Η (αυθ)υπέρβαση της ιστορίας, ως μέσο εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων που διαλαλούν ορισμένοι, δεν συνάδει με τον καλπάζοντα τουρκικό αναθεωρητισμό.

 

Η σύγκριση σε πνευματικό, πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο της Βυζαντινής Οικουμένης με την μεσαιωνική Δύση λογικά θα προκαλεί θλίψη στους αναφανδόν θαυμαστές της Εσπερίας. Για να αμβλυνθεί η εν λόγω ανισορροπία ο δυτικός κόσμος επέλεξε εξ αρχής είτε την κατασυκοφάντηση του «Βυζαντίου» ή όπου ήταν εφικτό την βολική ιστορική του παράκαμψη. Υπό αυτό το πρίσμα, προσέγγισε η πρώιμη δυτική ιστοριογραφία, την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ακριβώς για να μην της αναγνωρίσει την ρωμαϊκή της καταγωγή, την προσδιόρισε μεταγενέστερα ως  Βυζαντινή. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, οι επιχώριοι θιασώτες της εν λόγω ιστοριογραφίας θεωρούν την υπερχιλιετή Βυζαντινή Οικουμένη ως μαύρη και σκοτεινή περίοδο, εξισώνοντάς την με την μεσαιωνική Δύση και προσδιορίζοντάς την ως καταπιεστική και αλλότρια για τον ελληνισμό.

Τριακόσια εξήντα  οκτώ χρόνια μετά την Άλωση, η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, το οποίο συν τω χρόνω απέκτησε σαφή δυτικό προσανατολισμό. Δύο αιώνες μετά η Ελλάδα συμμετέχει -και ορθώς πράττει- στους δυτικούς πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς θεσμούς λόγω κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών και συμφερόντων. Απαιτεί όμως, ο συγκεκριμένος προσανατολισμός, τον ιστορικό, πολιτιστικό και γλωσσικό αυτοακρωτιριασμό που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες σε πολιτικό και εκπαιδευτικό επίπεδο; Παρατηρούμε εσχάτως, να πληθαίνουν οι αξιώσεις ιστοριογραφικού αναστοχασμού, με σαφή μονομέρεια. Ακόμη κι αν έχουν προκύψει στοιχεία που να τεκμαίρουν την αναγκαιότητα επανεξέτασης ιστορικών περιόδων, η πολιτική στόχευση του εγχειρήματος -αν και ετερόκλητη- είναι πρόδηλη. 

Η Επανάσταση του 1821 πραγματοποιήθηκε με σκοπό την πολιτική ανεξαρτησία, ενός διακριτού τμήματος της οθωμανικής κοινωνίας, το οποίο είχε σαφή ιστορικό προσανατολισμό και το αίσθημα του ανήκειν σαφώς διαφορετικό από το κοινωνικό σύνολο στο οποίο διαβιούσε για τέσσερις αιώνες. Επομένως, το βασικό κίνητρο της Επανάστασης ήταν πρώτιστα η ανάγκη πολιτικής χειραφέτησης του συλλογικού υποκειμένου που είχε -κατά το μάλλον ή το ήττον- συνειδητά αλλά αναμφίβολα διακριτά γλωσσικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά  γνωρίσματα. Η Επανάσταση δεν ήταν ούτε ταξική, ούτε κοινωνική, ούτε φιλελεύθερη. Όλα αυτά τα στοιχεία ενδεχομένως να υπήρχαν ή να εμφανίστηκαν, προκαλώντας και εμφύλιες έριδες, αλλά ήταν δευτερεύοντα - συμπληρωματικά, πιθανόν κι ως ιδεολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επαναστατημένων. Εξακολουθούσαν όμως να λειτουργούν ετεροπροσδιοριστικά προς τον, και να στοχεύουν στη ρήξη με τον, οθωμανικό δεσποτισμό.

Επ’ αφορμή του εορτασμού του 1821, δρομολογείται  προσπάθεια  επαναπροσδιορισμού του περιεχομένου της Επανάστασης και της ιστορικής αποτίμησης πολλών εκ των κορυφαίων προσωπικοτήτων της. Διαφαίνεται από την, εξουσιοδοτημένη από το επίσημο ελληνικό κράτος, Επιτροπή 2021 η αξίωση ανατίμησης και υποτίμησης προσωπικοτήτων του αγώνα,  με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, και με σκοπό να εξυπηρετηθούν οικείες ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις, ο Καποδίστριας θα πρέπει να συκοφαντηθεί ως μη δημοκράτης και να λησμονηθεί ότι ήταν ο πολιτικός που διέσωσε την Επανάσταση και δημιούργησε το ελληνικό κράτος. Αντιστρόφως, να ανατιμηθεί πολιτικά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο ιθύνων νους της «Πράξης Υποτέλειας» της επαναστατημένης Ελλάδας προς την Μεγάλη Βρετανία.  Ακολούθως, ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης πρέπει να απαξιωθούν ως αγωνιστές και κορυφαίες  προσωπικότητες ακόμη και για άσχετους, με την πολεμική τους δράση, λόγους.  Αντιστρόφως, να υιοθετηθεί το αφήγημα περί της αναμφίλεκτης σημασίας της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου, ως προς την διάσωση της Επανάστασης, άσχετως αν ο Ιμπραήμ αποχώρησε από την Πελοπόννησο έναν χρόνο μετά την ήττα του οθωμανικού ναυτικού. Φαντάζομαι πως τους επόμενους μήνες θα έχουμε κι άλλες «προσθαφαιρέσεις» των πρωταγωνιστών/τριων της Επανάστασης, με σκοπό μέσω της ιστορικής «ανασύνθεσης» την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία στο παρόν και το μέλλον.

Εύλογα θα διερωτηθεί κάποιος ποιά είναι η συσχέτιση των προηγούμενων ιστορικών αναφορών με το παρόν. Η ιδρυτική πράξη γέννησης του ελληνικού κράτους είχε ένα πολύ σημαντικό αντίτιμο: την επικράτηση του μεταπρατισμού στις περισσότερες εκφάνσεις του πολιτικού, πνευματικού και οικονομικού βίου. Ο αναστοχασμός ιστορικών περιόδων είναι αναγκαίος για την επιστήμη και την κοινωνία, ιδιαίτερα αν προκύπτουν νέα στοιχεία. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση εγγράφεται ένα πολιτικό προκείμενο που απολήγει στο σήμερα. Η φιλοδυτική εκδοχή της Επανάστασης και της ίδρυσης ελληνικού κράτους, ως πράξη περίπου βρετανικής και γαλλικής αγαθοεργίας, συνάδει με τις επιδιώξεις του πολιτικού και πνευματικού «εκσυγχρονισμού», την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και την μετακρατική ειμαρμένη. Παράλληλα, η υποτίμηση των σημαντικότερων αγωνιστών στο πεδίο των μαχών εξυπηρετεί, το φθίνον πλέον αλλά υπαρκτό,  «μεταεθνικό» πνεύμα της παρούσας συγκυρίας. Ακολούθως και συναφώς, η Επανάσταση, ως αξίωση ανεξαρτησίας έναντι του οθωμανικού δεσποτισμού, απάδει με την «αναγκαία» ελληνοτουρκική προσέγγιση, την άμβλυνση εχθρικών στερεοτύπων και την υπέρβαση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, που προβάλλεται συστηματικά από την καθεστηκυία τάξη.

Το πρόβλημα με τις παραπάνω προσεγγίσεις έγκειται ότι ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μεταπράτης και θέτει τις αξιώσεις του αδιαφορώντας και εκθέτοντας την εγχώρια μεταπρατική διανόηση και πολιτική ελίτ. Ακόμη και αν δεχθούμε την νεωτερική εκδοχή του ελληνισμού, ότι το ελληνικό κράτος δημιούργησε το ελληνικό έθνος, αναφύεται το ερώτημα: το νέο συλλογικό υποκείμενο δεν έχει συμφέροντα που πρέπει να εξυπηρετήσει και δικαιώματα που δύναται να ασκήσει, βάσει των διατάξεων του διεθνούς δικαίου; Η ελληνική πολιτική ηγεσία πορεύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συρρικνώσει την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, κυρίως αλλά όχι μόνον έναντι της Τουρκίας, στην απλή διαχείριση και τον ατέρμονα διάλογο, αποτινάσσοντας από τους ισχνούς ώμους της το βάρος ιστορικών ευθυνών.

Επειδή η ανατροφοδότηση της τρέχουσας επικαιρότητας κινείται ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση των επιδιώξεων της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η όλη προσπάθεια θα επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η (αυθ)υπέρβαση της ιστορίας, ως μέσο εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων που διαλαλούν ορισμένοι, δεν συνάδει με τον καλπάζοντα τουρκικό αναθεωρητισμό, ο οποίος επιδιώκει ακόμη και οι κοινές ιστορικές αναγνώσεις να γίνουν κατά το δοκούν.

Η λεζάντα στον ιστότοπο της Επιτροπής Ελλάδα 2021, ενημερώνει ότι χρηματοδοτείται από ιδίους πόρους, πληροφορία που μας ανακουφίζει μόνο ως φορολογούμενους πολίτες. Η μη κρατική χρηματοδότηση, δεν διασφαλίζει a priori ούτε την επιστημονική επάρκεια των όσων με ευκολία αναπαράγει έως τώρα, μήτε την κοινωνική της χρησιμότητα επάγει. Ίσως δεν θα είναι άσχημη ιδέα -φαντάζομαι θα συμφωνούν και οι διαπρύσιοι υποστηρικτές της ελληνοτουρκικής προσέγγισης -  αν η  Επιτροπή αποστείλει την πρώτη πρόσκληση για τον εορτασμό στον Τούρκο Πρόεδρο. Πιθανότατα, η απάντησή του θα μας διαφωτίσει καλύτερα, τόσο ως προς  την τουρκική οπτική για την Επανάσταση του 1821, όσο και θα τον βοηθήσει να εξωτερικεύσει την ενδόμυχη επιθυμία του να ματαιώσει τους εορτασμούς

.*Δρ. Χρήστος Ζιώγας Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Παν/μιου Αιγαίου και εντεταλμένος Λέκτορας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων