώσει την τουρκική θέση στην περιοχή. Οι πολυπληθείς τουρκικές διεκδικήσεις (εύρος χωρικών υδάτων, εναέριος χώρος, όρια FIR, περιοχές έρευνας και διάσωσης, γκρίζες ζώνες, αποστρατικοποίηση νήσων, θαλάσσια σύνορα, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα κλπ) εξυπηρετούν τους παραπάνω δύο βασικές στοχεύσεις.
Με αυτά τα δεδομένα και για το επόμενο χρονικό διάστημα πρέπει να αναμένουμε μια μερική τουρκική αυτοσυγκράτηση με σκοπό την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών Ελλάδος-Τουρκίας ή μια ξαφνική (επανα) αναζωπύρωση των τουρκικών προκλήσεων;
Καμία εξέλιξη δεν μπορεί να αποκλειστεί και φυσικά επιβάλλεται να προετοιμαζόμαστε για την χειρότερη εξέλιξη. Υπό τις σημερινές προϋποθέσεις δεν φαίνεται εφικτή οποιαδήποτε πρόοδος σε ενδεχόμενες διερευνητικές συνομιλίες. Καθώς οι διαφορές εμφανίζονται αγεφύρωτες, αμφότερες οι πλευρές επιδιώκουν την χρήση της «εποικοδομητικής συμμετοχής» ως όπλο για την ενίσχυση των διεθνών ερεισμάτων τους. Αντίστοιχη κατάσταση και στις προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Είναι γεγονός ότι μια θετική εξέλιξη στην πορεία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος θα έδινε ανάλογη θετική δυναμική και στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Το εκλογικό αποτέλεσμα στα «κατεχόμενα» και κυρίως οι προκλητικές δηλώσεις και ενέργειες της Άγκυρας μάλλον δεν αποτελούν μόνο προσπάθεια αύξησης της διαπραγματευτικής πίεσης αλλά είναι απόρροια της περαιτέρω σκλήρυνσης των τουρκικών θέσεων ως συνέπεια της αυξανόμενης τουρκικής αυτοπεποίθησης.
Ούτε όμως μια άμεση νέα όξυνση στην Ανατολική Μεσόγειο, με επιστροφή των τουρκικών ερευνητικών σκαφών δεν θα επέφερε τα επιζητούμενα αποτελέσματα για την Άγκυρα καθώς η χώρα μας αποφεύγει (και ορθώς) την στρατιωτική εμπλοκή στον εκατέρωθεν «διεκδικούμενο» χώρο πέρα των 6 ναυτικών μιλίων. Η εμφάνιση όμως γεωτρύπανου στις περιοχές αυτές θα ανέβαζε κατακόρυφα τον πήχη της πρόκλησης αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ελληνικής αντίδρασης ανοικτά. Τυχόν δε παραβίαση της περιοχής της περικλειόμενης στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, (περιοχής με επιχειρησιακά υπέρ ημών πλεονεκτήματα), θα πρέπει να καταστεί γνωστό και κατανοητό στην Άγκυρα ότι θα αποτελέσει αιτία δυναμικής αντίδρασης εκ μέρους μας με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Εκτιμάται ως πιθανή η προσωρινή αποφυγή ακραίων τουρκικών προκλήσεων με παράλληλη συνέχιση των παραβατικών ενεργειών πέριξ της Κύπρου. Με τον τρόπο αυτό θα επιδιωχθεί η εμφάνιση καλών προθέσεων εκ μέρους της Άγκυρας προς τη διεθνή κοινότητα με στόχο τον εξαναγκασμό της Αθήνας να προσέλθει στην επανάληψη των διερευνητικών συνομιλιών ενώ παράλληλα θα συντηρούνται χαμηλής κλίμακος τουρκικές προκλήσεις, αφενός ως μέσον πίεσης προς τον Ελληνισμό και αφετέρου για ικανοποίηση του τουρκικού ακροατηρίου. Ταυτόχρονα θα υπάρξει μια πρώτη εκτίμηση της πορείας της νέας αμερικανικής διοίκησης και των θέσεων που αυτή θα επιλέξει έναντι της Τουρκίας. Μια προσωρινή ανάπαυλα ενδεχόμενα να αποτελεί και την τουρκική «ανταμοιβή» προς την πρόσφατη γερμανική τοποθέτηση στη Σύνοδο Κορυφής. Σε κάθε περίπτωση οι τουρκικές κινήσεις θα εξαρτηθούν εν πολλοίς και από την εξέλιξη των αμερικανορωσικών σχέσεων και τις επιλογές του νέου αμερικανού Προέδρου. Οι τελευταίες μάλλον θα προσδιορίσουν και μέχρι ενός βαθμού, τη στάση της άτολμης Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η επανάληψη των διερευνητικών συνομιλιών δεν πρέπει να δαιμονοποιείται από την Ελλάδα παρά τους υπαρκτούς κινδύνους. Οι επαφές πλέον της ευκταίας, αλλά απίθανης σήμερα, στόχευσης ομαλοποίησης των σχέσεων και εξεύρεσης διαδικασίας επίλυσης των διαφορών, πρέπει να αντιμετωπίζονται και ως τακτική προβολής των ημετέρων καλών προθέσεων και κατάδειξης των ανυπόστατων τουρκικών ισχυρισμών. Παράλληλα πρέπει να αξιοποιηθούν για την εξεύρεση χρόνου για την ενίσχυση των ελληνικών αμυντικών δυνατοτήτων, στην κατεύθυνση που η κυβέρνηση φαίνεται -έστω και καθυστερημένα- να έχει αποδεχθεί ως αναγκαία. Σίγουρα η προσπάθεια αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητη από την Άγκυρα και η κοινή λογική επιτάσσει την (επανα) δημιουργία προκλήσεων και ει δυνατόν τετελεσμένων, πριν την ενίσχυση της ελληνικής πλευράς.
Εκτιμώ λοιπόν ότι θα δούμε μια προσωρινή περίοδο (τρίμηνη) αποφυγής ακραίων τουρκικών προκλήσεων και προσπαθειών (και πιέσεων) επανέναρξης των διερευνητικών συνομιλιών. Η προσωρινή αυτή σχετική νηνεμία σύντομα θα καταρρεύσει και μάλλον εντυπωσιακά, κατόπιν της αναμενόμενης αποτυχίας των διερευνητικών συνομιλιών ή κατόπιν της ελληνικής άρνησης να συμμετάσχει υπό το καθεστώς απειλών και παραβιάσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος αυτός θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την πολλαπλή ενίσχυση των ελληνικών θέσεων. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην απόδοση ευθυνών (εκ μέρους τρίτων) για την κατάρρευση ή την μη έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών. Στο διάστημα αυτό επιβάλλεται η ενίσχυση των διπλωματικών σχέσεων, η αξιοποίηση συνεργασιών, η προβολή των θέσεων μας, η ενδυνάμωση του εσωτερικού μετώπου και κυρίως η αύξηση των αμυντικών δυνατοτήτων με γνώμονα τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας εκμεταλλευόμενη και την ένεκα της πανδημίας, οποιαδήποτε χαλάρωση των εξωτερικά επιβληθέντων δημοσιονομικών περιορισμών.
Φυσικά ο αντίπαλος αντιλαμβάνεται τις στοχεύσεις μας και διαθέτει στην φαρέτρα του πλήθος «όπλων» που μπορεί να χρησιμοποιήσει σε βάρος μας. Έχει δείξει ότι δεν στερείται ευρηματικότητας ξεκινώντας από τις κλασσικές μεθόδους προβολής στρατιωτικής ισχύος, τις πολυπληθείς καταγγελίες σε βάρος της Ελλάδος, την χρήση σκαφών που τυχαία προσαράζουν (Ίμια), φθάνοντας μέχρι και την παρακίνηση ορδών απελπισμένων ανθρώπων (προσπάθεια μεταναστευτικής εισβολής στον Έβρο)! Παραταύτα, επί του παρόντος, η Άγκυρα δείχνει μια αυτοσυγκράτηση σε προσπάθειες δυναμικής κινητοποίησης των ελάχιστων ακραίων στοιχείων της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει λόγω της νομοταγούς διάθεσης της πλειονότητας των φιλήσυχων συμπολιτών μας, της αποτελεσματικής και διακριτικής επαγρύπνησης των ημετέρων αρχών ασφαλείας αλλά και της τουρκικής ανησυχίας για ενδεχόμενη παραπλήσια ελληνική αντίδραση. Είναι όμως πολύ πιθανόν ότι διαβλέποντας την αποτυχία των λοιπών προσπαθειών της να προσπαθήσει να «διαβεί τον Ρουβίκωνα» με μια υβριδικού τύπου (μάταιη) περαιτέρω πρόκληση.
* Ο ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ είναι Αντιστράτηγος (εα), υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (fainst.eu), διαλέκτης και συνεργάτης στην Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)