Ήταν χρόνια πολλά, που ήθελα να κάνω αυτό το οδοιπορικό. Και, πάνω από τριάντα. Παλιότερα, ήθελα να το κάνω μαζί με τον Λάμπρο, τον αγαπημένο μου αδελφό και μέντορα, γιατί μαζί ζήσαμε εκείνο το καλοκαίρι στους τόπους-ορόσημα του οδοιπορικού.
Εκείνος, ήταν 23 ετών, υπενωμοτάρχης στη τότε Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή, καπετάνιος στο σταθμό της Χωροφυλακής στο Παλιοσέλλι της Κόνιτσας.
Εγώ στα 16, στην Τετάρτη τάξη του Γυμνασίου Καλαμπάκας (πρώτη Λυκείου σήμερα), γνωστός και σαν ο πρώτος γιατί ήμουνα σε όλες τις τάξεις ο πρώτος μαθητής.
Τα καλοκαίρια ήταν πολύ ζεστά στην Περιστέρα, στον κάμπο, ριζά του Κόζιακα, δίπλα από τον Πηνειό ποταμό, Ποτάμι όπως το λέγαμε τότε. Ωστόσο, το χαιρόμουνα πολύ το καλοκαίρι, πολύ κολύμπι στο ποτάμι, στο βιρό του Παπά, έσπαγε το ποτάμι εκεί στο βράχο της Λομπάρδας και τα νερά ήταν βαθιά και αφρώδη, σαν φυσικό γιακούζι. Εκεί, όλα τα παιδιά τσίτσιδα χορταίναμε το κολύμπι και την αμμουδιά της ποταμιάς. Πίναμε και γάργαρο νερό από τις βρύσες που ανάβλυζαν δίπλα στο ποτάμι.
Παίζαμε και πολύ μπάλα, οι περισσότεροι ξυπόλυτοι, στο ξερό γηπεδάκι που μόνοι μας είχαμε χαράξει, σύμφωνα με τους κανονισμούς των γηπέδων γιατί είχαμε πολύ ζωτικό χώρο για ποδόσφαιρο, εκεί στην άκρη στα Παλιάμπελα, στα ριζά του λόφου του Άγιου Γιάννη του Πρόδρομου, με το ωραίο εκκλησάκι, σήμερα, και τον πολύ ψηλό σταυρό αφιέρωση στον Κωνσταντίνο, τον πρωτότοκό μου, που παλληκάρι στα σαράντα τον έχασα. Παίζαμε με τις ώρες, καταμεσήμερα, χωρίς να παθαίνουμε ηλίαση, και ξεδιψούσαμε πίνοντας κουβάδες νερό από το παλιό πηγάδι, από τα χρόνια τα Οθωμανικά, που ήταν εκεί κοντά καταμεσής στα Παλιάμπελα.
Ο πατέρας μου, είχε πάρει την ετήσια υποτροφία μου, 2700 δρχ., τότε, 300 δρχ. για καθένα από τους 9 μήνες του σχολείου. Ο πατέρας μου, ένας υπέροχος και μειλίχιος άνθρωπος, αν και δύσκολα τα έβγαζε πέρα, ήταν πολύ περήφανος και ποτέ μα ποτέ δεν έπαιρνε από τα λεφτά αυτά. Άφηνε τη διαχείριση σε μένα. Τα πολλά πήγαιναν σε αγορά βιβλίων, όλη η σειρά των βιβλίων προετοιμασίας της εποχής: Πάλλας, Τόγκας, Μάζης, Ιησουίτες … Κρατούσα και λίγα για να πηγαίνω κάθε Τρίτη, στην ταβέρνα Πίνδος της Καλαμπάκας στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς για να τρώω ζεστό καλό φαΐ – αχ! εκείνο το κοκκινιστό με μακαρόνια στην Πίνδο δεν το έχω ξεχάσει ποτέ, μαζί με τον μπάρμπα-Μήτσιο, το γκαρσόνι, που πάντα μου έβαζε στο πιάτο περισσότερα μακαρόνια- και πάντα να κάνω ένα δωράκι στο Νίκο και στη Φανή τα αδέλφια μου.
Ένα, από τα καλύτερά μου καλοκαίρια εκείνης της εποχής ήταν αυτό του 1956, όταν ο δάσκαλός μου ο Γιώργος ο Βακουφτσής, πόσα δεν πρόσφερε αυτός ο δάσκαλος στα παιδιά του χωριού μου, επέλεξε εμένα την ξαδέλφη μου Αναστασία και τον μικρότερο Κωνσταντίνο Φ. Μπαρμπαρούση να πάμε στην παιδική κατασκήνωση της Τρυγόνας Καλαμπάκας, ένας πολύ καλός θεσμός της δεκαετίας του 1950 από το κράτος για να τονώσει και να ζήσει τα παιδιά του.
Αυτή η κατασκήνωση, δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου τα καλοκαίρια από το 57 μέχρι και 1961.
Ήταν, λοιπόν, τέλος Ιουνίου του 1961. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων είχαν ανακοινωθεί. Πρωτεύσας αριστούχος με 18 και 7/11. Πολύ καμάρι οι γονείς μου. Μόλις, πήρε τα αποτελέσματα η μάνα μου από τον Χρήστο Ντάφο τον καθηγητή και γραμματέα των καθηγητών του Γυμνασίου Καλαμπάκας, και μέσα στην τρελή χαρά πήγε στον ΟΤΕ για να τηλεφωνήσει στον μεγάλο αγαπημένο, στον Λάμπρο, τον Καπετάνιο στο Παλιοσέλλι της και να του ανακοινώσει το ευχάριστο μαντάτο.
Χάρηκε, χαρά μεγάλη ο Λάμπρος, και πολλά χωριά της Κόνιτσας έζησαν στο τηλέφωνο τη χαρά του καπετάνιου. Τα τηλέφωνα ήταν σπάνια τότε, και σε δέκα χωριά από την Πηγή της Κόνιτσας μέχρι και το Δίστρατο, όλα ήταν παράλληλα συνδεδεμένα.
Μάνα, χαρούμενος, απαντά ο Λάμπρος, να μου τον φιλήσεις και ξέρει, πολύ καλά, πόσο τον αγαπάω. Και, επειδή, από αυτό το καλοκαίρι πρέπει να βάζει τις βάσεις για τις πανελλήνιες εξετάσεις, που θα έλθουν δυο χρόνια μετά, να μου τον στείλεις, για δυο μήνες, στο Παλιοσέλλι, να περάσει καλά, να πάρει δυνάμεις και να προετοιμαστεί. Εξάλλου, κι εγώ τον Σεπτέμβρη δίνω εξετάσεις για να γίνω ενωμοτάρχης και θα έχω πολύ διάβασμα. Θα τον φιλοξενήσω στο οίκημα του Σταθμού, στο ίδιο δωμάτιο με εμένα και μαζί με τους δυό χωροφύλακες, τον Μηνά και τον Θόδωρο θα μοιραζόμαστε το φαγητό.
Τί ήταν να μου το πει η μάνα μου! Πηδούσα από τη χαρά μου! Την άλλη Παρασκευή φεύγω να ξεκαλοκαιριάσω στο Παλιοσέλλι, το πανέμορφο βλαχοχώρι σε 1100 μέτρα υψόμετρο, μέσα στα έλατα και στα γάργαρα νερά, και του οποίου την ιστορία είχα διαβάσει ή μου είχε αφηγηθεί ο Λάμπρος. Ζήλεψαν, ανθρώπινα, ο Νίκος και η μικρή αδελφή μου Φανή.
Περιστέρα
Και, άρχισαν οι προετοιμασίες, Τρίτη 28 Ιουνίου 1961. Εισιτήριο Καλαμπάκα – Ιωάννινα, Παρασκευή 30 Ιουνίου, Αναχώρηση Καλαμπάκα: 10:00, Άφιξη Ιωάννινα: 14:30. Ο Λάμπρος είχε κανονίσει με τον Θύμιο τον Γκούμα, συγχωριανό και συγγενή, συμμαθητή του στο γυμνάσιο, που σπούδαζε στη Ζωσιμαία Ακαδημία Ιωαννίνων, να με παραλάβει να με φιλοξενήσει μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι και να με στείλει με λεωφορείο στην Κόνιτσα, την Κυριακή 2 Ιουλίου, 13:00. Εκεί, στην Κόνιτσα, θα με παρελάμβανε ένας χωροφύλακας συνάδελφος του Λάμπρου.
Και, ετοίμασα την βαλίτσα, που μας έδωσε ο Μπάρμπα-Γιώργος, ο αδελφός του πατέρα μου, που με αγαπούσε πολύ και με τη θεία μου τη Σοφία με είχαν σαν παιδί τον περισσότερο καιρό στο σπίτι τους, είχαν παντρέψει τα δικά τους.
Η μάνα μου έβαλε μέσα στην βαλίτσα, τρεις αλλαξιές θερινά ρουχαλάκια, άλλες τόσες εσώρουχα, τα άσπρα λινά παπουτσάκια μου, ένα θερινό μπουφάν και λίγο μέλι για τον Λάμπρο. Εγώ, πρόσθεσα βιβλία, της επόμενης τάξης: όλη τη σειρά του Πάλα, τη φροντιστηριακή φυσική του Μάζη, τα μαθηματικά των Ιησουιτών, τα είχα αγοράσει μεταχειρισμένα και ήταν κάνα-δυό κιλά βάρος. Ωστόσο, η βαλίτσα ήταν μεγάλη και έμεινε μισοάδεια και με βάρος γύρω στα δέκα κιλά.
Ο πατέρας μου, παρακάλεσε τον ανεψιό του τον Βασίλη τον Ρούντο, γιό της αδελφής του Φανής, αν μπορούσε με το ποδήλατό του να με πάει μέχρι την Καλαμπάκα, περνώντας και από τους Αγίους Θεοδώρους, τρία χιλιόμετρα ανατολικότερα, για να αποχαιρετήσω και τον παππού μου Γιώργο και τη γιαγιά μου Ελένη. Ευχαρίστως, μπάρμπα απάντησε ο Βασίλης, χαρά μου είναι να πάω το ξαδελφάκι μου, παίζαμε και μαζί μπάλα στην ομάδα του χωριού, στην Καλαμπάκα.
Και νάτος ο Βασίλης με το ποδήλατό του στις 8 η ώρα της Παρασκευής. Από άγρια χαράματα, είχα ξυπνήσει εγώ και η μάνα μου για να με προετοιμάσει και ξεπροβοδίσει. Η Φανούλα κοιμόταν. Ο Πατέρας μου και ο Νίκος ήταν στα πρόβατα στον κάμπο και τα γυρνούσαν στον στάλο κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά, δίπλα στο γήπεδο στα Παλιάμπελα.
Η Περιστέρα είναι ένα μικρό ποταμίσιο χωριουδάκι στα ριζά του Κόζιακα. Διασχίζεται από τον Πηνειό-ένα γεμάτο άσπρη πέτρα και καταγάργαρα νερά ποτάμι. 6 χιλιόμετρα από την Καλαμπάκα, 14 από τα Τρίκαλα. Κατοικείται από 250 κατοίκους, κυρίως, γεωργούς και κτηνοτρόφους. Ανάμεσα στο λόφο «Σκούμπο», στα δυτικά του οικισμού, και τον Πηνειό απλωνόταν η αρχαία πόλη Φαλώρεια.
Κατά τους ερευνητές η πόλη πήρε το όνομά της από το κωνικό σχήμα του Σκούμπου που θύμιζε το μπροστινό μέρος της περικεφαλαίας, που στα ομηρικά ελληνικά ονομάζεται «φαλός».
Η Φαλώρεια καταστράφηκε στα 198 π.χ. από τον Τίτο Κόϊντο Φλαμινίνο. Θρύλοι της περιοχής λένε πως στο Σκούμπο υπάρχουν τρία πηγάδια : στο ένα υπήρχε η χρυσή κούνια του βασιλιά, η “σαρμάντζα” του, στο δεύτερο χρυσάφι και στο τρίτο τρία μεγάλα φίδια. Το περιεχόμενο του τρίτου πηγαδιού αποθάρρυνε όσους σκέφτονταν να ερευνήσουν την αλήθεια της παράδοσης για το περιεχόμενο των άλλων δύο. Στην περιοχή του Σκούμπου, ο πατέρας μου Κωνσταντίνος Μπασαράς είχε την μισή περιουσία του (γή, μαντρί, καλύβα, πρόβατα, αγελάδες και δύο άλογα).
Η μάνα καταγότανε από το διπλανό χωριό, τους Αγίους Θεοδώρους, με το φημισμένο Μοναστήρι πάνω στον βράχο.
Το σπιτάκι μας, πάνω στην πλατεία, με την εκκλησία και το νέο σχολείο δίπλα. Ένα ωραίο ισόγειο με δυό οντάδες. Στον έναν οντά, με διπλό κρεββάτι, οι γονείς. Στον άλλο οντά, ένα κρεββάτι δίπλα στο τζάκι για τη γιαγιά Θεοπούλα. Μια μεγάλη σάλα με καταπακτή για να κατεβαίνουμε στο υπόγειο. Ένα μαγειριό έξω στην αυλή, και ένας απόπατος (WC εποχής) μακριά στο βάθος του κήπου.
Το πηγάδι για το νερό στα πενήντα μέτρα, στην πλατεία. Δίπλα σε μια τεράστια αιωνόβια βελανιδιά, τόσο μεγάλη που ήταν γνωστή σαν ο ‘Δένδρος’.
Ένας άλλος βράχος στα νότια της κοινότητας, προς τη Μεγάρχη, είναι το “Καστέλι”, που η γεωλογική του σύσταση είναι ίδια με αυτή των βράχων των Μετεώρων. Δίπλα στην Περιστέρα, εκτείνεται δάσος έκτασης 250 στρεμμάτων με βαλανιδιές στη θέση “Παλιά Αμπέλια”, όπου και η ομώνυμη βρύση. Άλλο δάσος με πεύκα και βαλανιδιές υπάρχει στη θέση “Γαβριά”.
Μέσα στο χωριό σώζεται το “κονάκι” του μπέη του τσιφλικιού, η Κούλια, ένα πέτρινο κτίσμα με αυλόγυρο, που έχει κριθεί διατηρητέο.
Στα 1897 το χωριό κάηκε από τον καπετάν Λιόλιο, που είχε το λημέρι του στο Βυτουμά. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο ληστής εκδικήθηκε το φόνο του πρωτοπαλίκαρού του από τον παππού μου από την πλευρά της γιαγιάς μου Θεοπούλας τον Παπακώστα Τσέργα.
Άγιοι Θεόδωροι Καλαμπάκας
Κορδωμένος και φουσκωμένος από την περηφάνεια που θα έκανα μόνος μου το πρώτο μεγάλο ταξίδι, έκατσα στην πίσω σέλα του ποδηλάτου και κρατούσα τη μεγάλη βαλίτσα στο πλάι. Και, πήραμε τον καρόδρομο προς τον Άγιο Θεόδωρο, στο σπίτι του παππού, σηκώνοντας πίσω μας πολύ κορνιαχτό με το ποδήλατο. Και, πέρα δώθε τα βιβλία του Πάλλα μέσα στη μεγάλη βαλίτσα, ακολουθώντας τις στροφές.
Και, νάμαστε, μετά από ένα τεταρτάκι στη γιαγιά μου. Μεγάλη χαρά η γιαγιά και ο παππούς για την απρόσμενη επίσκεψη. Τους είπαμε ότι φεύγω για δυό μήνες, για τον Λαμπρούκο (έτσι, τον έλεγε, ο παππούς), και τον αγαπούσε περισσότερο από όλα τα εγγόνια γιατί είχε το όνομα του αγαπημένου του γιου, του Λάμπρου-πατέρα πέντε παιδιών, που τον είχε χάσει επτά χρόνια πριν, το 1954, από καρκίνο, τί χτύπημα κι αυτό στην οικογένεια! Λουκούμι και κρύο νερό από τη στάμνα η γιαγιά Ελένη, πολλά φιλιά, ένα κουτάκι με λίγα λουκούμια για τον εγγονό καπετάνιο τον Λάμπρο και μισοκρυφά ένα εικοσάρικο, χαρτζιλίκι, στο χέρι μου για το καλοκαίρι!
Οι Άγιοι Θεόδωροι είναι ένα μικρό χωριό, περίπου σε απόσταση 14 χλμ. από τα Τρίκαλα και 6 από την Καλαμπάκα, στην αριστερή όχθη του Ληθαίου και στα ανατολικά τους διακρίνεται ο όγκος των Χασίων.
Οι πιο κοντινές κορυφές είναι η Μοναχή Πέτρα, το Κατάραχο, τα Μνημόρια, απ’ όπου φαίνεται όλος ο κάμπος, η Δραγασιά, που πήρε το όνομά της από τους “δραγαταρέους”, τους αγροφύλακες που φύλαγαν τα αμπέλια και το Λυκόστομα, που είναι ακόμη και σήμερα πέρασμα λύκων.
Ωραιότατο δάσος από βαλανιδιές, πουρνάρια και αγριαχλαδιές είναι ο Λογγάκος.
Στην άκρη του οικισμού βρίσκεται το ομώνυμο γυναικείο μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων, που αναφέρεται για πρώτη φορά σε μια επιστολή του 1541 ως μοναστήρι των Μετεώρων, χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς κτίστηκε, πιθανόν στα 1400. Η μονή κάηκε δύο φορές στα νεότερα χρόνια, μια στη διάρκεια της Κατοχής και μια στα 1960.
Σαρακίνα
Στο δρόμο στη δημοσιά, προς την Καλαμπάκα, και στο ύψος της διασταύρωσης με το χωματόδρομο Σαρακίνας – Θεόπετρας. Γυρνάει, πίσω στο ποδήλατο, το κεφάλι ο Βασίλης και μου λέει Τάσο, έχουμε ώρα πολύ ακόμη μέχρι να αναχωρήσει το λεωφορείο της Καλαμπάκας προς τα Γιάννινα, δεν στρίβουμε προς την Σαρακίνα; Να δούμε και τη θεία Βασιλική με τη Μαρία και τον Χρήστο και μετά συνεχίζουμε από τον κοντινότερο δρόμο στο ανάχωμα του Πηνειού.
Η θεία Βασιλική, ήταν η αγαπημένη αδελφή του πατέρα μου και της Φανής της μάνας του Βασίλη. Ο άντρας της, βαμμένος κομμουνιστής από τα γεννοφάσκια του, από τον Αηστράτη, στη Γιάρο και στη Μακρόνησο σχεδόν όλο τον καιρό μετά το 1948 και κάπου-κάπου έξω στο χωριό στη Σαρακίνα. Τον περισσότερο καιρό τη φιλοξενούσε ο πατέρας μου στο σπίτι μας, όπου έμεινε και η γιαγιά μου, η μάννα της η Θεοπούλα. Με αγαπούσε πολύ σαν τα παιδιά της η θεία Βασιλική.
Όταν, μας είδε ξαφνιάστηκε και έδειξε πολύ μεγάλη χαρά αγκαλιάζοντάς μας. Ήταν, εκεί, και, ο μπάρμπα-Σωτήρης, που μας χαιρέτησε. Ήταν η πρώτη φορά που τον βλέπαμε μαζί με τον Βασίλη, δεν ήταν ένας κακός κομμουνιστής όπως τον είχα πλάσει στη φαντασία μου αλλά μάλλον ένας πράος βασανισμένος και ήσυχος άνθρωπος, πολύ γέρος γύρω στα εξήντα του. Δεύτερο λουκουμάκι, και κρύο νερό από το παλιό ιστορικό πηγάδι που ήταν δίπλα στην πλατεία, φιλιά, και δεύτερο χαρτζιλίκι ένα 10δραχμο τόσο εγώ όσο και ο άλλος ανεψιός ο Βασίλης, εγώ ανησυχούσα και έκανα νεύμα στο Βασίλη να πάμε για να μη χάσουμε το λεωφορείο.
Σε απόσταση 5 χλμ. από την Καλαμπάκα, στην αριστερή όχθη του Πηνειού, βρίσκεται το χωριό Σαρακίνα.
Στα βόρεια του χωριού σε επαφή με τον απομονωμένο βράχο “Πέτρα”, είναι χτισμένο το εξωκλήσι των Αγίων Αποστόλων, στα τέλη του 16ου – αρχές 17ου αιώνα, με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες, στον κυρίως ναό και στο Ιερό.
Υπάρχει επιγραφή η οποία δυστυχώς δεν διασώζει το έτος ιστόρησης αλλά αναφέρει ως ζωγράφο τον εκ Σταγών καταγόμενο Γεώργιο.
Μέσα στο ίδιο το χωριό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ναός του Αγίου Αθανασίου που οικοδομήθηκε στα 1872.
Η Σαρακίνα είναι γνωστή για το περίφημο πέτρινο γεφύρι της, που εξυπηρετούσε τη συγκοινωνία των χωριών της ανατολικής πλευράς του Κόζιακα , του Ασπροποτάμου και την επικοινωνία της Περιστέρας με τον Σκούμπο (πέρα από το ποτάμι, όπως λέγαμε) όπου η Περιστέρα είχε τα βοσκοτόπια αλλά και για το πηγάδι οθωμανικής περιόδου, στην κεντρική πλατεία του χωριού, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν σκαλιστοί ογκόλιθοι, πιθανόν κομμάτια αρχαιότερου οικοδομήματος.
Η γέφυρα κατασκευάστηκε τον 15ο αιώνα από τον μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα Β’.
Στη δεξιά φωτογραφία, η γέφυρα μετά την κατάρρευσή της στις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου 2023.
Καλαμπάκα
Και νάμαστε στο ανάχωμα του Πηνειού, που ξεκινά από την Πέτρα και παράλληλα με το ποτάμι φτάνει μέχρι την Καλαμπάκα, με ένα πολύ καλό χωματόδρομο και άφθονο πατημένο ποταμίσιο χαλίκι. Κάθε 100 μέτρα και μια μεγάλη γούρνα, της οποίας το χώμα χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του αναχώματος.
Γεμάτες ακόμη νερό οι γούρνες, που θα χρησιμοποιείτο για το πότισμα του κάμπου, αργότερα το καλοκαίρι, όταν θα έστειβε (ξηραινόταν) ο Πηνειός.
Τον ξέραμε καλά τον δρόμο αυτό, γιατί σαν συντομότερο (short cut) τον χρησιμοποιούσαμε για να πάμε στο Γυμνάσιο στην Καλαμπάκα.
Θυμάμαι, κάπου δίπλα σε μια γούρνα σταματήσαμε για να ‘κατουρήσουμε’, είχαμε να το κάνουμε από το ξημέρωμα και φέραμε στη μνήμη μας ότι σε μια από αυτές τις γούρνες πέντε-έξη χρόνια πριν είχε πέσει με το τρακτέρ του ο Αντώνης ο Μπασαράς που με 5 – 6 χωριανούς επέστρεφαν από το παζάρι της Καλαμπάκας, ευτυχώς που καταλασπωμένοι βγήκαν έξω και την γλύτωσαν.
Αριστερά το ποτάμι με το γάργαρο νερό, δεξιά πράσινα τριφύλλια, θερισμένα στάρια, καταπράσινα αμπέλια και καλαμπόκια.
Περνώντας από τα κεραμο-τουβλοποιεία, σταματήσαμε και σε εκείνο του Μήτσου του Κωτσιόπουλου, σπιτονοικοκύρη μου έξη χρόνια στο γυμνάσιο, χαιρετήσαμε τη θεία Κούλα και έφυγα με ένα ακόμη μικρό χαρτζιλίκι και πολλά χαιρετίσματα για τον Λάμπρο που έμεινε πριν από εμένα στο σπίτι της, σε λίγα λεπτά φτάσαμε στην πλατεία με το ΚΤΕΛ.
Πολλά τα μικρά πράσινα λεωφορεία της εποχής, μεταξύ των οποίων και εκείνο που θα πήγαινε στα Γιάννινα.
Γρήγορα-γρήγορα, αν και είχα είκοσι λεπτά, έδωσα την βαλίτσα στον εισπράκτορα και του έδειξα το εισιτήριο, χαιρέτησα τον Βασίλη, και πηδώντας από τη χαρά μου -το πρώτο μεγάλο ταξίδι -πολύ μεγάλο το έβλεπα εγώ, μπήκα στο λεωφορείο, κάπου στη μέση και με θέση παράθυρο.
Αναστέναξα, ανακουφισμένος και μονολόγησα, σε ευχαριστώ Λαμπρούκο για τη μεγάλη χαρά που μου δίνεις.
Ήταν, Παρασκευή, 10:00, 30 Ιουνίου του 1961.
Βλέποντάς με η Λίνα να οδηγώ αφηρημένα, φωνάζει με τη χαρακτηριστική τσιριχτή φωνή της ‘ξύπνα και πρόσεχε’ γιατί φτάνουμε στην πλατεία της Καλαμπάκας, και νάμαι στην τωρινή πραγματικότητα, Τετάρτη 4 Οκτωβρίου.
Στάθμευσα το αυτοκίνητο στην πλατεία, όπου τότε ήταν το πρακτορείο των λεωφορείων, αλλά τώρα μια όμορφη πλατεία, με ωραία μαγαζιά αναψυχής, η πλατεία Ρήγα Φεραίου και καθίσαμε για ένα καφεδάκι Ελληνικό.
Ξεκινούσα, πάλι το μεγάλο ταξίδι, αλλά τώρα εξήντα δυό χρόνια και δυό μήνες μετά όχι με το πράσινο λεωφορείο, αλλά ένα ωραίο τζιπ, το αγαπημένο μου Hyundai Santa Fe…
Ήπιαμε τον καφέ, και ξεκινήσαμε για τα Γιάννινα, πρώτος σταθμός, η Τρυγόνα, και οι κατασκηνώσεις Ανάληψης, όπου έκανα τις πρώτες, πραγματικά, υπέροχες και καλύτερες, ίσως, διακοπές, τον Ιούλιο του 1956 στην Πέμπτη τάξη του δημοτικού σχολείου.
Η πόλη της Καλαμπάκας είναι κτισμένη στις ρίζες των βράχων των Μετεώρων και στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού. Στην ίδια θέση με τη σημερινή πόλη της Καλαμπάκας, βρισκόταν η αρχαία πόλη Αιγίνιο, η οποία στους μεσαιωνικούς χρόνους ονομαζόταν Σταγοί.
Είναι γνωστή παγκόσμια για τα περίφημα μοναστήρια που είναι κτισμένα στις κορυφές των βράχων των Μετεώρων με εκατομμύρια επισκέπτες να συρρέουν από κάθε γωνιά της γης κάθε χρόνο για να θαυμάσουν τη φυσική ομορφιά και το μοναδικό τοπίο που σχηματίζουν οι βράχοι.
Τα Μετέωρα είναι από τα σπουδαία μνημεία του κόσμου, προστατευόμενο από την UNESCO και χαρακτηρισμένο «Διατηρητέο Προστατευόμενο Μνημείο της Ανθρωπότητας», είναι το πιο αξιόλογο -μετά το Άγιο Όρος- μοναστηριακό κέντρο στην Ελλάδα.
Οι πρώτοι ασκητές ήρθαν εδώ τον 11ο αιώνα, ωστόσο τα Μετέωρα άκμασαν ως μοναστικό κέντρο τον 13ο -14ο αιώνα, καθώς πολλοί κάτοικοι των γύρω περιοχών ασπάστηκαν τον μοναχικό βίο.
Η Καλαμπάκα αποτελεί επίσης ορμητήριο για τους επισκέπτες της που επιθυμούν να γνωρίσουν τα μνημεία και τις υπέροχες τοποθεσίες του Ασπροποτάμου, των Χασίων, του Κόζιακα.
Η λέξη «Καλαμπάκα» είναι τουρκική και σημαίνει «ισχυρό φρούριο».
Αξίζει να επισκεφθείτε τον ιστορικό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ο βυζαντινός ναός είναι το σπουδαιότερο και επιβλητικότερο μνημείο της Καλαμπάκας, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς και λατρείας για όλους τους πιστούς. Δεσπόζει επιβλητικά στο βόρειο τμήμα της. Οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 16ο αιώνα και παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η πόλη της Καλαμπάκας διαθέτει τη μοναδική στην Ελλάδα Σχολή ξυλογλυπτικής, η Διπλάρειος Σχολή.
Τρυγόνα
Πολλά έργα στο δρόμο προς την Τρυγόνα, γίνεται το τελευταίο κομμάτι του Ε65, δυτικού δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, που ενώνει τη Λαμία, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα, Μέτσοβο.
Και λέγοντας, και στρίβοντας, και απολαμβάνοντας αριστερά την καταπράσινη κοιλάδα του Πηνειού φτάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε στην Τρυγόνα.
Κάθε φορά που περνάμε με τη Λίνα, σταματάμε στην ταβερνούλα ‘Βίγλα’, την έχει ένα νέο ζευγάρι, που τους χαιρόμαστε αυτούς και τα μικρά τους. Τους είχαμε αφήσει δυο χρόνια πριν με τέσσερα παιδιά και τώρα η Μαρία με φουσκωμένη την κοιλιά της, περιμένοντας το πέμπτο παιδί της με μεγάλη χαρά.
Παραγγείλαμε την ωραία πέστροφα με τις δικές της τομάτες, κρεμμύδια και τσίπουρο! Πολύ ωραία, επίσης, και η καπνιστή πέστροφα. Πιάσαμε κουβέντα με ντόπιους συνομήλικους, ρωτήσαμε πως θα επισκεφθούμε τις παλιές κατασκηνώσεις της Ανάληψης, ρώτησα για ένα συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο, τον Γρηγόρη τον Νάκα, που εκείνα τα χρόνια είχαν μπακάλικο πάνω στο δρόμο, απέναντι από τις κατασκηνώσεις και πηγαίναμε και παίρναμε κανένα παγωτό και σοκολάτα. Πέθανε στα 25 του μου είπαν, στεναχωρήθηκα … Ο καθαρός αέρας με την απίστευτη θέα τα βουνά της Πίνδου με συνέφερε.
Μας κέρασαν και γλυκό του κουταλιού, τους αφήσαμε ένα γερό πουρμπουάρ για όλα τα παιδιά τους, και νάμαστε στο αυτοκίνητο για της κατασκηνώσεις της Τρυγόνας, στη δεξιά πλευρά ένα χιλιόμετρο παρακάτω...
Στις παρυφές του Κράτσοβου ή Βίγλας, σε υψόμετρο 750 μ., με πανοραμική θέα προς την περιοχή γύρω από τον Μαλακασιώτη και σε απόσταση 29 χιλιόμετρα από την Καλαμπάκα βρίσκεται η Τρυγόνα.
Το χειμώνα μένουν στο χωριό 160 άνθρωποι ενώ το καλοκαίρι γύρω στους 700.
Ένα χιλιόμετρο από το χωριό και πάνω από την εθνική οδό, στη θέση Ανάληψη, ήταν η παλιά θέση της Τρυγόνας.
Το χωριό σύμφωνα με την παράδοση μετακινήθηκε λόγω θανατικού, στη θέση «Παλιοχώρι», λίγο πιο ψηλά από τη σημερινή του θέση. Εδώ βρίσκονται η ομώνυμη βρύση και δυο πηγές.
Πιο ψηλά, στην ανατολική πλευρά της Βίγλας απλώνεται ωραίο δάσος με πεύκα και βελανιδιές απ’ όπου η θέα της κοιλάδας του Μαλακασιώτη είναι εξαιρετική.
Στην ίδια πλευρά, στον ΑηΛιά, διαμορφώνεται από το Δασαρχείο χώρος αναψυχής. Άλλες δυο ωραίες βρύσες κάτω από πλατάνια είναι η Μεγάλη Βρύση και η Βρύση του Δασκάλου. Το χωριό πανηγυρίζει το Δεκαπενταύγουστο με γλέντι στην πλατεία μετά την εκκλησία. Γίνονται ακόμη γάμοι με τον παραδοσιακό τρόπο, ανήμερα της Αναλήψεως.
Εδώ, Λίνα, υπήρχε στη δεκαετία του 1950, η κατασκήνωση της επαρχίας Καλαμπάκας, στην Τρυγόνα. Εδώ, Λίνα, το 1956 είχα ένα από τα καλύτερά μου καλοκαίρια εκείνης της εποχής. Ο δάσκαλός μου ο Γιώργος Βακουφτσής, επέλεξε εμένα την ξαδέλφη μου Αναστασία και τον μικρότερο Κωνσταντίνο να πάμε στην παιδική κατασκήνωση της Τρυγόνας Καλαμπάκας, ένας πολύ καλός θεσμός της δεκαετίας του 1950 από το κράτος για να τονώσει και να ζήσει τα παιδιά του.
Αυτή η κατασκήνωση, δεν ξεκόλλησε ποτέ από το μυαλό μου, Μου πρόσφερε και μου έμαθε πολλά, πάρα πολλά: καλοκαιρινή αύρα και καθαρό οξυγόνο μακριά από τον ηλιοκαμένο κάμπο, ομαδική ζωή, συλλογική δράση και άμιλλα, άφθονο φαγητό πρωτόγνωρης ποικιλίας, παιγνίδι, προγραμματισμένη πλήρη σίτιση, που μέσα σε ένα μήνα μου πρόσθεσε τουλάχιστον πέντε υγιεινά κιλά, γνωριμίες με όμορφα παιδιά της πόλης.
Ακόμη νοσταλγώ τα ωραία πιάτα με παστίτσιο, κοκκινιστό με ρύζι, γλυκά πουτίγκα…
Είχα ομαδάρχισσα την Ψύρα την Φανή, ένα όμορφο κορίτσι της τρίτης τάξης του Γυμνασίου Καλαμπάκας, ίσως ήταν και ο πρώτος παιδικός έρωτας. Πόσα δεν μου έμαθε: πώς να στρώνω το κρεββάτι μου; να τακτοποιώ τα ρουχαλάκια μου, να πλένω τα δόντια μου (αυτό το έμαθα πρώτη φορά), να πιάνω τα μαχαιροπήρουνα, να κόβω το καρπούζι, να μιλάω και να συμπεριφέρομαι με τα άλλα αγόρια και κορίτσια…
Ήταν πολύ μεγάλη η στεναχώρια μου, όταν την παραμονή του γάμου της, το Πάσχα του 1974, στα τριάντα της πέθανε, εντελώς, ξαφνικά. Ήμουνα στην Καστοριά, όταν το έμαθα, πόσο έκλαψα, ήταν η πρώτη συνομήλικη δασκάλα μου μαθημάτων αγωγής και συμπεριφοράς. Τί κρίμα, πόσο έκλαψα τότε. Ο Θεός να την αναπαύει, προσευχήθηκα έξω από το παλιό εστιατόριο της κουζίνας.
Όλοι οι θάλαμοι, η εκκλησίτσα της Ανάληψης, το μεγάλο εστιατόριο για 300 άτομα σε πολύ καλή κατάσταση 67 χρόνια μετά.
Αυτά είπα της Λίνας, και μπήκαμε, εγώ δακρυσμένος στο αυτοκίνητο για το Μέτσοβο, μια ζωή πέρασε από το μυαλό μου, πώς περνούν τα χρόνια, ήταν σαν χθες, όταν 30 Ιουλίου του 1956, μας έπαιρναν καταστεναχωρημένα και με το κλάμα του αποχωρισμού τα λεωφορεία για την επιστροφή στα χωριουδάκια της Καλαμπάκας μετά την εξοχή.
Οι μαθητικές κατασκηνώσεις ήταν το μέσο το κατ' εξοχήν αποτελεσματικό για την προάσπιση της υγείας της σκληρά, κατά την δραματική δεκαετία του 1940, δοκιμασθείσης ελληνικής νεότητας.
Η διακόσμηση των εγκαταστάσεων των παιδικών εξοχών με συμβολικές παραστάσεις, επιγράμματα, εθνικά και Θρησκευτικά συνθήματα και οι ομιλίες εθνικού και θρησκευτικού περιεχομένου θεωρούνταν απαραίτητες ενέργειες για την εξύψωση τον εθνικού φρονήματος και την τόνωση τον Θρησκευτικού συναισθήματος.
Εξαιρετικά ζωηρή κίνηση σημειώθηκε για τις μαθητικές εξοχές από την απελευθέρωση και μετά. Το Κράτος διέθεσε σημαντικές πιστώσεις για την οργάνωση και λειτουργία τούς με τρόφιμα, κατασκηνωτικό υλικό και λοιπά εφόδια.
Οι μαθητικές εξοχές και κατασκηνώσεις έπρεπε να οργανωθούν και να λειτουργήσουν, όπως και τα μαθητικά συσσίτια κατά ομάδες σχολείων με καθορισμένο πρόγραμμα, υπό την ευθύνη των εκπαιδευτικών αρχών, των σχολικών Εφορειών και Συλλόγων εκ γονέων και κηδεμόνων.
Λαμβανομένου υπ' όψη του πλήθους των εξασθενημένων μαθητών, απαιτούνταν πολλές μαθητικές εξοχές και κατασκηνώσεις για να αποστέλλονται κατ' έτος τα αδύνατα, αδενικά και αναιμικά παιδιά.
Κατασκευάστηκαν σε ορεινές ή παραθαλάσσιες περιοχές μικρά συγκροτήματα, με εστιατόριο, διδακτήρια, αθλητικά γήπεδα, θαλάμους ύπνου, κατασκηνωτικό υλικό και άλλα εφόδια απαραίτητα για την άνετη και υγιεινή παραμονή, διατροφή, ψυχαγωγία, μαθήματα κ.λπ.
Στελεχώθηκαν με προσωπικό υποστήριξης αλλά και με ικανά στελέχη από τον εκπαιδευτικό κόσμο και τις μικρότερες τάξεις του Γυμνασίου, με σχετική μόρφωση και αποδεδειγμένη ηθική που εθελοντικά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους.
Εκπαιδεύονταν και λειτουργούσαν σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Τα παιδιά φιλοξενούνταν για τέσσερεις εβδομάδες, και ζούσαν με ένα αυστηρό πρόγραμμα, όπως το παρακάτω:
07:00 μ.μ. Έγερση
07:10 - 07:20 Αναπνευστικές ασκήσεις
07:20 - 08:00 Ατομική καθαριότητα, αερισμός κλινοσκεπασμάτων, τακτοποίηση ατομικών ειδών, κλίνης κ.λπ.
08:00 - 08:30 Προσευχή, έπαρση σημαίας, προσκλητήριο
08:30 - 09:30 Πρωινό ρόφημα, ελεύθερο ημίωρο
09:30 - 10:30 Ομαδικές ημιελευθέρας μορφής απασχολήσεις, ανάγνωση, παιδιές, περίπατος
10:30 - 11:30 Πρόγευμα, ομιλία, τραγούδια, χοροί, χειροτεχνικές εργασίες
11:30 - 12:30 Ελεύθερη ώρα, λουτρό
12:30 - 14:00 Γεύμα, ψυχαγωγία
14:00 - 16:00 Ανάπαυση, ύπνος
16:00 - 17:00 Τακτοποίηση Θαλάμων ή σκηνών, ελεύθερη ώρα (αλληλογραφία, παιδιές κ.λπ.)
17:00- 17:30 Πρόδειπνο
17:30 - 19:00 Περίπατος, παιχνίδια
19:00 Προσκλητήριο, υποστολή σημαίας
19:30 - 21:00 Δείπνο, ψυχαγωγία
21:00 Σιωπητήριο, κατάκλιση
Παναγία (Λιμπόχποβο)
Και, αλαφρωμένος ψυχικά, γεμάτος εφορία, έχοντας κάνει το χρέος στη ζωή μου για να τιμήσω το όμορφο αυτό κομμάτι της ζωής μου, και κουβεντιάζοντας με τη Λίνα, δεν κατάλαβα καθόλου τις δεκάδες στροφές στο δρόμο μας για την Παναγία.
Θυμάμαι, κάποτε στο πρώτο ταξίδι για να πάω στο Λάμπρο, με εκείνο το πράσινο λεωφορείο, το πρωί της Παρασκευής της 30ης Ιουνίου 1961, εκεί κοντά στην Παναγιά, είχα ζαλιστεί, κιτρινίσει και ο εισπράκτορας μου έδωσε χάρτινες σακούλες εμετού, δεν υπήρχαν πλαστικά τότε, και, έτσι, ‘ξελάφρωσα’ από τις πολλές στροφές και την απαίσια μυρωδιά του πετρελαίου του λεωφορείου!
Και φτάσαμε, έξω από την ωραία Παναγία, το παλιό Λιμπόχοβο.
Σαράντα τρία χιλιόμετρα από την Καλαμπάκα βρίσκεται η Παναγία ή Νέα Κουτσούφλιανη σε υψόμετρο 750 μ., στην οποία ανήκει και ο λίγο βορειότερα ευρισκόμενος οικισμός του Πλατάνιστου, μέσα σε δάσος από πεύκα, οξιές και έλατα.
Τριγύρω ορθώνονται οι κορυφές Μικρό Κουκουρέλο προς τη μεριά της Πεύκης, Σδιριάνι στα όρια της Παναγίας και της Μηλιάς Μετσόβου και Πάντε – Μάρε στα όρια Παναγίας, Μηλιάς και Κρανιάς.
Ο Πλατάνιστος είναι η Παλιά Κουτσούφλιανη, όπου οι Κουτσουφλιανίτες ήταν εγκαταστημένοι. Από κει, μετά τη διαρρύθμιση των συνόρων του 1897 που άφηνε το χωριό τους έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, αφού έκαψαν τα σπίτια τους, μεταφέρθηκαν σε ελληνικό έδαφος κι εκεί έχτισαν τη Νέα Κουτσούφλιανη, τη σημερινή Παναγία.
Το νέο χωριό δημιουργήθηκε στη θέση του μικρού οικισμού που είχε αναπτυχθεί γύρω από τη Μονή του Λιμπόχοβου, που δυστυχώς κάηκε στα 1943 από τους Γερμανούς.
Ωραία πέτρινη βρύση υπάρχει στη θέση «Πάρτσι» προς τον Πλατάνιστο, όπου και η ομώνυμη πηγή και ειδικά διαμορφωμένος χώρος για αναψυχή ανάμεσα στα πλατάνια.
Μέσα στην Παναγία σώζονται παλιά πέτρινα σπίτια αλλά και αρκετά από τα καινούργια, μαζί και η πλατεία, συντηρούν την οικοδομική παράδοση της πελεκητής πέτρας.
Το χωριό έχει δυο παλιές εκκλησίες, της Γενέσεως της Θεοτόκου των αρχών του 18ου αιώνα και του Σωτήρος.
Μνημείο Ολοκαυτώματος και εκπατρισμού.
Κατάρα - Κάμπος Δεσπότη
Άλλαξε, όμως ο δρόμος λόγω της Εγνατίας Οδού, και δεν περνάμε πιά από την Κατάρα, τοπωνύμιο που κυριολεκτικά πήρε το όνομά του από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες οι οδηγοί να την περάσουν στο δρόμο προς τα Γιάννινα, ιδιαίτερα τον Χειμώνα.
Εδώ Λίνα, συνέχισα, οδηγώντας, αφού είχα ξαλαφρώσει από τους εμετούς των στροφών και της μυρωδιάς του πετρελαίου, θυμάμαι, ότι εκείνη την Παρασκευή έφαγα του σκασμού ένα από τα καλύτερα κοντοσούβλια της ζωής μου, και ήπια και μια μπύρα και πλήρωσα δραχμές 11 εκείνη την εποχή!
Και συνεχίσαμε, οδηγώντας μπροστά, θυμίζοντας της Λίνα την ιστορία της Κατάρας, μπαίνοντας στην Εγνατία Οδό!
Η Κατάρα αποτελεί παρελθόν από τότε που παραδόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της Εγνατίας από το Μέτσοβο μέχρι την Παναγιά και ο χάρτης της Ηπείρου άλλαξε για πάντα.
Η παλιά εθνική Ιωαννίνων- Τρικάλων ήταν ένας από τους δυσκολότερους και πιο επικίνδυνους δρόμους της χώρας. Ειδικά την περίοδο του χειμώνα όταν το πέρασμα γινόταν μέσα σε συνθήκες χιονοθύελλας.
Ο πολυσύχναστος δρόμος σήμερα μοιάζει με αξιοθέατο.. Και ο μόνιμος αποχιονιστικός σταθμός έχει παραδοθεί στην φθορά του χρόνου. Η διαδρομή της Κατάρας γίνεται από λίγους που πάντα θα απολαμβάνουν το εντυπωσιακό τοπίο.
Η παράδοση θέλει την Κατάρα, το ορεινό ανάγλυφο της Πίνδου μέσω του οποίου γινόταν για δεκαετίες η κυκλοφορία από τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία προς την Ήπειρο, να πήρε το όνομα από ένα δεσπότη των Ιωαννίνων που θέλησε να την διασχίσει το 1800 με προορισμό τα Τρίκαλα.
Στη διαδρομή δεν άντεξε και όταν έφτασε σε κάποιο ξέφωτο, που σήμερα είναι γνωστό ως «κάμπος του δεσπότη», λίγο πριν ξεψυχήσει, καταράστηκε το μέρος…
Θρύλοι και παραδόσεις, όπως αυτός του δεσπότη, τυλίγουν την ιστορία του περάσματος της Κατάρας ενώ άλλοι πολλοί αφορούν σε περιπέτειες καραβανιών τα παλαιότερα χρόνια και οδηγών αυτοκινήτων αργότερα που ταξίδευαν προς και από την Ήπειρο.
Σε υψόμετρο 1699, στον αυχένα της, το χιόνι τον χειμώνα φτάνει και τα δύο μέτρα, αλλά τις συνθήκες καθιστούν εφιαλτικές οι σφοδροί άνεμοι που σαρώνουν τον ορεινό όγκο από κάθε κατεύθυνση. «Πρόκειται για μια διαδρομή 18 χιλιομέτρων με στενό δρόμο, ανηφόρες και στροφές και όταν χιονίζει και φυσάνε αέρηδες από παντού, είναι αδύνατο ο οδηγός να βρει τον δρόμο. Σε τέτοιες συνθήκες μπροστά καθαρίζουν τα εκχιονιστικά μηχανήματα και όταν οι χειριστές κοιτάξουν πίσω δεν βλέπουν τον δρόμο από το χιόνι»… αφηγούνται όσοι έζησαν στην Κατάρα και στον αποχιονισμό του δρόμου.
Για τους οδηγούς ήταν η δυσκολότερη διαδρομή στο ελληνικό οδικό δίκτυο και τον χειμώνα ήταν σωστός εφιάλτης. Λέγεται μάλιστα ότι όταν κάποιος οδηγός φορτηγού περάσει την Κατάρα με χιονοθύελλα και τον ρωτήσουν συνάδελφοί του πώς είναι ο καιρός στην κορυφή απαντάει με τη φράση: «Χορεύουν οι διαβόλοι».
Γιάννινα
Και μπήκαμε στην Εγνατία Οδό! Πόσο μεγάλη, πόσο ευρωπαϊκή, πόσο προχώρησες Ελλάδα!
Χρειαζόμασταν λιγότερο από σαράντα λεπτά να φτάσουμε στα Γιάννινα, πόσο γρήγορα, όλα τα βουνά τρύπια, ωραία φωτισμένα τούνελ, μέση ταχύτητα 120 χλμ., και άλλοτε …
Θυμάμαι εκείνες τις αναρίθμητες στροφές, μετά την Κατάρα, τουλάχιστον με το λεωφορείο τρεις ώρες να φτάσουμε στα Γιάννινα -ενώ τώρα κάτω από σαράντα λεπτά- το στομάχι να φτάνει στο στόμα λίγο μετά το κοντοσούβλι στον κάμπο του Δεσπότη, οι σακούλες εμετού περιζήτητες, ο πονοκέφαλος της ζάλης αφόρητος, και ο δρόμος ατέλειωτος παρά τα ωραία ηπειρώτικα τραγούδια που έβαζε ο οδηγός του λεωφορείου για να κρατήσει ψηλή τη διάθεση και το κέφι των επιβατών.
Θυμάμαι, εκεί στο ύψος της Βοβούσας, ο Μήτσος από την Καστανιά Καλαμπάκας, ήταν δεν ήταν σαράντα χρονών, ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνια στο έπος του 40, να μας αφηγείται με περίσσεια περηφάνεια την εκεί μάχη-έπος, την 3η Νοεμβρίου 1940 κι εγώ ανοίγοντας τα αυτιά λόγω του υψομέτρου και με τεταμένη την προσοχή να ακούω:
Οι Ιταλοί προέλαυναν μέσα στο ελληνικό έδαφος με στόχο σε λίγες μέρες να παρελάσουν στην Αθήνα. Οι Αλπινιστές της μεραρχίας “Τζούλια” ξεπέρασαν το εμπόδιο της Κόνιτσας και χωρίς καμία ιδιαίτερη αντίσταση έβαλαν πορεία προς Βοβούσα και από εκεί το Μέτσοβο. Δεν ήξεραν όμως ότι ένας από “μηχανής θεός” θα έφραζε οριστικά τον δρόμο τους. Ήταν ο αποκαμωμένος λόχος των Θεσσαλών που βρέθηκε εκείνη την ημέρα στο χωριό. Ήταν ο 3ος Λόχος του 51ου Συντάγματος, ο Λόχος μου, το τόνισε αυτό, με Λοχαγό τον Τάσο Παππά, που με λίγους μαχητές και λιγότερους ηλικιωμένους ντόπιους και με λίγα πυρομαχικά, “έπιασε στον ύπνο” τους επίλεκτους Ιταλούς, σημειώνοντας μια μεγάλη νίκη του ελληνικού στρατού. Η μάχη της Βοβούσας ήταν η αρχή του τέλους της ιταλικής προέλασης στην Πίνδο…’
Και με τέτοιες αφηγήσεις ξεχνούσα και τη ζαλάδα και τον πονοκέφαλο.
Και, ξύπνησα, από τις αναμνήσεις, γυρνώντας δεξιά στη Λίνα, βλέποντας και την πινακίδα Γιάννινα 5 Χλμ., ‘φτάσαμε της λέω, ενώ κάποτε…
Στα Γιάννινα, μείναμε σε ένα ωραίο ξενοδοχείο, La Suite Boutique, στη Αμφιθέα, απέναντι από το νησάκι της Κυρά Φροσύνης, με εξαιρετικές εγκαταστάσεις και εκπληκτική θέα. Σε ήσυχη περιοχή αλλά ταυτόχρονα σε πολύ κοντινή απόσταση από το κέντρο της πόλης.
Κουρασμένοι, είχαμε φύγει από το πρωί από την Αθήνα, ξαπλώσαμε κάνα δίωρο για να ξεκουραστούμε. Κατά τις επτά καθισμένοι στην ωραία βεραντούλα, απέναντι από την Κυρά Φροσύνη, ενθουσιασμένοι και από το ηπειρώτικο ηλιοβασίλεμα, πάνω από τα Γιάννινα, πάνω από τα Τζουμέρκα, λέω: Λινάκι γιατί να βγούμε στα Γιάννινα; Βλέπω ένα ωραίο εστιατόριο με τραπέζια δίπλα στην πισίνα, μερικά ξένα ζευγάρια ήδη δειπνούν εκεί, δεν καθόμαστε εδώ; Γιατί, όχι απάντησε η Λίνα.
Και, κατεβήκαμε από τη σουίτα του δεύτερου ορόφου, δίπλα από την πισίνα, απέναντι από την Κυρά Φροσύνη και τα Γιάννινα. Η Θέα με το Λυκόφως, πάνω από τη Λίμνη, τα Γιάννινα και τα Τζουμέρκα μαγευτική.
Και, παραγγείλαμε: Πέστροφα με αμύγδαλα η Λίνα, Κόκορα με τραχανά εγώ, μανιταρόπιτα, τομάτα, γαλοτύρι και γιαννιώτικο μπακλαβά, κρασί, ασφαλώς ροζέ χύμα Ζίτσας. Και, πραγματικά χορτάσαμε νοστιμιά, ξεδιψάσαμε με το παγωμένο κρασί, πάνω από ένα κιλό, γλείψαμε το σιρόπι του μπακλαβά. Αχ πόσο όμορφα ήταν!
Θυμηθήκαμε, τη δεύτερη νύχτα του γάμου μας, πηγαίνοντας για γαμήλιο ταξίδι στην Κέρκυρα, πενήντα τόσα χρόνια πριν, σταματώντας για μια βραδιά στα Γιάννινα. Νοσταλγήσαμε αν και τότε το μικρό ξενοδοχείο δεν συγκρινόταν με το τωρινό αλλά ούτε και το δείπνο. Τότε ήταν όλα μετρημένα.
Και, γαληνεμένοι, ανηφορίσαμε κατά τις 11 στη σουίτα μας.
Εκεί, στις δύσκολες πρωινές, ώρες όταν λαλούν τα κοκόρια, άρχισε το μυαλό μου να πάει προς τα πίσω, σταμάτησε, στα Γιάννινα, Παρασκευή 30 Ιουνίου 1961, απόγευμα:
Καταπονημένος, κατακίτρινος, ζαλισμένος κατέβηκα από το πράσινο λεωφορείο που ερχόταν από την Καλαμπάκα, φτάσαμε στην πλατεία στα Γιάννινα. Με περίμενε ο φίλος μου, και συμπαίκτης μου στην ομάδα ποδοσφαίρου της Περιστέρας, ο σπουδαστής της Ζωσιμαίας ακαδημίας, ο Θύμιος ο Γκούμας.
Τον είχε ενημερώσει ο συμμαθητής του στο Γυμνάσιο ο αδελφός μου Λάμπρος. Με ασπάστηκε, ο δάσκαλος - έτσι τον φωνάζαμε αν και δεν είχε τελειώσει την ακαδημία ακόμα. Καταλαβαίνω είσαι ζαλισμένος, το κεφάλι σου κουρκούτι, έτσι γίνεται με όλους την πρώτη φορά. Το δωμάτιο που μένω είναι εδώ κοντά και θα πάμε με τα πόδια. Μπροστά με τη βαλίτσα ο Θύμιος, πίσω εγώ, χαζεύοντας και τα ωραία μαγαζιά, τα πέτρινα σπίτια, το μεγάλο πευκοδάσος της πόλης. Τί όμορφα τα Γιάννινα; Λέω του Θύμιου, και που να τα δεις το βράδυ, να πάμε στην παλιά πόλη, να κάτσουμε στη λίμνη! Σε πέντε λεπτά φτάσαμε στο δωμάτιό του.
Ένα μεγάλο δωμάτιο, σαν στούντιο (δεν ήξερα τότε τι θα πει στούντιο), με μια κουζινίτσα και τουαλέτα -ήταν η πρώτη φορά που θα χρησιμοποιούσα εσωτερική τουαλέτα, όλα τα χρόνια ‘απόπατος’. Ήπια δροσερό νερό, σχεδόν μισή στάμνα, από τη στάμνα του Θύμιου, χωρίς ποτήρι, δεν σιχαινόμασταν ούτε φοβόμασταν τότε.
Πώς πήγαν οι εξετάσεις σου με ρώτησε ο Θύμιος, πήγα πολύ καλά, άριστος και πρωτεύσας είπε ο καθηγητής Ντάφος στη Μάνα μου, την κυρά Ρίνω. Δεν είχα και καμιά αμφιβολία απαντά ο Θύμιος, τί κάνει ό αδελφός σου Νίκος; Συζητήσαμε και κουβεντιάσαμε και για τα άλλα παιδιά και ιδιαίτερα γι αυτά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Εγώ πάω πολύ καλά, λέει ο Θύμιος, την άλλη εβδομάδα τελειώνουν οι εξετάσεις μου στην ακαδημία και το Σεπτέμβριο θα γιορτάσουμε την αποφοίτηση και την απονομή των πτυχίων αλλά λέω να μείνω όλο το καλοκαίρι εδώ για να δουλέψω.
Τα Γιάννινα είναι πολύ όμορφη πόλη και τις δυο μέρες που θα μείνεις εδώ πρέπει να περάσεις καλά. Απόψε θα πάμε στην παλιά πόλη, θα περάσουμε απέναντι στο νησάκι της Κυρά Φροσύνης, ύστερα θα βολτάρουμε στην παλιά πόλη και θα κάτσουμε για σουβλάκια, σήμερα κερνάω εγώ λέει ο Θύμιος αλλά από αύριο μισά-μισά και έτσι έγινε.
Και, κατά τις πέντε κατηφορίσαμε στη Λίμνη, πήραμε το καραβάκι, μισό το εισιτήριο πήγαινε-έλα δραχμές, και νάμαστε στο νησάκι. Αχ πόσο όμορφα ήταν κι έπεφτε ο ήλιος πάνω από τα Τζουμέρκα και περπατήσαμε, ούτε καν κάτσαμε, τα είδαμε όλα στο νησάκι, και ο δάσκαλος που τα ήξερε καλά μου ιστορούσε -σαν δάσκαλος- τα συμβάντα τότε στα χρόνια του Αλή Πασά, στα 1820 με 1822. Και, άκουγα, και δεν χόρταινα την ομορφιά του τόπου.
Κάνα δυό ώρες μετά, χορτάτοι με ιστορία και θέαμα, πίσω με το καραβάκι, δυό φορές γύρω γύρω την παλιά πόλη, και πάλι ξενάγηση από τον δάσκαλο και ύστερα κάτσαμε σε ένα ωραίο ταβερνάκι, οι περισσότεροι πελάτες νέα παιδιά, η τσίκνα αισθητή, αποκαμωμένος εγώ, ο Θύμιος κέρασε σουβλάκια και μπύρα, πλήρωσε 13 δραχμές και για τους δυό. Και, φύγαμε, χορτάτοι και κουρασμένοι κατά τις 10 το βράδυ.
Την άλλη μέρα το πρόγραμμα του Θύμιου είχε επίσκεψη στη Ζωσιμαία Ακαδημία, ύστερα επίσκεψη στο φημισμένο σπήλαιο του Περάματος και το βράδυ, θερινό σινεμά, στην Τιτάνια, είσαι πολύ τυχερός μου λέει ο Θύμιος: έβγαλα 2 εισιτήρια, δυό δραχμές το καθένα μισή τιμή, έχει απόψε τη φημισμένη ταινία ‘Βιολετέρα’ με τη Σαρίτα Μοντιέλ, την ήξερα καλά γιατί διάβαζα πολύ (λαθραία, από τον Μίλτο τον σπιτονοικοκύρη μου) το Ρομάντζο της εποχής.
Πρωί πρωί, ξεκινήσαμε από την Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία. Ένα όμορφο νεοκλασικό στην οδό Δωδώνης. Η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1937, επί Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου.
Πρόκειται για ένα μεγάλο κτήριο που όμως έχει τους όγκους του διασπασμένους σε επιμέρους τμήματα, ώστε να φαίνεται μικρότερο και πιο λειτουργικό. Στην πρόσοψή του φέρει τοξωτό πρόπυλο, το οποίο μαζί με ορισμένα άλλα στοιχεία, όπως τα βυζαντινού στυλ κιονόκρανα και το "κωδωνοστάσιο", φανερώνουν περισσότερο επίδραση από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, παρά από το νεοκλασικισμό. Το κτήριο στέγασε σε μία από τις πτέρυγές του για 35 χρόνια το Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Παίρνουμε το αστικό λεωφορείο, και είκοσι λεπτά μετά, και χαζεύοντας βλέποντας ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης, στην ανατολική πλευρά της, στο Πέραμα.
Το Σπήλαιο του Περάματος βρίσκεται πλάι στη λίμνη, τέσσερα χιλιόμετρα από την πόλη των Ιωαννίνων, στο Πέραμα. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1940, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Αποτελείται από πολλές διαδοχικές αίθουσες και διαδρόμους με σταλακτίτες, σταλαγμίτες, κουρτίνες και εντυπωσιακές κολώνες σε συμπλέγματα. Το 1956 βρέθηκαν απολιθωμένα δόντια και οστά της αρκούδας των σπηλαίων. Πανέμορφο το σπήλαιο, εξαιρετική η ξενάγηση, ελεύθερη η είσοδος για τους μαθητές και τους φοιτητές.
Πήραμε ένα μεγάλο σάντουιτς με τομάτα και τυρί σε ένα φούρνο και ξανά πίσω στο δωμάτιο του Θύμιου. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ήταν Ιούλιος 1η, το δωμάτιο του Θύμιου ανατολικό και όλο το πρωί έγινε καμίνι. Ξαπλώσαμε και σιγά σιγά, όσο κατέβαινε ο ήλιος δρόσιζε και το δωμάτιο στη σκιά.
Και, ήλθε το βράδυ, ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινα σε θερινό κινηματογράφο. Στην Καλαμπάκα υπήρχε μόνο ένας μικρός χειμερινός, ανοιχτός μόνα τα Σαββατοκύριακα.
Η Τιτάνια, απέναντι, ακριβώς, από το Δικαστικό μέγαρο. Η πλατεία σωστός ανθόκηπος, πνιγμένος στα γιασεμιά, στο αγιόκλημα, στις τριανταφυλλιές και στις ορτανσίες, που ανέδυαν τα μεθυστικά τους αρώματα.
Όλος αυτός ο λουλουδόκηπος κάλυπτε την ανατολική πλευρά του χώρου και το μέρος μπροστά από την υπερυψωμένη οθόνη, η οποία βρισκόταν με το πίσω μέρος της γυρισμένο στην πλατεία και σήμερα στο Δικαστικό Μέγαρο. Πρόβαλλε την ισπανική ταινία «Βιολετέρα», με την περίφημη τραγουδίστρια Σαρίτα Μοντιέλ. Ένα μελό έργο, που περιλάμβανε, όμως, πολλά γνωστά και δημοφιλή τραγούδια.
Ήμουνα μικρός και ευαίσθητος, μου άρεσε πολύ το έργο, δάκρυσα και συγκινήθηκα πολύ, είμαι και ρομαντικός από τη φύση μου. Έκλαψα και όχι μόνο εγώ, και ο δάσκαλος που ήταν μεγαλύτερος. Για χρόνια, πολλά χρόνια, η μουσική της Βιολετέρας δεν έφευγε από τη μνήμη μου και τη σιγοψιθύριζα παρότι φοβερά κακόφωνος. Ακόμη τριγυρνούν στη μνήμη μου οι στίχοι:
Σαν τα πουλιά που φέρνουν την άνοιξη / βγαίνουν στη Μαδρίτη τα κορίτσια με τις βιολέτες /και καθώς διαλαλούν την πραμάτεια τους μοιάζουν με χελιδόνια/ που πετούν τιτιβίζοντας, που πετούν τιτιβίζοντας.
Πάρτε νεαρέ κύριε/ κάνει λίγες δεκάρες μόνο/ αγοράστε από μένα ένα ματσάκι/ αγοράστε από μένα ένα ματσάκι/ για να το φορέσετε στο πέτο.
Τα κοκόρια, στην Αμφιθέα αλλά και στο νησάκι, άρχισαν να λαλούν. Ξημέρωνε. Η Λίνα δίπλα κοιμότανε. Λέω Λίνα, να πάμε, τώρα το πρωί στο περίφημο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων ‘Βρέλλη’ στο Μπιζάνι στην άλλη πλευρά της πόλης. Ύστερα να περιηγηθούμε στην παλιά πόλη και να φάμε πίνοντας τσιπουράκι δίπλα στη Λίμνη. Ναι, συμφωνώ, απάντησε το Λινάκι.
Και, έτσι κάναμε, αποφεύγοντας να πάρουμε πολλά πράγματα στο πρωινό μας. Μόλις είχαμε τελειώσει μια ψιλοδίαιτα και δεν θέλαμε σε κάνα δυό μέρες να χαλάσουμε προσπάθεια δεκαήμερη.
Διασχίσαμε ολόκληρη την πόλη, πραγματικά πολύ όμορφη και δέκα χιλιόμετρα δυτικά , στο δρόμο προς την Άρτα, φτάσαμε στο Μπιζάνι. Ένα ξακουστό κτίριο. Πρόκειται για το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας Παύλου Βρέλλη, γνωστό και ως Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων, από τα μοναδικά μουσεία του είδους του που βρίσκονται στην Ελλάδα. Εκεί, θα δει κανείς την ιστορία να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του, μέσα από 150 κέρινα ομοιώματα φυσικού μεγέθους και 36 ιστορικά θέματα εμπνευσμένα από σημαντικά γεγονότα της Ελληνικής Ιστορίας, όλα δημιουργημένα και επιμελημένα από τον γλύπτη Παύλο Βρέλλη.
Διαβάζουμε στην είσοδο του μουσείου, τον Παύλο Βρέλλη να γράφει:
Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας.
Η αγάπη και η λατρεία που είχα, από μικρό παιδί, στους ήρωες της προεπανάστασης και της επανάστασης του 1821, έγινε αγάπη και θαυμασμός για τους μετέπειτα ήρωες. Αυτοί σφάχτηκαν, κρεμάστηκαν, γδάρθηκαν, ταπεινώθηκαν…, για να κερδίσουμε εμείς σήμερα τον τόπο τούτο ελεύθερο, χωρίς σκλαβιά.
Αυτός ο μικρός λαός της γης, έδειξε την ανδρεία του σε όλες τις εποχές. Αντικατέστησε το δόρυ με το καριοφίλι ή το σύγχρονο όπλο και βροντοφώναξε προς όλους τους λαούς της γης, “η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”.
Σα φόρο τιμής, αγάπης και πίστης, στους ανώνυμους και επώνυμους ήρωές μας, έφτιαξα τούτο το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας με κέρινα ομοιώματα, στο χωριό Μπιζάνι Ιωαννίνων.
Θέλω να κάνω Ιστορική Αγωγή, μνήμη Ιερή όλων των ηρωικών μορφών και γεγονότων που έζησαν μέσα μου.
Οι συνθέσεις είναι όλες δικές μου. Δούλεψα, όχι μόνο με βάση τη βιβλιογραφία που συγκέντρωσα (για ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία), αλλά και τις πληροφορίες –στοιχεία– που πήρα από τα μέρη που περπάτησα, γνώρισα, φωτογράφησα και σχεδίασα επί χρόνια.
Ευχαριστώ όλους τους Έλληνες και ξένους συγγραφείς, που στάθηκαν με τις πηγές τους πολύτιμοι οδηγοί μου, στο δρόμο της δημιουργίας τούτου του έργου, αλλά και στο γράψιμο του βιβλίου που έχετε στα χέρια σας σήμερα.
Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ, οφείλω στους καθηγητές και δασκάλους μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για τις γνώσεις που μου έδωσαν, στα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα.
Γνώσεις που τόσο πολύ με βοήθησαν για τη δημιουργία τούτου του έργου.
Είχαμε μια εξαιρετική, αν και επίπονη η διαδρομή για τους ηλικιωμένους, ένα εξαιρετικό έργο που αξίζει να το δουν όλοι και να καταλάβουν και αισθανθούν για τα καλά την ιστορία μας.
Ακολουθούν μερικά από τα αναρίθμητα ομοιώματα και παραστάσεις που είδαμε και απολαύσαμε.
Η Επανάσταση του 1821
«Κανένα Έθνος, μέσα στην παγκόσμια Ιστορία, δε φαίνεται μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς, να ελευθερώνεται μόνο του.
Είναι ένα θαύμα, ένα φαινόμενο που δεν απαντάται πουθενά στην ιστορία όλου του κόσμου, είναι παρέκκλιση Ιστορική.
Από την αρχή μέχρι το τέλος, συγκινεί όλο τον κόσμο ο ηρωισμός, τα κατορθώματα και οι θυσίες του. Και όμως, αυτό...
Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797 – 1864)
«Γεννήθηκε στο Αβορίτι Κροκυλίου, κοντά στο Λιδορίκι Δωρίδας. Μετά τη δολοφονία του πατέρα του από τους Τούρκους, το 1804, έρχεται στη Λιβαδειά.
Μέχρι το 1820 που μυείται στη Φιλική Εταιρεία, έχει περάσει πρώτα από τα Γιάννενα και έπειτα από την Άρτα, ασχολούμενος κυρίως με εμπόριο. Προδίδεται και φυλακίζεται, αλλά σύντομα καταφέρνει να αποδράσει. Η πορεία...
Κωνσταντίνος Κανάρης (1790 – 1877)
Η συμμετοχή των Ελληνικών νησιών μας στην Επανάσταση του 1821, ήταν σημαντικότατη, από τις αρχές του Αγώνα.
Μετά τις μετατροπές των εμπορικών πλοίων σε πολεμικά, από τους Καπετάνιους μας, ο Ελληνικός στόλος έγραψε τη δική του ιστορία.
Μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές δόξες του Αγώνα, είναι ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης, του οποίου τα κατορθώματα...
Ο Κολοκοτρώνης στη φυλακή του Ναυπλίου (1833)
«Έχοντας κατηγορηθεί για προδοσία εναντίον του (ανήλικου ακόμη) Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης ρίχτηκε στις φυλακές του Ιτς Καλέ του Ναυπλίου, στις 7 Σεπτέμβρη του 1833.
Η Ελλάδα έχει δώσει αρκετές πίκρες σε δικούς της ήρωες, ιδίως σε μεταβατικές περιόδους, όπου στην εξουσία δε βρίσκονται άξια παιδιά της, αλλά ξένοι.
Ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά (που...
Αν κάποιος ταξιδεύει στα Ιωάννινα, τότε πρέπει οπωσδήποτε να κάνει μια στάση στο Κάστρο.
Στην οχυρωμένη παλιά πόλη των Ιωαννίνων, ανοικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Αλή Πασά στην ύστερη οθωμανική περίοδο, που βρίσκεται στην κορυφή ενός βραχώδους ακρωτηρίου που εισέρχεται στη λίμνη Παμβώτιδα.
Έχει δύο ακροπόλεις που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 11ου αιώνα, την βορειοανατολική με το Οθωμανικό Τζαμί Ασλάν Πασά και το Δημοτικό Εθνογραφικό Μουσείο, και τη νοτιοανατολική ακρόπολη, γνωστή και ως Ιτς Καλέ.
Εκεί θα βρει κανείς τον τάφο του Αλή Πασά, το Φατιχιέ Τζαμί, το Βυζαντινό Μουσείο και το καινούριο Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας.
Απολαυστική είναι επίσης η βόλτα στο φρούριο Λιθαρίτσια, το οποίο είναι κτισμένο στον ομώνυμο βραχώδη χαμηλό λόφο, κι έχει το πάρκο του πίσω από το Διοικητήριο της VII Μεραχίας.
Εκεί όπου βρίσκεται και το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.
Μια επίσκεψη αξίζει και το συγκρότημα αναψυχής Φρόντζου Πολιτεία, της οποίας η ακαταμάχητη θέα «κλέβει» την καρδιά κάθε επισκέπτη.
Η λίμνη των Ιωαννίνων με τους ρομαντικούς περιμετρικούς περιπάτους και τις μελαγχολικές πρωινές ομίχλες, πολύτιμο στολίδι της, το μικρό πανέμορφο νησάκι που «φιλοξενεί», το νησάκι της Κυρα Φροσύνης.
Η πιο γνωστή και συγκλονιστική ιστορία είναι αυτή της κυρά Φροσύνης. Μία ιστορία έρωτα ανάμεσα στο ανεξάρτητο και προκλητικό, για την εποχή εκείνη, πνεύμα της κυρά Φροσύνης και τον παντρεμένου γιου του Αλί Πασά, Μουχτάρ. Ο Αλή Πασάς πιεζόμενος από την οικογένεια και τη σύζυγο του γιου του, συλλαμβάνει την Κυρα Φροσύνη μαζί με άλλες 17 γυναίκες και τις καταδικάζει σε πνιγμό μέσα στη λίμνη Παμβώτιδα.
Η μοίρα πάντως δεν επιφύλαξε καλύτερη τύχη στον ίδιο αφού μετά από 20 χρόνια και μία διένεξη που είχε με τον Σουλτάνο της Πόλης, αποκεφαλίστηκε στο νησάκι της λίμνης.
Το Νησάκι, αποτελεί τα τελευταία χρόνια πόλο έλξης για τους επισκέπτες αλλά και τους κατοίκους των Ιωαννίνων.
Τα καραβάκια ξεκινούν από τον Μόλο και το ταξίδι μέσα στη λίμνη είναι διάρκειας μόλις 10 λεπτών.
Εκεί λοιπόν είναι χτισμένος ένας γραφικός και όμορφος οικισμός, ένα από τα λίγα νησιά λίμνης που κατοικείται, με παραδοσιακά σπίτια, ταβέρνες που σερβίρουν πιάτα με χέλια, βατραχοπόδαρα και πέστροφες, αρκετά μαγαζιά με εξαίρετα προϊόντα λαϊκής τέχνης και μερικές καφετέριες στην όμορφη πλατεία του οικισμού, με πεντανόστιμα γιαννιώτικα γλυκά που περιμένουν τον τυχερό που θα τα δοκιμάσει.
Επιπλέον, στο νησάκι της Κυρά Φροσύνης υπάρχουν 7 μονές οπού φιλοξενείται ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού των Ιωαννίνων το οποίο εκφράζεται από εξαιρετικές μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Η επίσκεψη στη μονή του Προφήτη Ηλία στο υψηλότερο σημείο του νησιού, θα σας χαρίσει μοναδική θέα προς την λίμνη, την πόλη και την επιβλητική φύση που την χαϊδεύει.
Μεσημέριασε, ψιλοπεινούσαμε, κάτσαμε σε ένα μεζεδάδικο, απέναντι από το κάστρο και κοντά στη Λίμνη.
Η σερβιτόρος Μόνικα μια Πολωνέζα παντρεμένη με Γιαννιώτη, άψογη και στην μαγειρική και στην εξυπηρέτηση.
Τι να πούμε για το κατάστημα τους; παραγγείλαμε πέστροφα καπνιστή, γαρίδες ψητές, μανιτάρια ψητά, πίτα ηπειρώτικη, μπουγιουρντί, τυρί μετσοβόνε ψητό....όλα ολόφρεσκα, μερίδες μεγάλες, στο τέλος μας κέρασαν γλυκά και έχουμε τα καλύτερα λόγια για το σερβίρισμα.
Σίγουρα σε επόμενη επίσκεψη θα ξαναπάμε
Καλπάκι
Το ιστορικό χωριό και η μάχη του 1940 που έμεινε στην ιστορία
Την άλλη μέρα το πρωί, πήραμε το δρόμο για την Κόνιτσα, αν και πολλές οι στροφές, ο δρόμος ήταν σε πολύ καλή κατάσταση.
Το έπος του 1940 γράφτηκε σε παγωμένα βουνά και ακριτικά χωριά. Οικισμοί που μέχρι και σήμερα τιμούν τους Έλληνες που έπεσαν στα χώματά τους για την ελευθερία της Ελλάδας. Στα ελληνοαλβανικά βουνά γράφτηκε μεγάλο μέρος της ιστορίας και στα χωριά της Ηπείρου δόθηκαν αλησμόνητες μάχες. Όπως η περίφημη Μάχη στο Καλπάκι.
Το Καλπάκι είναι ένα κεντρικό χωριό σε κομβικό σημείο στο νομό Ιωαννίνων. Βρίσκεται πάνω στην εθνική οδό που συνδέει την πόλη των Ιωαννίνων με την Κόνιτσα. Το χωριό είναι απλωμένο σε μια μεγάλη πλέον έκταση και διαθέτει τα πάντα εξυπηρετώντας τα χωριά του Πωγωνίου αλλά και της Κόνιτσας.
Και φυσικά οι μνήμες από το Έπος του '40 είναι ζωντανές και τιμώνται.
Αν βρεθείς στο Καλπάκι θα δεις ότι στο λόφο πάνω από το χωριό δεσπόζει ο επιβλητικός μπρούντζινος ανδριάντας του Μαχητή του ’40.
Πρόκειται για ένα μνημείο των πεσόντων στη Μάχη του Καλπακίου, που φιλοτεχνήθηκε από τον καθηγητή του Πολυτεχνείου και γλύπτη Λάζαρο Λαμέρα.
Το σίγουρο είναι ότι θα σε κυριεύσει δέος και συγκίνηση. Κάθε χρόνο πραγματοποιείται εκεί αναπαράσταση της μάχης.
Στην είσοδο του χωριού υπάρχει επίσης και το Μουσείο Πολέμου 1940-41 το οποίο εγκαινιάστηκε το 1975.
Στον προαύλιο χώρο του Μουσείου εκτίθενται βαρέα όπλα Πυροβολικού που χρησιμοποιήθηκαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο.
Το Καλπάκι είναι ένα ελληνικό χωριό με μεγάλη ιστορία που σου θυμίζει με τον πιο δυνατό τρόπο τις θυσίες και τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία.
Η Κόνιτσα και το Πέτρινο Γεφύρι της
Όμορφη ήταν η διαδρομή, δεξιά τα Ζαγοροχώρια, αριστερά και στο βάθος τα βουνά της Αλβανίας.
Χωρίς να το καταλάβουμε και κεφάτοι περάσαμε τη γέφυρα του ποταμού Βοϊδομάτη και μπήκαμε στην κοιλάδα και στον κάμπο της Κόνιτσας.
Η πόλη της Κόνιτσας απλώνεται στην πλαγιά του βουνού Τραπεζίτσα και έχει υψόμετρο 600μ περίπου. Στα πόδια της προεκτείνεται ο κάμπος της Κόνιτσας και της Κλειδωνιάς.
Στην πεδιάδα αυτή συνενώνονται τρία ποτάμια: ο Σαραντάπορος, ο Αώος και ο Βοϊδομάτης.
Η περιοχή ορίζεται από τους συμπαγείς όγκους του Γράμμου στα βόρεια, του Σμόλικα στα ανατολικά, της Γκαμήλας στα νότια και του Κάμενικ και της Νεμέρτσικας στα δυτικά.
Η μορφολογία του εδάφους και η υδρογραφία του χώρου διαμορφώνουν στην περιοχή τέσσερεις φυσικές μικροπεριοχές: α) της κοιλάδας του Σαραντάπορου (βόρεια), β) της κοιλάδας του Αώου (ανατολικά), γ) του λεκανοπεδίου της Κόνιτσας (νότια) και δ) της αλπικής ζώνης.
Στην νοτιοδυτική άκρη της πόλης, ακριβώς στην είσοδο της χαράδρας του Αώου, βρίσκεται το μεγάλο μονότοξο γεφύρι της Κόνιτσας, το οποίο κτίστηκε το 1870- 71 από συνεργείο 50 μαστόρων με επικεφαλής τον πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζο από την Πυρσόγιαννη.
Το γεφύρι χτίστηκε με δωρεές των κατοίκων της πόλης και κυρίως του Γιαννιώτη Ιωάννη Λούλη, ο οποίος διέθεσε περίπου τα μισά από τα 120.000 γρόσια που κόστισε η κατασκευή του.
Στην ίδια θέση είχε κατασκευαστεί παλιότερα, το 1823, ένα ξύλινο γεφύρι, το οποίο όμως δεν άντεξε την ορμή του ποταμού και καταστράφηκε πολύ σύντομα.
Το σημερινό πέτρινο γεφύρι έχει διαστάσεις 36 μέτρα άνοιγμα και 20 μέτρα ύψος ενώ κάτω από την καμάρα του διακρίνεται η μικρή καμπάνα που σήμαινε για να προειδοποιήσει τους περαστικούς να μην διαβούν το γεφύρι όταν φυσούσε δυνατός άνεμος από το εσωτερικό της χαράδρας, οπότε και υπήρχε κίνδυνος να παρασυρθούν και να πέσουν.
Αρμονικά δεμένοι μέσα στο φυσικό χώρο βρίσκονται οι οικισμοί με τα γεφύρια, τα μοναστήρια, τα εξωκλήσια, τις βρύσες, τους παλιούς νερόμυλους.
Είναι τα χωριά των μαστόρων, των ξυλογλυπτών, των ζωγράφων και των αγιογράφων γνωστά ως Μαστοροχώρια, τα χωριά της Λάκκας του Αώου, τα καμποχώρια, και τα ημινομαδικά κτηνοτροφικά χωριά.
Μια περιοχή με πλούσια ιστορία και ζωντανή πολιτισμική παράδοση, με τα μνημεία της, τη μουσική της, το ανθρώπινο δυναμικό της, που σας περιμένει να την ανακαλύψετε.
Η περιοχή της Κόνιτσας φημίζεται για τις κατασκευές γεφυριών που παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου και θυμίζουν το μεγαλείο του ανθρώπου.
Η Κόνιτσα αποτελεί την αφετηρία των επισκεπτών που θέλουν να εξερευνήσουν τα χωριά της Πίνδου και όσους αγαπούν τις δραστηριότητες στο βουνό.
Από την άλλη είναι ένα όμορφο γραφικό χωριό κρατώντας πιστά την αρχιτεκτονική της Ηπείρου και φυσικά ο επισκέπτης θα απολαύσει ντόπιες παραδοσιακές γεύσεις.
Το μέρος έχει καταφέρει να κρατήσει τη γραφικότητα του, χωρίς να επηρεαστεί από τον τουρισμό. Οι επισκέπτες μαγεύονται από την ομορφιά του τόπου όπου συνδυάζει μοναδικά την ηρεμία με τις αθλητικές δραστηριότητες, ενώ κάθε εποχή έχει τη δική του ομορφιά.
Περπατώντας μέσα στη Κόνιτσα έχεις την εντύπωση πως ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω μιας και μέσα στα λιθόκτιστα σοκάκια του χωριού συναντάς επιβλητικά αρχοντικά και τοξωτά γεφύρια- μάλιστα η ευρύτερη περιοχή έχει αρκετά.
Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες οι επισκέπτες και οι ντόπιοι απολαμβάνουν τις βουτιές τους στα ποτάμια με τα δροσερά νερά.
Το χειμώνα η ομίχλη και τα χιόνια κάνουν το τοπίο πιο παραμυθένιο σαγηνεύοντας τον επισκέπτη που φεύγοντας θα δώσει υπόσχεση να επιστρέψει σύντομα.
Μόλις 800μ. από το κέντρο της Κόνιτσας στην Ήπειρο, το πετρόκτιστο Panorama διαθέτει πισίνα και παραδοσιακά διακοσμημένο εστιατόριο.
Το μπαλκόνι του έχει καταπληκτική θέα στο καταπράσινο περιβάλλον του κάμπου της κοιλάδας της Κόνιτσας, όπου ανταμώνουν και τρία ποτάμια.
Ήπιαμε τσιπουράκι με μεζέ ζεστή σπιτίσια τυρόπιτα, καπνιστή πέστροφα και μια χωριάτικη σαλάτα με τοπικά προϊόντα.
Το σερβίρισμα της κυρά-Μαρίας πολύ φιλικό και ζεστό. Πιάσαμε κουβέντα, με πολύ περηφάνεια και καμάρι μας έκανε τήλε-ξενάγηση του κάμπου και των πανέμορφων κατάσπαρτων χωριών που απλώνονταν μπροστά μας και της Αλβανίας απέναντι.
Αφαιρέθηκα, ταξίδεψα νοερά πίσω, στη Κυριακή το απόγευμα, της 2ας Ιουλίου, του 1961. Ο δάσκαλος και πολύ καλός φίλος, ο Θύμιος, αφού μου χάρισε ένα από τα καλύτερά μου Σαββατοκύριακα της ζωής μου μέχρι τότε με έβαλε στο λεωφορείο της γραμμής Γιάννινα - Κόνιτσα και έφυγα.
Τότε, 11 χρόνια μετά τον εμφύλιο, και δεδομένης της θέσης της Αλβανίας για την Ελλάδα, οι έλεγχοι ήταν πολύ αυστηροί για να ταξιδεύεις προς την κατεύθυνση αυτή. Πέρα από την ταυτότητα έπρεπε να έχεις και έγγραφη άδεια από την τοπική αστυνομία. Αυτή μου την είχε κανονίσει ο αδελφός μου Λάμπρος, που, επιπλέον είχε κανονίσει κάποιος φίλος του αστυνομικός να με παραλάβει στο σταθμό των λεωφορείων της Κόνιτσας.
Μετά, από κάνα δυό ώρες έφτασε το λεωφορείο στην Κόνιτσα. Χάρηκα τη διαδρομή και εντυπωσιάστηκα από το πέτρινο γεφύρι της. Ήταν, πολύ πιο μεγάλο και ψηλό από εκείνο του χωριού μου στην Πέτρα της Σαρακίνας, και με ένα τόξο.
Πολύ καλό παιδί ο χωροφύλακας, Γιώργο τον λέγανε, ήταν δεν ήταν 25 χρονών, καταγόταν από ένα χωριό της Άρτας. Κέρασε ζεστή τυρόπιτα και με πήγε στο μικρό ξενοδοχείο, τρία βήματα πιο πάνω.
Ήταν η πρώτη φορά που έμεινα σε ξενοδοχείο. Ωραία θέα το δωμάτιο και καλοστρωμένο με κάτασπρα σεντόνια κρεββάτι. Ο ιδιοκτήτης μου είπε ότι είναι από το Παλιοσέλλι, το χωριό όπου ήταν καπετάνιος ο Λάμπρος, που είναι πολύ φίλος του και ότι είναι φίλος του και δεν θα πληρώσω τίποτα.
Όμορφο και μεγάλο χωριό η Κόνιτσα, όχι όμως τόσο ωραίο όσο η Καλαμπάκα. Περπάτησα το βράδι στην πλατεία, έκατσα σε μια ωραία ταβερνούλα, παράγγειλα ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά. Παραφουσκωμένο και πολύ νόστιμο το πιάτο. Έβαλα κι ένα τραγουδάκι στο τζουκ μποξ, μεράκλωσα, αχ πόσο ωραία είναι η ζωή είπα. Πλήρωσα 3 δραχμές. Και, κατά τις 10 ανηφόρισα για το δωμάτιο. Έπρεπε να ξυπνήσω πρωί γιατί το φορτηγάκι-λεωφορείο έφυγε στις 8 η ώρα το πρωί. Γρήγορα, κατακουρασμένο. με πήρε ο ύπνος.
-Τάσο, αργήσαμε πρέπει να φεύγουμε για το Παλιοσέλλι με σκούντησε η Λίνα χωρίς να ξέρει ότι εγώ ήμουνα έτοιμος εδώ και 62 χρόνια…
Ελεύθερο
Και, ξεκινήσαμε με τη Λίνα. Πολύ καλός, ασφαλτοστρωμένος δρόμος, καμμιά σχέση με τον παλιό.
Θυμάμαι τότε ήταν χωματόδρομος με πάρα πολύ κορνιαχτό.
Το φορτηγάκι αγκομαχούσε. Δεν βλέπαμε έξω τη φύση ήταν κλειστό
Αναρίθμητες οι στροφές και σχεδόν τέσσερεις ώρες για τριάντα χιλιόμετρα.
Τότε, πηγαίνοντας προς το Παλιοσέλλι, σταματήσαμε σε ένα στέκι για να κατουρήσουμε και να πάρουμε μια ανάσα.
Κατάφυτη από έλατα η διαδρομή, πανέμορφα και πολύ κακοτράχαλα απέναντι τα βουνά της Τύμφης και η ψηλή κορυφή της Καμήλας.
Κάτω το φαράγγι του ποταμού Αώου.
Αριστερά μας ο πανύψηλος Σμόλικας και ο Κλέφτης.
Καμένη η κορυφή, απορώντας ρώτησα τον οδηγό γιατί ήταν καμένα τα δάση της κορυφής;
Α… λέει είναι ο Κλέφτης.
Εκεί η Βασιλική Αεροπορία για μέρες βομβάρδιζε τους αντάρτες στα καταφύγια γαζώσανε και ξυρίσανε την κορυφή, τίποτα δεν έμεινε όρθιο και άκαυτο.
Ήταν … μόλις 10 χρόνια μετά τον συμμοριτοπόλεμο.
Λίγα μόλις χρόνια πριν η ανακοίνωση συγκρότησης της «Κυβέρνησης των Βουνών», ξημερώματα Χριστουγέννων του 1947, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας με δύναμη δύο ταξιαρχιών 2.000 – 2.500 ανδρών συνολικά, επιτίθεται κατά της Κόνιτσας χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά πυροβολικό.
Ήταν ξεκάθαρο πως μετά την ανακήρυξη κυβέρνησης, αναζητούνταν τώρα και μια πόλη που θα εκτελούσε χρέη πρωτεύουσας.
Η αποτυχία κατάληψης της Κόνιτσας ανάγκασε την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση να μην έχει έδρα, μετακινούμενη συνεχώς στους ορεινούς όγκους της βόρειας Πίνδου.
Ο βίος της εν λόγω κυβέρνησης θα τερματιστεί τον Αύγουστο του 1949, μαζί με την οριστική στρατιωτική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Το Ελεύθερο (πρώην Γκρισπάνη[) είναι ορεινό χωριό του δήμου Κόνιτσας.
Κτισμένο σε υψόμετρο 900 μ. συμπεριλαμβάνεται στην ιστορική περιοχή των Μαστοροχωρίων, ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 75 κατοίκους.
Διασχίζοντας το Ελεύθερο, θυμήθηκα πόσο ωραία είχαμε περάσει με τον Λάμπρο, τον χωροφύλακα τον Μηνά, και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό δάσκαλο Δημήτρη, που καταγόταν από το Ελεύθερο, στο πανηγύρι του Σωτήρα στις 6 Αυγούστου 1961, ψητά, μπύρες μα πάγο από τον Σμόλικα, τραγούδι και πολύ χορό! Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ ήταν το αγαπημένο μας τραγούδι τότε.
Παλιοσέλλι
Και, έχοντας στο μυαλό μου και τραγουδώντας από μέσα μου τη Μαργαρίτα Μαργαρώ, ξεπρόβαλλε απέναντί μας το όμορφο Παλιοσέλλι, τίποτα δεν είχε αλλάξει 62 χρόνια μετά.
Φτάσαμε στην πλατεία με τα πολλά νεράκι, το μικρό ρέμα με γάργαρο νεράκι και την ωραία εκκλησία με το ψηλό καμπαναριό.
Τίποτα δεν είχε αλλάξει!
Πήραμε μερικές βαθιές ανάσες, υψόμετρο 1100. Ξεμουδιάσαμε, έκανα το σταυρό μου που ο θεός με αξίωσε να ξανάρθω, ύστερα από μια ζωή. Και ανηφορίσαμε για την εκκλησία.
Με τα χρόνια είχε γείρει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Μπήκαμε μέσα, απέπνεε σεβασμό η παλιά εκκλησία.
Άναψα μια λαμπάδα για μένα και μια για την ψυχή του αδελφού μου, που εκεί ψηλά, απομονωμένος σαν τους αετούς, έμεινε έξη ολόκληρα χρόνια.
Η Λίνα βγήκε και κατηφόρισε προς την ταβερνούλα δίπλα στα πλατάνια, στην πλατεία.
Εγώ έμεινα, ήθελα να προσευχηθώ να αυτοσυγκεντρωθώ.
Και ταξίδεψα, πίσω σε εκείνο το καλοκαίρι του 1961. Μισοζαλισμένος, χλωμός από τη ζαλάδα, σκονισμένος από τον κορνιαχτό του ορεινού χωματόδρομου, κατέβηκα.
Έπεσα στην αγκαλιά του Λάμπρου, είχα ένα χρόνο να τον δω.
Μας κέρασαν κρύο νερό και λουκούμι κάτω από τον πλάτανο, και ύστερα από κάνα τέταρτο πήραμε την βαλίτσα και ανηφορίσαμε. Δεν ήταν πάνω από 10 κιλά και τα περισσότερα από αυτά ηταν βιβλία.
Στην ανηφόρα προς το σταθμό της Χωροφυλακής και σπίτι του Λάμπρου, τα είπαμε καλύτερα. Μπράβο σου μου είπε για την πρόοδό μου στο σχολείο, είσαι άριστος μαθητής και θα κάνω ό,τι μπορώ για να στηρίξω τις σπουδές σου, και είμαι βέβαιος ότι θα περάσεις όπου θέλεις.
Φτάνοντας, στο δίπατο διοικητήριο-σπίτι, πιο ψηλά από όλα στην ανατολική πλευρά του χωριού μας, περίμεναν οι δυο χωροφύλακες του Λάμπρου ο Μηνάς από τη Φιλιππιάδα και ο Θόδωρος από την Άρτα.
Χαιρετηθήκαμε, τα είπαμε για λίγο. Και, ύστερα ανεβήκαμε στο δωμάτιο, δεξιά ήταν το Γραφείο του καπετάνιου και αριστερά το δωμάτιό του. Είχε και πινακίδα ‘Γραφείο Διοικητού’.
Ένα ωραίο δωμάτιο με τη γνώση και την εμπειρία που είχα τότε. Δυό κρεβατάκια, αριστερά και δεξιά και κουβέρτες που έγραφαν Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή. Καλοστρωμένα. Ένα μικρό τραπεζάκι με δυό ξύλινες καρέκλες και μια μεγάλη ντουλάπα. Στο κομοδίνο κάθε κρεβατιού υπήρχε κα μια λάμπα πετρελαίου. Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός τότε. Ωστόσο, είχαν ένα ραδιόφωνο μπαταρίας.
Τακτοποιηθήκαμε, και κατεβήκαμε για φαγητό. Κοτόπουλο με πατάτες, τυρί φέτα και σαλάτα τομάτα από τις τομάτες του σταθμού. Υπήρχε μεγάλος κήπος γύρω γύρω από το οίκημα. Μεγάλη η μερίδα. Μόνοι τους μαγείρευαν και τόσο όσο να το τρώνε όλο γιατί δεν είχαν ψυγείο.
Το απόγευμα, περπατώντας στα σοκάκια του χωριού ο Λάμπρος μου διηγήθηκε την ιστορία του χωριού καθώς και των άλλων δύο, του Ελεύθερου και των Πάδων που διοικούσε και ήταν υπεύθυνος για την ασφάλειά τους.
Μου είπε, επίσης, ότι πρέπει να είμαι πολύ ευγενικός με τους χωροφύλακες να συμμετέχω κι εγώ σε όλες τις δουλειές της κουζίνας και του κήπου.
Το πρωί να κάθομαι στο δωμάτιο να διαβάζω ή όποτε θέλω να πηγαίνω στην πλατεία του χωριού.
Αυτό το καλοκαίρι πρέπει να αποφασίσεις που θέλεις να σπουδάσεις και να αρχίσεις από εδώ την προετοιμασία. Μάλιστα μπορούμε να έχουμε και άμιλλα, εγώ προετοιμάζομαι για εξετάσεις ως ενωμοτάρχης τον Σεπτέμβριο και εσύ χωρίς τέτοιο άγχος για εξετάσεις δυό χρόνια μετά.
Του είπα, ότι σχεδόν έχω αποφασίσει για την κατεύθυνση. Ο μεγάλος στόχος είναι η Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας, ΣΜΑ, μου είπαν ότι είναι πολύ μα πολύ δύσκολη η εισαγωγή, άρα σκέφθηκα, θα είναι και πολύ καλή, και είναι και στρατιωτική σχολή, και είναι και σχολή Μηχανικών. Αναπληρωματική Σχολή θα είναι το Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης, η Σχολή των Πολιτικών Μηχανικών.
Πολύ ωραία μου είπε. Μάλιστα έφερα και όλα τα φροντιστηριακά βιβλία να αρχίσω να τα διαβάζω πριν τα διδαχθούμε.
Και, έτσι έκανα, κάναμε, εκείνο το Καλοκαίρι, διάβασμα οκτώ ώρες την ημέρα, τέσσερεις το πρωί και τέσσερεις το απόγευμα. Είχαμε και χρόνο να περπατάμε, να βγαίνουμε στην πλατεία να πάμε στα γύρω χωριά τις Κυριακές με τα πόδια. Και, ο Λάμπρος πέρασε για ενωμοτάρχης τον Σεπτέμβριο. Εγώ, πρώτος στη ΣΜΑ δυό χρόνια μετά. Εκεί, εκείνο το καλοκαίρι μπήκαν οι βάσεις, οι στόχοι και το όραμα.
Θυμήθηκα, εκεί στην περισυλλογή μου μέσα στην εκκλησία πόσο καλά είχαμε περάσει, στα πανηγύρια του Παλιοσελλίου της Αγίας Παρασκευής, του Ελεύθερου του Αγίου Σωτήρα και των Πάδων τον Δεκαπενταύγουστο. Τρεις μέρες, μουσική, χορός και φαγοπότι. Ακόμη βουίζουν τα αυτιά μου.
Θυμήθηκα ότι έκανα ένα ονειρεμένο καλοκαίρι τότε και για πάν από πενήντα χρόνια ήθελα να ξανάρθω σα να ήταν να προσκυνήσω και να αποτίσω φόρο τιμής. Ήθελα να έλθω με τον Λάμπρο δεν τα καταφέραμε.
Έκανα πάλι τον σταυρό μου, ασπάστηκα τις εικόνες της Αγίας Παρασκευής και της Παναγίας, και κατηφόρισα στο ταβερνάκι που ήδη η Λίνα καθίσει. Ένας καλοκάγαθος τριαντάρης, ο ιδιοκτήτης ο Μήτσος, μας έφερε δικό του τσιπουράκι, βραστό αυγό, αγγουράκι, λίγο τυρί και φέτα. Συζητήσαμε τα του χωριού. Του είπα ότι ήμουνα με τον αδελφό μου, που ήταν σταθμάρχης χωροφυλακής, δυό καλοκαίρια εδώ, το 1961 και 1965. Δεν είχα γεννηθεί μας λέει, αν ζούσε ο μακαρίτης ο παππούς μου θα τον ήξερε πολύ καλά. Του έδειξα το δίπατο σπίτι όπου ήταν ο σταθμός, οι κληρονόμοι του το πωλούν αν ενδιαφέρεστε.
Το Παλιοσέλλι είναι ορεινό Βλάχικο χωριό του νομού Ιωαννίνων. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1100 μέτρων στις πλαγιές του Σμόλικα.
Η ονομασία του Παλιοσελλίου προέρχεται από τους αρχαίους Σελλούς, τους αρχαιότερους κατοίκους της επαρχίας Δωδώνης, η οποία τότε έφτανε ως την Ιλλυρία.
Ο Ησίοδος και ο Όμηρος αναφέρουν ότι οι Σελλοί βρήκαν καταφύγιο κοντά στους Τυμφαίους κτηνοτρόφους.
Μεταγενέστερες μαρτυρίες ιστορικών συγκλίνουν σε μια κοινή διαπίστωση: ότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής ήταν Έλληνες. Στους Σελλούς αποδίδεται και η ονομασία του χωριού. "Η κατοικία των παλαιών Σελλών".
Ένδοξη σελίδα χάραξε το Παλιοσέλλι το 1940 με την έναρξη του πολέμου, όταν οι Ιταλοί με τη Μεραρχία «Τζούλια» εγκλωβίστηκαν στη Λάκκα Αώου. Εκεί χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με σκοπό να ενωθούν στο Μέτσοβο.
Η μια εξ αυτών κατευθυνόταν προς το Κεράσοβο -Σαμαρίνα-Δίστρατο-Βοβούσα-Μέτσοβο. Η άλλη, ερχόμενη από τη Μόλιστα και διασχίζοντας τη Νταλιόπολη, περιοχή όπου δόθηκαν σκληρές μάχες, κατέλαβε το χωριό και στρατοπέδευσε στις θέσεις Σούρπασα και Άγιο Δημήτριο.
Ελληνικός στρατός, όμως, επιτιθέμενος με ένα τάγμα πεζικού της 8ης Μεραρχίας Ιωαννίνων, με Διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Μαρδοχαίο Φριζή και συνοδεία Ορειβατικού πυροβολικού, σε συνεργασία με τους κατοίκους του Παλιοσελλίου, μέσω Βρυσοχωρίου, αναχαίτισε τους Αλπινιστές.
Όπως σε όλα τα χωριά της περιοχής, έτσι και στο Παλιοσέλλι πραγματοποιείται κάθε χρόνο τριήμερο πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο, όπου οι επισκέπτες είναι πολλοί.
Στο χωριό σήμερα λειτουργεί καφέ - αναψυκτήριο -ταβέρνα ενώ αναμένεται και η λειτουργία ξενοδοχείου.
Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής. Χτίστηκε το 1864. Είναι χαρακτηριστικός για την κλίση που έχει ( 2 μοίρες μικρότερη του πύργου της Πίζας).
Το σπάνιας ομορφιάς ξυλόγλυπτο τέμπλο, η εσωτερική ξύλινη ζωγραφισμένη οροφή καθώς και τοιχογραφίες του, τον κατατάσσουν στα μνημεία που πρέπει ο επισκέπτης της περιοχής οπωσδήποτε να επισκεφτεί.
Ο νερόμυλος Καπέτη κτίστηκε το 1846. Είναι βυζαντινού ή ανατολικού τύπου, χτισμένος σε πλαγιά ώστε να εκμεταλλεύεται την δύναμη του νερού κατά την πτώση του.
Η φτερωτή είναι οριζόντια. Λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του 70΄. Σήμερα μετά την επισκευή του μπορεί να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του.
Το Λαογραφικό μουσείο, στεγάζεται στο χώρο του κλειστού πλέον δημοτικού σχολείου. Φιλοξενεί εκθέματα από την καθημερινή ζωή του χωριού, έκθεση παλιών φωτογραφιών καθώς και έργα καλλιτεχνών του χωριού.
Από το χωριό ξεκινάνε πολλές περιπατητικές διαδρομές για τα γύρω βουνά και λειτουργούν 2 καταφύγια υπό την επίβλεψη του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου, ένα ξύλινο και ένα πέτρινο.
Πάδες
Μετά από δυό ώρες διάλειμμα στο Παλιοσσέλι κατευθυνθήκαμε προς τις Πάδες το διπλανό χωρίο, ένα πανέμορφο χωριό και με πολύ ίσιωμα.
Θυμήθηκα εκεί το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου, και το περήφανο τσάμικο του Λάμπρου, το αγαπημένο του, Ένας Πασάς Διαβαίνει:
Ένας πασάς διαβαί- μωρέ διαβαίνει, κι άλλος έ- κι άλλος έρχεται/ στα Τρίκαλα πηγαί-ωρε πηγαίνουν, ωρέ μές τον κα- μές τόν κασαμπά
/Γυρεύουν τους παπά- μώρε παπάδες, μώρε τούς Τρικά- τούς Τρικαλινούς/ γυρεύουν τούς γερό- μωρέ γερόντους/ ωρέ τ’ Ασπροπό- τ’ Ασπροπόταμου
γυρεύουν τον Δημάκη μωρέ Δημάκη/ απ’ την Κα- απ’ τήν Καστανιά (2x)/ Γυρεύουν τον Δημάκη απ’ την Καστανιά./ Δημάκης τρώει και πίνει στα ψηλά βουνά
Ο Λάμπρος τραγουδούσε και χόρευε εξαιρετικά. Σε αυτά τα δύο. Δυστυχώς δεν τον έμοιασα καθόλου.
Ήταν στο χορό και το κορίτσι του, ένα πολύ όμορφο – σαν παπαρούνα του Σμόλικα -18χρονο κορίτσι που μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, αυτό ανέβασε ακόμη πιο πολύ το τσάμικο του Λάμπρου.
Ποτέ δεν είδα ξανά τον Λάμπρο, τόσο ευτυχισμένο, τόσο περήφανο, τόσο ψηλά.
Πολύ αργότερα έμαθα ότι αυτό το κορίτσι έφυγε σαν νύφη στην Αυστραλία.
Ως ένας από τους πιο βουνίσιους οικισμούς στα ορεινά των Ιωαννίνων, οι Πάδες διαθέτουν την κοντινότερη πρόσβαση στη Δρακόλιμνη του Σμόλικα, καθώς είναι χτισμένοι στις νότιες παρυφές του, στο επιβλητικό υψόμετρο των 1140 μέτρων.
Η φήμη της πανέμορφης Δρακόλιμνης του Σμόλικα ή αλλιώς του Λύγκα μεγαλώνει συνεχώς τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει στη διασημότητα και τα κοντινότερα ορεινά χωριά, που εδώ και δεκαετίες είχαν μάθει σε πιο ήσυχους βίους.
Οι Πάδες, όμως, μπόρεσαν και κράτησαν αυτόν τον χαρακτήρα, συνδυάζοντάς τον με μια ήπια τουριστική ανάπτυξη.
Τα αξιοθέατα στους Πάδες δεν είναι και λίγα, αποζημιώνοντας πλήρως όσους λάτρεις των ψηλών βουνών ή/και του χειμερινού τουρισμού φτάνουν μέχρι εδώ.
Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν από το Ζαγόρι, η δε ονομασία Πάδες προέρχεται –κατά πάσα πιθανότητα– από τη βλάχικη λέξη «πάντε», η οποία σημαίνει «ίσιωμα».
Λίγο έξω από τον οικισμό βρίσκεται ένας χαρακτηριστικά ογκώδης βράχος, τον οποίον οι ντόπιοι αποκαλούν «Πέτρινη Γριά».
Μέσα στο χωριό, τώρα, θα δείτε άφθονα παραδοσιακά σπίτια σκεπασμένα με τσίγκια, καθώς τα κεραμίδια δεν είναι πρακτικά για τόσο ορεινά τοπία.
Αξίζει βέβαια να περάσετε και από την κεντρική εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία οικοδομήθηκε το 1784, έχει και τοιχογραφίες του 1823. Ακόμα παλιότερη θεωρείται η Παναγία του Κάτω Μαχαλά, κάτι φανερό από τις εικόνες του 16ου και 17ου αιώνα που φιλοξενεί, καθώς το σημερινό κτήριο είναι του 1938.
Περάσαμε και από το μνημείο για τους πεσόντες στην κεντρική πλατεία, το οποίο τιμά την καταστροφή του χωριού από τους Γερμανούς, τον Οκτώβρη του 1943.
Δίστρατο
Κάτσαμε μια ώρα στις Πάδες, ήπιαμε καλό ελληνικό καφέ και πήραμε το δρόμο, ανατολικά, προς το Δίστρατο, το άκουγα τότε από τον Λάμπρο αλλά και στο μαγνητικό τηλέφωνο που ήταν παράλληλο σε όλα τα ανατολικά χωριά της κοιλάδας του Αώου στον Σμόλικα.
Στο Δίστρατο στην πλατεία φάγαμε την καλύτερη πέστροφα και ψητές μελιτζάνες. Ο Γιώργος ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας μας κέρασε και λικέρ σπιτικό. Ήταν συμπαθέστατος και αγαπούσε πολύ τον τόπο του για τον οποίο ήταν ιδιαίτερα περήφανος.
Αποχαιρετήσαμε τα ωραία χωριά της ανατολικής κοιλάδας του Αώου. Ξεπληρώσαμε το χρέος της ανάμνησης και φύγαμε ανατολικά κατεύθυνση προς τα Γρεβενά, ώστε να πέσουμε μέσα στην Εγνατία Οδό και να πάρουμε την κατεύθυνση προς το Μέτσοβο.
Το ορεινό βλαχοχώρι της Ηπείρου, το Δίστρατο, είναι ένα χωριό με υποδομές φιλοξενίας με ταβέρνες και καφετέριες με ευγενικούς και φιλόξενους ανθρώπους έτοιμους να σου πουν τα πάντα για το χωριό τους και την γύρω περιοχή.
Η υλοτομία, η παραγωγή πέστροφας και γόνου πέστροφας, ο τουρισμός, λόγω της γειτνίασης με το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας, αλλά και οι εναλλακτικές δραστηριότητες που προσφέρει η περιοχή, κράτησαν τους κατοίκους στον τόπο τους.
Το Δίστρατο είναι το τελευταίο από τα 5 χωριά της Λάκκας Αώου. Βρίσκεται στα σύνορα των Ιωαννίνων με τα Γρεβενά και μόλις 20 λεπτά από το χιονοδρομικό.
Η πέστροφα του Διστράτου, έχει ξεχωριστή νοστιμιά γιατί ζει, σε κρύα καθαρά νερά. Είναι τα νερά των πηγών της Βασιλίτσας και συναγωνίζεται τη νοστιμιά της άγριας πέστροφας
Ένα ζωντανό χωριό στην ορεινή Ελλάδα αντιστέκεται στην ερήμωση, που ταλανίζει τους ορεινούς οικισμούς της χώρας μας.
Αν και στα 1.000 μέτρα υψόμετρο, στους πρόποδες της Βασιλίτσας και του Σμόλικα, οι κάτοικοι του δεν το εγκατέλειψαν, γιατί αξιοποίησαν όλα όσα η φύση τους παρέχει απλόχερα.
Η ονομασία του χωριού δίνει και την προνομιακή γεωγραφική του θέση. Είναι πάνω σε δύο στράτες. Η μια για την Κόνιτσα και η άλλη για τα Γρεβενά.
Μέτσοβο
Φεύγοντας από το Δίστρατο και παίρνοντας τη στράτα προς τα Γρεβενά, μέσα από πολύστροφο αλλά καλό επαρχιακό δρόμο. Πού και Πού όμορφα ξενοδοχεία στη μέση του πουθενά σαν σαλέ της Ελβετίας.
Περάσαμε το όμορφο και πολύ τουριστικό χωριό τη Σμίξη, ύστερα άλλα μικρότερα, την Αλατόπετρα και φτάνοντας στους Μαυραναίους μπήκαμε στην Εγνατία. Κατεύθυνση προς Γιάννινα.
Μετά από λίγη ώρα και πολλά τούνελ φτάσαμε στο τρίκορφο Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου. Σταματήσαμε και χαζέψαμε τη Θεσσαλία μέχρι τα Μετέωρα.
Βγήκαμε στο Μέτσοβο, στο Ξενοδοχείο Αρχοντικό.
Το Αρχοντικό Μετσόβου στην καρδιά του Μετσόβου Ιωαννίνων είναι ένα πανέμορφο νεόκτιστο αρχοντικό, φτιαγμένο με αγάπη και μεράκι.
Πέτρα, ξύλο, παραδοσιακό χρώμα και πολυτέλεια συνθέτουν την τοπική παράδοση με την τεχνολογία του σήμερα αναδεικνύοντας το ξενοδοχείο ως τοπικό στολίδι. Προβάλλει και αναδεικνύει το μεγαλείο της πέτρινης καμάρας, του τζακιού, της ξύλινης οροφής, του κρεβατιού, του χαμάμ και του υδρομασάζ….
Όλο το κέντρο του Μετσόβου στα πόδια σου.
Με το που θα φτάσεις στο Μέτσοβο, θα αντικρίσεις αυτό που λέμε παράδοση, μιας και η πόλη είναι ακριβώς έτσι χτισμένη. Υπάρχει μια αρμονία σε σπίτια και καταστήματα στον τρόπο κατασκευής τους και αυτό την κάνει πολύ γραφική.
Την πρώτη μέρα σου μπορείς να την αφιερώσεις κάνοντας βόλτα στα στενά και την πλατεία του Μετσόβου. Θα καταλήξεις να πίνεις καφέ σε κάποιο ζεστό μαγαζί ή να τρως τα φημισμένα κρέατα στα ψητοπωλεία. Το Μέτσοβο φημίζεται εξάλλου για το καλό του φαγητό.
Έτσι, κάναμε κι εμείς, μας είπαν το Αρχοντικό στον κεντρικό δρόμο είναι καλό. Η Λίνα παράγγειλε κατσικάκι λεμονάτο, εγώ μπριζόλα μοσχαρίσια γάλακτος, και μια σαλάτα χόρτα. Σε τρία λεπτά τα φέρανε όλα. Ρωτάω τόσο γρήγορα ψήθηκε η μπριζόλα. Ήταν προ ψημένη, από μέρες ή αφημένη από άλλο πελάτη και την ξαναστέσταναν, λύσσα βέβαια στο αλάτι. Την επέστρεψα, με φασαρία, πενήντα χρόνια δεν μου είχε τύχει τέτοια περίπτωση.
Σηκωθήκαμε και φύγαμε απογοητευμένοι.
Την άλλη μέρα πήγαμε στην πανέμορφη λίμνη των Πηγών Αώου. Ένα τοπίο εκπληκτικής ομορφιάς σε μια τεχνητή λίμνη.
Η τεχνητή λίμνη του Αώου δημιουργήθηκε με την Λίμνη Πηγών Αώου: Υπέροχα νερά και επιβλητικά λιβάδια, στην «καρδιά» της Πίνδου.
Δεν υπήρχε πριν το 1991, αλλά πλέον είναι η πιο ορεινή λίμνη της Ελλάδας, διαθέτοντας πλούσια χλωρίδα και πανίδα.
Μιλάμε συχνά –και δικαίως– για το μεγαλείο της φύσης και τις «καλλιτεχνικές» της δυνάμεις, οι οποίες διαμορφώνουν τοπία που μας αφήνουν άναυδους με την ομορφιά τους. Μερικές φορές, όμως, είναι και η δική μας παρέμβαση, που οδηγεί σε ανάλογα αποτελέσματα.
Ένα τέτοιο ελληνικό παράδειγμα ευεργετικής παρέμβασης στο περιβάλλον είναι και η Λίμνη Πηγών Αώου, η οποία έχει χαρακτηριστεί κι επισήμως σαν τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Βρίσκεται στο οροπέδιο Πολιτσές, στο ανατολικό τμήμα της περιφερειακής ενότητας Ιωαννίνων (κοντά στο Μέτσοβο), σε υψόμετρο 1350 μέτρων –κάτι που την καθιστά ως την πιο ορεινή λίμνη της χώρας μας.
Η Λίμνη Πηγών Αώου εντοπίζεται στην «καρδιά» της βόρειας Πίνδου, ανάμεσα στο εθνικό πάρκο Βάλια Κάλντα και στο εθνικό πάρκο Βίκου-Αώου.
Η έκτασή της ανέρχεται σε 11,5 τ. χλμ., ενώ το βάθος της ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το σημείο όπου βρίσκεται κανείς: σε κάποια μπορεί να είναι λιγότερο από 1 μέτρο, σε άλλα να φτάνει τα 7-8 μέτρα ή ακόμα και τα 80 μέτρα, κοντά στο φράγμα της Δ.Ε.Η. στον ποταμό Αώο.
Το οροπέδιο Πολιτσές θεωρείται κομμάτι της βόρειας Πίνδου και είναι τόπος που πάντα είχε μεγάλη γεωγραφική, και όχι μόνο, σημασία. Στην αρχαιότητα, λ.χ., ήταν το σπουδαιότερο πέρασμα από την Ήπειρο προς τη Μακεδονία, ενώ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε «καραούλι».
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι εδώ δημιουργήθηκε και η τεχνητή Λίμνη το 1991, όταν η Δ.Ε.Η. αποφάσισε να κατασκευάσει φράγμα στον ποταμό Αώο, ώστε να εκμεταλλευτεί το νερό από τις πηγές του. Σχέδιο που στέφθηκε με επιτυχία, καθώς υπολογίζεται ότι το έργο έχει αυξήσει τη μέση παραγωγή υδροηλεκτρικού δυναμικού της Ελλάδας κατά 7%.
Από τότε δημιουργήθηκε ένα σύνολο με μικρές λιμνούλες, ρυάκια, περιμετρικά λιβάδια, αλλά και μια όμορφη, δαντελωτή ακτογραμμή, η οποία περιέκλεισε μικρά, καταπράσινα φιόρδ και νησάκια, αναβαθμίζοντας αισθητικά όλο το οροπέδιο. Συγκροτήθηκε έτσι ένα ειδυλλιακό τοπίο, το οποίο γοητεύει –ειδικά τα καλοκαίρια, όταν κορυφώνεται η τουριστική κίνηση– μα επέτρεψε συνάμα και την ιδιαίτερη ανάπτυξη χλωρίδας και πανίδας.
Στην ανατολική πλευρά της Λίμνης βρίσκεται ένα δάσος με μαύρα πεύκα και ρόμπολα, ενώ στη δυτική της όχθη αναπτύσσεται δάσος με οξιές.
Επιπλέον, η χλωρίδα περιλαμβάνει αγριοκορομηλιές, αλλά και σπάνιες ορχιδέες δίπλα στα ρυάκια ή άγριους νάρκισσους στα λιβάδια.
Η ακτογραμμή περιλαμβάνει μικρά φιόρδ και γραφικά νησάκια.
Στην πανίδα, πάλι, πρωταγωνιστούν πουλιά που ζουν κοντά σε λίμνες, ποτάμια και δάση, όπως κούκοι, μαύροι πελαργοί, αλκυόνες, μπεκάτσες ή φάσες, ωστόσο βρίσκει κανείς και σαλαμάνδρες, βατράχους, αρκούδες, λύκους, λαγούς και αλεπούδες, ακόμα και ζαρκάδια.
Πλούσια ζωή έχουν όμως και τα ίδια τα νερά, καθώς φιλοξενούν αλπικούς και μακεδονικούς τρίτωνες –χέλια, ιονικές πέστροφες, γριβάδια και οξύρρυγχους του Δούναβη.
Συνεχίσαμε την ωραία διαδρομή μας, οδηγώντας ανατολικά προς την Μηλιά, σε δέκα λεπτά είμασταν εκεί. Πολλές αγελάδες και κοπάδια προβάτων στα πράσινα μπαήρια.
Η Μηλιά, ένα χωριό ταξίδι στο χρόνο, στη σκιά του Μετσόβου.
Σε κοντινή απόσταση όμως καλά κρυμμένη σε υψόμετρο 1300 μέτρα βρίσκεται η Μηλιά ή στην τοπική βλάχικη διάλεκτο Αμέρου.
Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι στο χωριό δεν ξεπερνούν τους 400.
Μπορεί η Μηλιά να μην διαθέτει ξενώνες, καταλύματα και πολλές ταβέρνες όμως η απλότητα, παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η απερίγραπτη ομορφιά του τοπίου μας αντάμειψαν.
Αυτό που μας έκανε την πρώτη εντύπωση στην πλατεία του χωριού είναι το λεγόμενο σπίτι της Αρκούδας.
Πρόκειται για ένα μια γυάλινο περίπτερο που «φιλοξενεί» μια βαλσαμωμένη αρκούδα.
Το 1992 όταν η αρκούδα ένας κάτοικος του χωριού βρήκε σοβαρά τραυματισμένη μία αρκούδα.
Παρά τις προσπάθειές του η αρκούδα δεν τα κατάφερε. Τότε οι κάτοικοι αποφάσισαν να την βαλσαμώσουν και την έβαλαν στην γυάλινη κατασκευή προς ευαισθητοποίηση ντόπιων και επισκεπτών.
Λίγο έξω από το χωριό βρίσκεται ο εντυπωσιακός καταρράκτης:
Λα Μπουλουβαρού.
Ένα μονοπάτι με ειδική σήμανση σε κοντινή απόσταση από τον δρόμο μας οδήγησε στον καταρράκτη όπου το καλοκαίρι μπορεί κανείς να απολαύσει και το μπάνιο του.
Πήραμε ένα χυμό μήλο, περπατήσαμε και φύγαμε δυτικά προς το Ανήλιο, για μεσημεριανό, μας είπαν ότι έχει καλό φαγητό.
Το Ανήλιο είναι ένα ορεινό, βλαχόφωνο χωριό. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.060 μ. στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου, απέναντι από το Μέτσοβο, και στη σκιά της βουνοκορφής "Φατζέτου" της Πίνδου.
Η βλάχικη ονομασία του είναι Κιάρε που στα βλάχικα, σημαίνει το ανήλιαγο μέρος ... Στο άκουσμα του ονόματος αυτό που περνά από το μυαλό σαν πρώτη εικόνα, φαντάζει ένα μέρος σκιερό, χωμένο βαθιά μέσα στην βουνοπλαγιά, που δε είναι η περίπτωση.
Φυσικά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, το χωριό βρίσκεται σε να πανέμορφο και ηλιόλουστο μέρος, με την θέα τόσο του φυσικού πλούτου, που κάθε εποχή είναι και ξεχωριστή, όσο με τη θέα του παραδοσιακού, κοσμοπολίτικου και γραφικού Μετσόβου, να το κάνει μοναδικό…..
Για πρώτη φορά, ιστορικά, το συναντάμε το 1674 σε επίσημο έγγραφο της τουρκικής δημόσιας διοίκησης όπου αποτέλεσε τον έναν από τους δύο μαχαλάδες του Μετσόβου. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απολάμβανε προνόμια και είχε σχετική αυτονομία και τοπική αυτοδιοίκηση.
Κατά τον Πουκεβίλ, κατοικήθηκε από βλαχόφωνο κτηνοτροφικό πληθυσμό τον 10ο αιώνα, όταν και αναφέρονται για πρώτη φορά οι λατινόφωνοι κάτοικοι, από εποχής της έλευσης των Ρωμαίων στην Ελλάδα, το 167 π.Χ., με την ονομασία Βλάχοι.
Σήμερα, το Ανήλιο, είναι ζωντανό χωριό με περίπου 1.000 ψυχές ανθρώπων, καταστήματα εστίασης και διασκέδασης, ξενοδοχεία.
Το 1854 το χωριό καταστράφηκε μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια για απελευθέρωση από το επαναστατικό κίνημα του Θοδωράκη στην Ήπειρο.
Το Ανήλιο απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 31 Οκτωβρίου 1912.
Φάγαμε στην ταβέρνα ψησταριά ο ΄Βάτραχος’, ο ιδιοκτήτης του ό Κώστας ο Δάλλας, είχε υπηρετήσει στις Ομάδες Υπογείων Καταστροφών του Ναυτικού, στους Βατράχους. Είχε δουλέψει και οκτώ χρόνια σαν σφουγγαράς στην Κάλυμνο.
Ένας καλοκάγαθος, ήρεμος, περήφανος για την υπηρέτηση στις ΟΥΚ και εξαιρετικός ψήστης.
Ένα πανέμορφο και παραδοσιακό μέρος, με πολύ ωραία θέα προς την πλευρά του Μετσόβου.
Φρέσκα, καλοψημένα και απίστευτα νόστιμα κρέατα και μπιφτέκια που τα έκοβε ο Κώστας την ίδια ώρα!!! Ωραίο κόκκινο κρασάκι Αβέρωφ. Μας κέρασαν γιαούρτι με δικά τους καρύδια ...
Ήταν, ήδη 3 η ώρα. Έπρεπε να γυρίσουμε στο Μέτσοβο. Είχαμε πει το απόγευμα να επισκεφθούμε τα ωραιότερα αξιοθέατα του Μετσόβου, όπως:
Αρχοντικό Τοσίτσα Λαογραφικό Μουσείο:
Παραδοσιακό αρχοντικό του 19ου αιώνα, επιπλωμένο με αντικείμενα της εποχής, υφαντά, ξυλόγλυπτα, τοπικές ενδυμασίες, χάλκινα σκεύη, είδη ασημουργίας, κοσμήματα, όπλα, σπαθιά και μια αξιόλογη συλλογή βυζαντινών εικόνων.
Το μουσείο δείχνει τον τρόπο ζωής την εποχή της τουρκοκρατίας και τα εκθέματα βρίσκονται στο φυσικό τους χώρο μέσα στις αίθουσες του παλιού αρχοντικού.
Στον τρίτο όροφο λειτουργεί το διαμέρισμα του Ευάγγελου Αβέρωφ, με προσωπικά είδη και φωτογραφίες.
Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ
Εκπληκτική συλλογή. Σπάνια έργα τέχνης. Υπέροχο κτίριο και σε εκπληκτική κατάσταση.
Η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ έχει σε μόνιμη έκθεση αντιπροσωπευτικά έργα των σημαντικότερων Ελλήνων ζωγράφων, χαρακτών και γλυπτών του 19ου και του 20ού αιώνα, όπως των Γύζη, Λύτρα, Βολανάκη, Ιακωβίδη, Παρθένη, Μαλέα, Γαλάνη, Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Μόραλη, Τέτση και πολλών ακόμα.
Η Συλλογή έργων τέχνης του μουσείου θεωρείται μια από τις πληρέστερες και σημαντικότερες αυτής της περιόδου.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας γεννήθηκε το 1908 στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου και έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του.
Γόνος παλιάς και ιστορικής οικογένειας, μικρανεψιός του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, ανατράφηκε με ζωντανή ακόμα την παράδοση της ευποιίας αλλά και της βλάχικης καταγωγής του, διατηρώντας στενούς πάντα δεσμούς με τη γη, τη φύση και την ιδέα της Ελλάδας.
Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το Κατώγι Αβέρωφ παραμένει ως σήμερα βαθιά συνδεδεμένο με τον ιδρυτή του Ευάγγελο Αβέρωφ, το Μέτσοβο και τους ανθρώπους που εργάζονται για την παραγωγή του κρασιού.
«Την όλη προσπάθεια στην αρχή την έλεγα μεράκι. Ύστερα μετατράπηκε σε ένα τεράστιο όραμα. Πρέπει να έχει ζήσει κανείς την πραγματοποίηση οραμάτων που φαίνονταν να μην έχουν πιθανότητες επιτυχίας, για να μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει πλάτεμα ψυχής».
Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας
“Με λογισμό και μ’ όνειρο”
Το Κατώγι Αβέρωφ εμπνέεται από τη ζωή και τον άνθρωπο. Από τα αμπέλια που ξεπερνούν τις δύσκολες συνθήκες και δίνουν καρπούς, από τις αρκούδες και τα πουλιά που συντροφεύουν την αμπελοκαλλιέργεια στο Μέτσοβο, από τους ανθρώπους που δαμάζουν τις αντιξοότητες και δημιουργούν. Εμπνέεται από όλα εκείνα που γοητεύουν τις αισθήσεις, απ’ όσα ελευθερώνουν το νου και τη ψυχή και μετουσιώνει την οινική δημιουργία σε στάση ζωής.
Συνεχίζοντας το έργο του ιδρυτή του, το Κατώγι Αβέρωφ δίνει χώρο στους συνεργάτες του για να υλοποιήσουν τις δικές τους ιδέες και εμπνεύσεις, να διατηρήσουν ζωντανό το χαμόγελο τους και το όραμα για δημιουργία.
Στα Μέτσοβο, ο κεντρικός δρόμος της πλατείας Μετσόβου οδηγεί στον Αβερώφειο Κήπο. Πρόκειται για ένα πανέμορφο πάρκο πλημμυρισμένο από δέντρα και φυτά που αποτελούν ολόκληρη τη χλωρίδα της Πίνδου.
Θαυμάσαμε μία εξαιρετική μικρογραφία της Πίνδου φτιαγμένη με μεράκι και πολύ κόπο.
Στο εσωτερικό του, φυλαγμένο πολύ καλά, βρίσκεται το αναστηλωμένο ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, μπροστά στο οποίο προσευχήθηκε για βοήθεια το 1840 ο Γεώργιος Αβέρωφ, πριν πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς.
Από τότε δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κράτησε όμως τον λόγο του και με χρήματα που έστειλε, επισκεύασε την παλιά εκκλησιά και έφτιαξε ολόγυρά της έναν κήπο με όλα τα δέντρα της Πίνδου!
Στον Αβερώφειο Κήπο είδαμε πεύκα, έλατα, οξιές, ρόμπολα, πουρνάρια και πολλά άλλα είδη δέντρων και θάμνων που φύονται στην περιοχή.
Εδώ είναι το τέλος του οδοιπορικού μου. Τούτο το οδοιπορικό, είναι ένα οδοιπορικό προσκύνημα, σε τόπους όπου γεννήθηκα, πήρα τις πρώτες εικόνες, έμαθα τα πρώτα γράμματα, κατάλαβα τι θα πεί συλλογική χαρά; παιγνίδι; ψυχαγωγία; πρωτοταξίδεψα και πρωτογνώρισα όμορφες πολιτείες, χωριουδάκια και τόπους, δρομολόγησα τη ζωή μου και σταδιοδρομία μου, απέτισα τιμή και προσκύνησα τον μέντορα αδελφό μου Λάμπρο, τον Λαμπρούκο του παππού μου Γιώργου.
Μια Οδύσσεια αναμνήσεων και χαράς, από τους Αγίους Θεοδώρους της μάννας μου, στο ιστορικό και γκρεμισμένο από χθες ονειιρικό γεφύρι των παιδικών μου μπάνιων, το γεφύρι της Πέτρας της Σαρακίνας, στους βράχους της καρδιάς μου, τα Μετέωρα, στον παιδικό μου παράδεισο, στις κατασκηνώσεις της Τρυγόνας, στον τόπο όπου το χειμώνα 'χορεύουν οι διάβολοι', την κακοτράχαλη όταν χιονισμένη Κατάρα, στις ατέλειωτες στροφές της Πίνδου, στο νησάκι της κυρά Φροσύνης και στον θερινό μοσχομυροβολούντα σινεμά, στην Τιτάνια στα Γιάννινα και ξαναείδα την Βιολετέρα μου, στο πανέμορφο μονότοξο γεφύρι της Κόνιτσας, στα όμορφα δυτικά χωριά του Σμόλικα πάνω από τον Αώο, στο Δίστρατο της ζωής και κατέληξα στις καταγάργαρες πηγές και λίμες του Αώου. Ενας πανέμορφος τόπος που σιγά σιγά ερημώνει. Μακριά από τουριστικές "λεωφόρους", ακόμα κι από "παρόδους" του τουρισμού, ωστόσο, ο τόπος αυτός διατηρεί ατόφιο το χαρακτήρα του.
Σε τούτο το οδοιπορικό, γραμμένο μ' αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον κόσμο που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα και τη ζωή μου, υπάρχουν βουνά ψηλά και καταπράσινα, θεώρατοι βράχοι και φαράγγια, μοναστήρια κι εκκλησιές, πέτρινα γεφύρια, καταγάργαρα πετροπόταμα, όμορφα χωριά και χωριουδάκια, φυσικές και τεχνητές λίμνες, απλοϊκοί καλοί άνθρωποι: ό,τι μπορεί, από έναν τόπο, να χωρέσει σε λέξεις και φωτογραφίες.
Τον κατέγραψα τον οδοιπορικό και ήθελα πολλά πολλά χρόνια να τον κάνω, ήταν η δική μου Ιθάκη, ήταν η "ανταπόδοση", ως "αντίδωρο" για το δώρο που έχει προσφέρει τούτος ο τόπος και οι τότε άνθρωποι, και, ιδιαίτερα ο αδελφός μου Λάμπρος, στον οποίο τον αφιερώνω ως ένα μικρό ύμνο και τρανή ευγνωμοσύνη.
Το δώρο του πλατιού ορίζοντα, των φιλόξενων χωριών, των εκκλησιών, των όμορφων ποταμών και πανέμορφων βουνών και καλών ανθρώπων της μνήμης μου αλλά και των σημερινών που ανθίστανται στο χρόνο, στον πειρασμό και στην πολυποίκιλη φθορά.
Σας ευχαριστώ για του κουράγιο να φτάσετε μέχρι το τέλος του οδοιπορικού μου, το οδοιπορικού μνημοσύνης μου.
Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.
Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.
Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.
Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.
Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.
Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.
Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.
Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού.
Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.