Η οργάνωση της εθνικής ισχύος, ειδικά στο ανώτατο επίπεδο, απέχει από το να είναι επαρκής. Δεν υφίσταται η ενορχήστρωση και ο συντονισμός των συντελεστών ισχύος, η εκπόνηση στρατηγικής, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων, ζητήματα δηλαδή που θα αντιμετώπιζε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, εάν είχε πραγματικά συγκροτηθεί.

Παρά τη συνηγορία υπέρ της δημιουργίας ενός τέτοιου οργάνου από όλο το πολιτικό φάσμα, δεν καταφέραμε μέχρι σήμερα να το υλοποιήσουμε, παρότι έγιναν δύο διορισμοί με τέτοιο όνομα. Είναι εντυπωσιακό ότι προβλέψαμε στο Σύνταγμα το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ένα όργανο γενικών συζητήσεων, ενώ αδυνατούμε να θεσπίσουμε ένα όργανο χάραξης και συντονισμού της στρατηγικής, για τη δημιουργία του οποίου δεν έχει διαφωνήσει κάποιος μέχρι στιγμής.

Για τα ζητήματα οργάνωσης, τα οποία δεν εμφανίζονται στη δημόσια συζήτηση, μιλήσαμε στο χθεσινό άρθρο μας. Σ' αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε στην στρατιωτική μόρφωση και σκέψη. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, την ανώτερη στρατιωτική μόρφωση στο στρατό παρείχε η Σχολή Πολέμου, που ήταν στην ουσία τακτική μόρφωση μέχρι το επίπεδο του συντάγματος και της μεραρχίας.

Διδακτορικά, αλλά όχι στρατιωτική σκέψη
Τη στρατηγική έφεραν στην Ελλάδα την ίδια δεκαετία οι πανεπιστημιακοί με την ίδρυση των σχολών διεθνών σχέσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα έχουμε τα δύο άκρα, από τη μία την τακτική και από την άλλη την υψηλή στρατηγική με τις διεθνείς σχέσεις. Στο ενδιάμεσο υπάρχει ένα κενό, αυτό του επιχειρησιακού επιπέδου και της στρατιωτικής στρατηγικής που μένει σχεδόν ακάλυπτο.

Δηλαδή από τον στρατιωτικό κανονισμό 20-1 περάσαμε στην υψηλή στρατηγική. Ποιο είναι σχηματικά το αποτέλεσμα; Αν ρωτήσουμε τους λοχαγούς ποιες είναι οι τρεις σχολές σκέψεως στις διεθνείς σχέσεις, θα απαντήσουν οι περισσότεροι. Σε αντίστοιχο ερώτημα, όμως, τι είναι το επιχειρησιακό επίπεδο του πολέμου και τι αντιπροσωπεύει, μάλλον θα λάβουμε λιγότερες απαντήσεις.

Με την άνθηση των μεταπτυχιακών σπουδών, πολλοί αξιωματικοί σήμερα αποκτούν μεταπτυχιακούς τίτλους. Σε λίγα χρόνια, οι περισσότεροι λοχαγοί θα έχουν διδακτορικά διπλώματα και η ακαδημαϊκή μόρφωση είναι όντως μία θετική εξέλιξη. Ωστόσο, τη στρατιωτική μόρφωση πρέπει να την παρέχει ο στρατός με τις σχολές του και αυτή δεν έχει αναβαθμιστεί, ενώ ούτε φυσικά πρέπει να υποκατασταθεί από τις διεθνείς σχέσεις. Ενώ η συνεργασία με πανεπιστημιακές σχολές είναι επιβεβλημένη και απαραίτητη, πρέπει να υπάρχει κάποιο πλαίσιο και ένας σκοπός.

Απαιτείται ξεκάθαρος σκοπός για το στρατό
Ο στρατός αντιμετωπίζει με δέος και συμπλεγματικά τα πανεπιστήμια, ίσως επειδή από την εποχή της δικτατορίας, οι αξιωματικοί θεωρούνταν αμόρφωτοι, οπότε τώρα συμπεριφέρονται σαν τον "Στρατηγό στη Βιβλιοθήκη" του Italo Calvino. Για παράδειγμα, ας αναρωτηθούμε για ποιο λόγο η Σχολή Ευελπίδων προσφέρει, σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο Κρήτης, δύο μεταπτυχιακά προγράμματα στη Σχεδίαση και Επεξεργασία Συστημάτων και στην Εφαρμοσμένη Επιχειρησιακή Έρευνα.

Η Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου και η Σχολή Εθνικής Αμύνης έχουν εντάξει στα προγράμματά τους τα μεταπτυχιακά πανεπιστημιακών τμημάτων διεθνών σχέσεων. Με αυτό τον τρόπο δεν αναβαθμίζονται οι στρατιωτικές σχολές, αλλά μάλλον "αποικίζονται" από τα πανεπιστήμια, χωρίς να αποκτούν ακαδημαϊκή υπόσταση. Το παραπάνω γεγονός, σε συνδυασμό με το ότι δεν διαθέτουν δικούς τους μόνιμους καθηγητές, αλλά ούτε και τμήματα ερευνών, οδηγούν στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της τακτικής και της υψηλής στρατηγικής.

Φρονούμε ότι τα ζητήματα της νέας δομής, αλλά και της στρατιωτικής μόρφωσης χρειάζεται να κατανοηθούν και να αντιμετωπιστούν. Ο στρατός δεν θα αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του με την επιχειρησιακή έρευνα και τις διεθνείς σχέσεις. Η πολιτική ηγεσία οφείλει να ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα. Ενδεχομένως, οι πολιτικοί θεωρούν ότι αυτά είναι αμιγώς στρατιωτικά θέματα και όχι του επιπέδου τους, ανεξάρτητα αν κάποιες φορές ασχολούνται μέχρι και με προσωπικές εξυπηρετήσεις.

Η δε Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής οφείλει, επίσης, να εξετάσει τέτοιου είδους ζητήματα και όχι μόνον τα εξοπλιστικά. Κλείνοντας, θα ήθελα να υπενθυμίσω την περίφημη διαταγή του στρατηγού Μουτούση το 1940: «όποιος δεν βλέπει τον Μοράβα, να γυρίσει και να τον κοιτάξει». Θα πρέπει, δηλαδή, ο στρατός να έχει έναν αντικειμενικό σκοπό κι αυτόν να τον βλέπουν όλοι, ώστε να μπορέσουν κατόπιν να τον κατακτήσουν.

*Ο Παναγιώτης Γκαρτζονίκας είναι αντιστράτηγος ε.α. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων ως αξιωματικός των τεθωρακισμένων. Έχει διοικήσει σε όλα τα επίπεδα από τη διμοιρία μέχρι τη μεραρχία. Διετέλεσε διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας και της 88 Στρατιωτικής Διοικήσεως Λήμνου. Έχει υπηρετήσει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Έλαβε μέρος σε αποστολές στην Παλαιστίνη και στο Αφγανιστάν. Απέκτησε δυο μεταπτυχιακούς τίτλους από το Monterey της California (NPS) στις Στρατηγικές Σπουδές (ΜΑ) και στην Αμυντική Ανάλυση (MSc). Είναι συνεργάτης της Σχολής Εθνικής Άμυνας και υποψήφιος διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Επιπλέον είναι διευθυντής του περιοδικού στρατιωτικής στρατηγικής “Στρατηγείν” (https://strategein.gr/) καθώς επίσης ιδρυτής και πρόεδρος της Advanced Battlefield Studies - GREECE.