Η γεωγραφία είναι αμείλικτη και μας έχει επιβάλει έναν κακό γείτονα, την Τουρκία. Θα παραμείνει κακή και με τους διαδόχους του κ. Ερντογάν, όποτε επέλθει διαδοχή, διότι, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη Γ. Πρεβελάκης σε άρθρο με τίτλο «Οι αναγκαίες ριζικές αναθεωρήσεις» («Κ», 6/7 Ιουνίου 2020) –ασπάζομαι πλήρως την άποψή του–, η σημερινή εξωτερική πολιτική της και η επιθετικότητά της είναι ζήτημα «εθνικής επιβίωσής της».

Ο πανισλαμισμός και ο νεοοθωμανισμός της εξωτερικής πολιτικής της τροφοδοτούν τον τουρκικό ψυχισμό, ώστε να ξεπερνά τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, και ευνοεί την παντοδυναμία του κ. Ερντογάν. Ομως για πόσο χρόνο μπορεί αυτό να συμβαίνει; Ο Αθηναίος τραγικός ποιητής του 5ου π.Χ. αιώνος Αγάθων έχει πει ότι ο ηγέτης «ουκ αεί άρχει» («Ο Αρχων νόμοις άρχει, ανθρώπων άρχει και ουκ αεί άρχει»). Ο κ. Ερντογάν ασφαλώς το γνωρίζει αυτό, όπως γνωρίζει και τις αδυναμίες των οραμάτων του. Η πολιτική του απαιτεί γενναία οικονομική υποστήριξη αφενός, που δεν τη διαθέτει, και την ευνοϊκή διάθεση των ισχυρών της Γης, ΗΠΑ, Ρωσίας, Ε.Ε., Κίνας... που και αυτή δεν εξαρτάται από τον ίδιο και δεν νομίζω ότι αυτές οι δυνάμεις έχουν τη διάθεση να του εκχωρίσουν χώρο και δικαιώματα, εις βάρος των δικών τους γεωπολιτικών αναγκών και επιδιώξεων. Ομως ο ουτοπισμός των ονείρων του δεν θα τον αποτρέψει από τις επιδιώξεις του εις βάρος της χώρας μας, διότι δεν έχει άλλον τρόπο μακροημέρευσης της εξουσίας του.

Ο κακός γείτονας λοιπόν δεν μας επιτρέπει εφησυχασμό. Εχουν γραφεί πολλά άρθρα τελευταίως από επιστήμονες και ανθρώπους του Τύπου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και φρονώ ότι η κοινωνία μας είναι αρκούντως ενημερωμένη και σε μεγάλο ποσοστό προετοιμασμένη και για το χειρότερο σενάριο.

Η κυβέρνησή μας αντιμετωπίζει την κατάσταση με σοβαρότητα και ενεργητικότητα, προσπαθώντας συγχρόνως να μη φοβίσει και να μην προκαλέσει, ώστε να μη βλάψει τους σχεδιασμούς της για την ανάκαμψη της οικονομίας μας.

Ο κ. Ερντογάν δεν αγόρασε τα ερευνητικά και γεωτρητικά πλοία και δεν ήλθε σε συμφωνία με τον πρωθυπουργό της Λιβύης κ. Σαράζ για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά για την επίλυση αναγκών της χώρας του, με κυριότερη αυτήν της απόκτησης επάρκειας «ενεργείας», χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει άνθηση της οικονομίας της. Παράλληλα παρακολουθεί και τη διεθνή συγκυρία, κυρίως τη συμπεριφορά των ΗΠΑ, της Ε.Ε. και της Ρωσίας, ώστε να εξαρτήσει τις δραστηριότητές του από την ανοχή τους. Η ρητορική τους δεν τον φοβίζει, διότι δεν βλέπει να συνοδεύεται από πράξεις. Η επίσκεψη της Φον ντερ Λάιεν στον Εβρο έγινε διότι πονούσε την ίδια και τις χώρες της Ε.Ε. το ενδεχόμενο εισροής μεταναστών στον ευρωπαϊκό χώρο. Την πονάει το ίδιο η παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδος; Τη θεωρεί ευρωπαϊκή υφαλοκρηπίδα; Η Τουρκία εξοπλίζει τον Σαράζ υπό τα βλέμματα ευρωπαϊκών ναυτικών δυνάμεων, που υποτίθεται ότι επιβλέπουν την τήρηση του εμπάργκο, αλλά στην ουσία προτιμούν αυτόν από τον στρατηγό Χαφτάρ, ώστε η Ρωσία να μη θέσει πόδα, εκτός από τη Συρία, και στη Λιβύη. Οσο για τον κ. Τραμπ, δεν φαίνεται να έχει διάθεση για τίποτε περισσότερο από ανακοινώσεις δευτεροκλασάτων στην ιεραρχία, ευτυχώς ευνοϊκών. Ο κ. Ερντογάν έχει αποδείξει ότι γνωρίζει να ερμηνεύει τη διεθνή συγκυρία και να την εκμεταλλεύεται.

Επανέρχομαι στο «χειρότερο σενάριο» που προανέφερα, διότι σε αυτό βρίσκεται η ουσία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και των τουρκικών επιδιώξεων. Αυτό το σενάριο έχει άμεση σχέση με τη «στρατιωτική ισχύ» μας. Τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος ανέπτυξα προ καιρού στην Ακαδημία, σε εκδήλωση προς τιμήν της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, διότι αυτή, μαζί με τις Σχολές Ικάρων και Ναυτικών Δοκίμων, συνεισφέρει μεγάλως στη στρατιωτική ισχύ της χώρας, παρέχοντας στις Ενοπλες Δυνάμεις μας τα μόνιμα στελέχη τους. Από τα βάθη των αιώνων, ο Θουκυδίδης, ο ιστορικός που επιστημονικοποίησε τη μελέτη της Ιστορίας, έχει αναδείξει τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος εξιστορώντας τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μας λέγει ότι ο ισχυρός επιβάλλει επί του ασθενούς ό,τι η ισχύς του επιτρέπει και ο τελευταίος υποχωρεί από αδυναμία. «Δυνατά οι προύχοντες πράττουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν». Η στρατιωτική ισχύς δεν έχει υποκατάστατο. Η διπλωματία, οι συμμαχίες, οι συμφωνίες με κράτη υποβοηθούν, αλλά δεν αντικαθιστούν. Το δόγμα μας είναι καθαρά αμυντικό, εναρμονισμένο με την αμυντική φιλοσοφία της Ε.Ε. Κατά τον πολιτικό φιλόσοφο Τζον Ρολς, ο αμυντικός πόλεμος είναι ο μόνος δίκαιος πόλεμος, ως αναγκαία συνθήκη υπεράσπισης της ίδιας της ελευθερίας του αμυνομένου, ως υπέρτατου αγαθού. Θεμελιωτές της αντίληψης αυτής είναι οι πρόγονοί μας, με τον Ομηρο να διακηρύττει ότι «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης». Η αντίληψη αυτή έχει ενσωματωθεί στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, στο άρθρο 51, ως «φυσικό δικαίωμα» κάθε κράτους που δέχεται επίθεση και κατ’ επέκταση που απειλείται με επίθεση. Ο αμυντικός πόλεμος εξάλλου έχει και το άλλοθί του, διότι δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε ο επιθετικός πόλεμος. Οι Τούρκοι ουδέποτε αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο, που καλύπτει την οποιαδήποτε στρατιωτική παρουσία μας στα νησιά και επιμένουν στην αποστρατιωτικοποίησή τους, αν και γνωρίζουν ότι η Συνθήκη της Λωζάννης έχει προβλέψεις στρατιωτικής παρουσίας σε αυτά.

Αδιαφορούν επίσης για τις προβλέψεις της Συνθήκης που αφορούν την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και τον Ελληνισμό της Ιμβρου και Τενέδου (διωγμοί του 1955 και 1963), στην απαγόρευση υπέρπτησης πάνω από τις νήσους μας, στην ύπαρξη αρκετών τουρκικών νησίδων πλησίον των ακτών τους χωρίς να αναγράφονται ονομαστικώς στη Συνθήκη, όπως συμβαίνει και με ελληνικά νησιά, χωρίς εμείς να «γκριζάρουμε ζώνες». Εχουν εκδώσει από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα μελέτες από το ίδρυμα της Ιστορίας «Ατατούρκ» για το Αιγαίο και τα νησιά του, δίδοντας αυθαίρετες ερμηνείες των Συνθηκών και αναπτύσσοντας δικές τους θεωρίες περί του καθεστώτος τους. Μια συζήτηση πλέον ή και διαπραγμάτευση με τη γειτονική χώρα είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη, διότι ο όποιος διάλογος πρέπει να βασίζεται στις υπάρχουσες συνθήκες και στο διεθνές δίκαιο, αλλά οι γείτονες έχουν παρερμηνεύσει τα πάντα. Ο κ. Τσαβούσογλου διαβεβαιώνει τους πάντες ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και οικονομική ζώνη, πάντα κατά το διεθνές δίκαιο, και σε κάνει να διερωτάσαι αν το έχει διαβάσει ή αν γνωρίζει γράμματα.

Αλλά ας επανέλθουμε στο αμυντικό δόγμα μας, κλειδί του οποίου είναι η λέξη «αποτροπή». Με απλά λόγια, η στρατιωτική ισχύς πρέπει να αποθαρρύνει τον αντίπαλο από μια επιθετική ενέργεια που δεν θα του απέφερε κέρδη, αλλά ζημίες. Προλαμβάνει λοιπόν έναν πόλεμο, αρκεί η ισχύς να είναι πειστική. Το αξιόπιστό της σήμερα ελέγχεται ευχερώς με τα υπάρχοντα τεχνολογικά μέσα. Είναι ποσόν μετρήσιμο και συγκρίσιμο και ουδείς μπορεί να εξαπατήσει τον άλλον. Το μεγάλο ερώτημα επομένως είναι πόσο πειστική είναι η στρατιωτική ισχύς μας. Δεν έχω καμία αμφιβολία για το ηθικό και την επαγγελματικότητα της στρατιωτικής ηγεσίας, για την υπευθυνότητά τους στην άσκηση των καθηκόντων τους, δεν αμφισβητώ τον πατριωτισμό και τη συναίσθηση ευθύνης έναντι της ιστορίας μας των πολιτικών ηγεσιών και το υψηλό φρόνημα του λαού μας και είμαι πεπεισμένος ότι όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά θα πράξουν εις το ακέραιον το προς την πατρίδα καθήκον τους. Πρέπει όμως να διαθέτουν και το κατάλληλο εργαλείο, τη στρατιωτική ισχύ. Οφείλω επομένως να επισημάνω ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες η στρατιωτική ισχύς μας είχε χάσει την προτεραιότητα που της οφείλουμε. Αφενός η δεκαετία της οικονομικής κρίσης και αφετέρου μια υπερτίμηση της αποτελεσματικότητας της διπλωματίας και των συμμαχιών έναντι της στρατιωτικής ισχύος έβλαψαν σε κάποιο βαθμό την τελευταία και ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να το επισημάνει αυτό και να συμβάλει στην ταχεία ενίσχυση του πρωταρχικού αυτού παράγοντος ασφαλείας. Μια αξιόπιστη αμυντική ικανότητα παρέχει την αναγκαία ασφάλεια στη χώρα, προϋπόθεση για την ανάπτυξή της και την ευημερία της. Επενδύσεις και τουρισμός δεν μπορούν να υπάρξουν σε περιβάλλον ανασφάλειας. Είναι άυλο αγαθό η ασφάλεια και διαφεύγει την προσοχή μας, όμως είναι αναγκαίο και με κόστος που πρέπει να το αποδεχόμεθα. Οι νέες μορφές πολέμου –υβριδικός, κυβερνοπόλεμος κ.λπ.– δεν αναιρούν την πρωταρχική αξία της κλασικής μορφής στρατιωτικής ισχύος.

Η Τουρκία έχει εξαγγείλει τις προθέσεις της για έρευνες και γεωτρήσεις σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι θα τις πραγματοποιήσει, διότι άλλως το πολιτικό κόστος για τον ίδιο τον Ερντογάν θα είναι πολύ μεγάλο, σε περίοδο μάλιστα που λόγω οικονομικών προβλημάτων και πανδημίας έχει πάρει κατηφορική πορεία στις δημοσκοπήσεις.

Επομένως, η «κρίσιμη στιγμή» θα έλθει και κάποιοι την τοποθετούν και μέσα στο καλοκαίρι. Πολύ καλή η ρητορική μας ότι «θα δείξουμε τα δόντια μας» και «θα υπερασπιστούμε τα κυριαρχικά δικαιώματά μας», αλλά αυτή πρέπει να γίνει πράξη τη δεδομένη στιγμή, πράξη που εναπόκειται στη στρατιωτική ισχύ μας. Ας τρέξουμε έστω και τώρα να θεραπεύσουμε τυχόν αδυναμίες. Η στρατιωτική ισχύς θα μας είναι αναγκαία ακόμα και στην περίπτωση κάποιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης. Αυτή οφείλουμε να την κάνουμε από «θέσεως ισχύος». Αν όχι, θα μας καταραστεί από ψηλά ο Θουκυδίδης.

* Ο στρατηγός ε.α. Δημήτριος Σκαρβέλης είναι επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ακαδημαϊκός.

Αναδημοσίευση από την Καθημερινή της Κυριακής, 216/2020