
Η Κυρηναϊκή σήμερα, ως περιοχή της Λιβύης, είναι γνωστή ως Ανατολική Σύρτη.
Στις μέρες μας η Τουρκία επιχειρεί να παραβλέψει τη μεγαλόνησο Κρήτη, υπογράφοντας το παράνομο μνημόνιο για να διασφαλίσει διεκδικήσεις εκμετάλλευσης στην ευρύτερη περιοχή. Με διακανονισμό του Ρωμαίου Οκταβιανού Αύγουστου το 20 π.Χ., η Κυρηναϊκή στη Λιβύη της Βόρειας Αφρικής, ενώθηκε με την Κρήτη σε μία ενιαία Διοικητική περιφέρεια. Χαρακτηρίστηκε ως "συγκλητική" δηλαδή Δημόσια επαρχία του Ρωμαϊκού Κράτους. Πρωτεύουσα είχε την πόλη Γόρτυνα στην Κρήτη.

Η ενιαία Ρωμαϊκή Διοίκηση "Κρήτης και Κυρηναϊκής", βασίστηκε κυρίως σε κοινά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, όπως ήταν η κοινή Ελληνική γλώσσα που μιλούσε η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής, οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις κυρίως μεταξύ των εμπορικών λιμανιών της περιοχής, καθώς και η κοινή θρησκεία του δωδεκάθεου. Η διοικητική αυτή διαίρεση διατηρήθηκε για 316 χρόνια, δηλαδή από το 20 π.Χ. μέχρι το 296 μ.Χ., που έλαβαν χώρα στο Ρωμαϊκό Κράτος οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού. Η Κυρηναϊκή περιλάμβανε την αρχαία Πεντάπολη στην Ανατολική Λιβύη και εκτεινόταν διοικητικά μέχρι και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Η Πεντάπολις αποτελείτο από τις πέντε αρχαίες Ελληνικές αποικίες που ήταν η Βάρκη (= σημερινή Αλ Μαρτζ), οι Ευσπερίδες ή Βερενίκη (=σημερινή Βεγγάζη), η Ταύχειρα ή Αρσινόη (=σημερινή Τόκρα), η Κυρήνη με το εμπορικό λιμάνι από την οποία πήρε το όνομα ολόκληρη η Κυρηναϊκή (Πεντάπολις) και η Απολλωνία (=σημερινή Σούσαχ).
Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κυρηναϊκή πέρασε στην επικράτεια της Ανατολικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην Πεντάπολη της Λιβύης από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Από το 325 μ.Χ. η Κυρηναϊκή αποτελούσε εκκλησιαστικό τμήμα του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας, ενώ ειδικότερα η Δυτική Πεντάπολις αποτέλεσε τμήμα της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας.
Το έτος 644 μ.Χ. οι Άραβες κατέλαβαν την Πεντάπολη, ενώ αργότερα το έτος 1517 προσαρτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το έτος 1911 στον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο, η Πεντάπολης ανακηρύχθηκε προτεκτοράτο της Ιταλίας και στη συνέχεια το 1934 αναγνωρίστηκε ως ιταλική αποικία. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το έτος 1947 η Ιταλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Λιβύης, στην οποία περιλαμβανόταν και η Κυρηναϊκή ή Πεντάπολις.
Χαλιφάτο και πολιτισμική επίδραση
Σχετικά με την πολιτισμική επίδραση του ισλάμ στην Βόρεια Αφρική, αναφέρεται ενδεικτικά ότι, σχετικά με την τύχη των χειρόγραφων στην βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας, ο επικεφαλής του Χαλιφάτου το 644 μ.Χ. Χαλίφης Ομάρ φέρεται να εξέφρασε την γνώμη ότι: «Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνι είναι περιττά. Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια». Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης. Την ίδια αντίληψη επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.
Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι πολλά χειρόγραφα από την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας διασώθηκαν από Άραβες λόγιους που ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους διέσωσαν και μετέφρασαν πολλά αρχαία κείμενα. Επίσης πολλά χειρόγραφα διαφυλάχτηκαν και διασώθηκαν σε μοναστήρια.
Παρατηρήθηκε επίσης το φαινόμενο πολλά αρχαία χειρόγραφα να βρεθούν ακόμα και σε ιδιωτικές συλλογές. Αυτά πολύ αργότερα εμφανίστηκαν είτε ως πολύτιμα δώρα, είτε προς πώληση σε οίκους δημοπρασιών. Είναι επανάληψη της ίδιας ληστρικής αντίληψης το γεγονός ότι κατά τον ίδιο τρόπο, πολλά ιστορικά κειμήλια αφαιρέθηκαν κατά την τουρκική κατάληψη της Βορείου Κύπρου και εμφανίστηκαν αργότερα να πωλούνται σε διεθνείς οίκους δημοπρασιών.

Η ενιαία Ρωμαϊκή Διοίκηση "Κρήτης και Κυρηναϊκής", βασίστηκε κυρίως σε κοινά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, όπως ήταν η κοινή Ελληνική γλώσσα που μιλούσε η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής, οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις κυρίως μεταξύ των εμπορικών λιμανιών της περιοχής, καθώς και η κοινή θρησκεία του δωδεκάθεου. Η διοικητική αυτή διαίρεση διατηρήθηκε για 316 χρόνια, δηλαδή από το 20 π.Χ. μέχρι το 296 μ.Χ., που έλαβαν χώρα στο Ρωμαϊκό Κράτος οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού. Η Κυρηναϊκή περιλάμβανε την αρχαία Πεντάπολη στην Ανατολική Λιβύη και εκτεινόταν διοικητικά μέχρι και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Η Πεντάπολις αποτελείτο από τις πέντε αρχαίες Ελληνικές αποικίες που ήταν η Βάρκη (= σημερινή Αλ Μαρτζ), οι Ευσπερίδες ή Βερενίκη (=σημερινή Βεγγάζη), η Ταύχειρα ή Αρσινόη (=σημερινή Τόκρα), η Κυρήνη με το εμπορικό λιμάνι από την οποία πήρε το όνομα ολόκληρη η Κυρηναϊκή (Πεντάπολις) και η Απολλωνία (=σημερινή Σούσαχ).
Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κυρηναϊκή πέρασε στην επικράτεια της Ανατολικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην Πεντάπολη της Λιβύης από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Από το 325 μ.Χ. η Κυρηναϊκή αποτελούσε εκκλησιαστικό τμήμα του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας, ενώ ειδικότερα η Δυτική Πεντάπολις αποτέλεσε τμήμα της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας.
Το έτος 644 μ.Χ. οι Άραβες κατέλαβαν την Πεντάπολη, ενώ αργότερα το έτος 1517 προσαρτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το έτος 1911 στον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο, η Πεντάπολης ανακηρύχθηκε προτεκτοράτο της Ιταλίας και στη συνέχεια το 1934 αναγνωρίστηκε ως ιταλική αποικία. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το έτος 1947 η Ιταλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Λιβύης, στην οποία περιλαμβανόταν και η Κυρηναϊκή ή Πεντάπολις.
Χαλιφάτο και πολιτισμική επίδραση
Σχετικά με την πολιτισμική επίδραση του ισλάμ στην Βόρεια Αφρική, αναφέρεται ενδεικτικά ότι, σχετικά με την τύχη των χειρόγραφων στην βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας, ο επικεφαλής του Χαλιφάτου το 644 μ.Χ. Χαλίφης Ομάρ φέρεται να εξέφρασε την γνώμη ότι: «Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνι είναι περιττά. Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια». Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης. Την ίδια αντίληψη επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.
Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι πολλά χειρόγραφα από την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας διασώθηκαν από Άραβες λόγιους που ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους διέσωσαν και μετέφρασαν πολλά αρχαία κείμενα. Επίσης πολλά χειρόγραφα διαφυλάχτηκαν και διασώθηκαν σε μοναστήρια.
Παρατηρήθηκε επίσης το φαινόμενο πολλά αρχαία χειρόγραφα να βρεθούν ακόμα και σε ιδιωτικές συλλογές. Αυτά πολύ αργότερα εμφανίστηκαν είτε ως πολύτιμα δώρα, είτε προς πώληση σε οίκους δημοπρασιών. Είναι επανάληψη της ίδιας ληστρικής αντίληψης το γεγονός ότι κατά τον ίδιο τρόπο, πολλά ιστορικά κειμήλια αφαιρέθηκαν κατά την τουρκική κατάληψη της Βορείου Κύπρου και εμφανίστηκαν αργότερα να πωλούνται σε διεθνείς οίκους δημοπρασιών.
*Ο Ιωάννης Αναστασάκης είναι αντιπτέραρχος (Ι)εα, με εξειδίκευση στον Ηλεκτρονικό Πόλεμο, τις Διεθνείς Στρατιωτικές Σχέσεις και τις Αμυντικές Επενδύσεις. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού Wassenaar Arrangement. Επιμορφώθηκε σε σχολεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως στις ΗΠΑ (3), στη Γερμανία (2), στην Ιορδανία (1), στο Κολλέγιο CFCS και το CNN δημοσιογραφίας του Καναδά (2). Είναι επίσης alumni του GCSP. Δίδαξε Πολιτική Εθνικής Άμυνας στη Σχολή Ικάρων. Συμμετέχει στην ομάδα εμπειρογνωμόνων ROSED με αντικείμενο την «Ασφάλεια για την Οικονομική Ανάπτυξη». Συνεργάζεται με πανεπιστημιακά Ιδρύματα όπως το UCLA/CMED, το PRIF/ΑPOΜΕ, το ΕΚΠΑ με θέμα: «ασφάλεια για την οικονομική ανάπτυξη στην Ανατολική Μεσόγειο», το UNIZG για το «Zagreb Security Forum», καθώς και άλλα Ιδρύματα όπως το ERPIC. Έχει συγγράψει βιβλία και άρθρα στα ελληνικά και αγγλικά. Το 2019 επιλέχθηκε ως ο πρώτος στρατιωτικός προεδρεύων στο Τμήμα Αθηνών, των αποφοίτων του Κέντρου Στρατηγικής της Γενεύης (Geneva Center for Security Policy – GCSP) υπό την αιγίδα της Ελβετικής Πρεσβείας, καθώς και μέλος πολυεθνικής ομάδας εμπειρογνωμόνων υποστήριξης Ευρωπαϊκών Δομών.