Την 16η Απριλίου του τρέχοντος έτους διεξήχθη στην Τουρκία συνταγματικό δημοψήφισμα κατά το οποίο ο τουρκικός λαός με ποσοστό 51,4% συγκατάνευσε στην αξίωση του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, για αλλαγή της μορφής του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Ακολούθως, στις περιφέρειες όπου καταψηφίστηκε η πρόταση για την συνταγματική αναθεώρηση, ζητήθηκε από τους δημάρχους, οι οποίοι ανήκουν στο κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), να παραιτηθούν από το αξίωμά τους. Μέχρι στιγμής, αρκετοί δήμαρχοι σημαντικών πόλεων έχουν συμμορφωθεί με την προεδρική απαίτηση.
IAKOVOS HATZISTAVROU via Getty Images
Ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Καντίρ Τοπμπάς αποχώρησε στις 23 Σεπτεμβρίου, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα τον ακολούθησαν, οι δήμαρχοι Ντούζτζε (Düzce) και Νίγδης, Μαχμέτ Κελές και Φαρούκ Ακντογάν. Στα τέλη Οκτωβρίου ανακοίνωσαν τις παραιτήσεις τους, ο δήμαρχος Προύσας Ρετζέπ Αλτεπέ και ο Μελίχ Γκιοκτσέκ, μετά από 23 χρόνια στον δημαρχιακό θώκο της Άγκυρας. Σύμφωνα με δήλωση του δημάρχου της τουρκικής πρωτεύουσας, ο ίδιος ενήργησε κατόπιν "εντολής" του Τούρκου Προέδρου. Οι παραιτηθέντες δήμαρχοι, ουσιαστικά καθαιρέθηκαν όχι γιατί δεν ασκούσαν επιμελώς και αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους, αλλά διότι καταψηφίστηκαν στις περιφέρειές τους οι θέσεις του Ερντογάν, για ένα ζήτημα το οποίο αφίσταται των αρμοδιοτήτων τους.
Διαχρονικά, κάθε προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος τελεί υπό την βούληση της εκάστοτε τουρκικής κυβέρνησης .
Είναι γεγονός ότι κατά την τελευταία δεκαετία δρομολογούνται στην Τουρκία μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν να αλλάξουν τον προσανατολισμό της τουρκικής κοινωνίας και τον χαρακτήρα της πολιτικής της συγκρότησης. Ομολογουμένως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη συνιστά ένα ζήτημα που άπτεται της εσωτερικής πολιτικής στην Τουρκία, συνακόλουθη των επιζητήσεων του κυβερνώντος κόμματος. Μολαταύτα, ποιός δύναται να υποστηρίξει ότι τα πεπραγμένα στην Τουρκία αφήνουν ανεπηρέαστες τις διμερείς και πολυμερείς εξωτερικές της σχέσεις. Διαχρονικά, κάθε προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος τελεί υπό την βούληση της εκάστοτε τουρκικής κυβέρνησης, στο βαθμό που η Άγκυρα, ως εγγυήτρια δύναμη, πρέπει να συναινέσει σε μία τυχόν συμφωνία, επιδιώκοντας παράλληλα να διατηρήσει τον ρόλο της εντός μίας επανενωμένης Κύπρου.
Προκύπτουν επομένως βάσιμα ερωτήματα σχετικά με το πώς και κατά πόσο επηρεάζεται η προσπάθεια διευθέτησης του κυπριακού από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία. Αναφύονται συνεπώς, ζητήματα όχι μόνο λειτουργίας και κυριαρχίας του νέου πολιτειακού μορφώματος που θα εγκαθιδρυθεί στην Μεγαλόνησο μετά την επίλυση, αλλά εν γένει του προσανατολισμού του νέου κράτους. Η συντηρητική στροφή της Τουρκίας δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα όχι μόνο στην διαδικασία επίλυσης του κυπριακού, αλλά εγείρει ακόμη μεγαλύτερες ανησυχίες για την μετά την επανένωση εποχή.
Σύγκαιρα, στην Ελλάδα παρατηρείται το εξής παράδοξο φαινόμενο: ενώ τα περισσότερα δυτικά κράτη λαμβάνουν αποστάσεις από τα πεπραγμένα της τουρκικής ηγεσίας, ορισμένοι εξ ημών αδημονούν να αναβαθμίσουν τον τουρκικό παράγοντα σε συνδαιτυμόνα και συναποφασιζοντα ολόκληρης της Κύπρου. Παράλληλα, βάλλουν εναντίον του συνόλου σχεδόν του κυπριακού πολιτικού φάσματος, κάνοντας λόγο περί ενός οξύμωρου σχήματος πολιτικής καχεξίας- εθνικιστικής χροιάς- και οικονομικής άνθισης στην Μεγαλόνησο. Πέραν του ότι είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμη η συγκεκριμένη διαπίστωση, ας διερωτηθούν μήπως η οικονομική ευημερία βασίζεται στο γεγονός ότι στα 2/3 του κυπριακού εδάφους εξακολουθεί να υφίσταται η Κυπριακή Δημοκρατία. Όλοι όσοι ερείδονται στον πρωτεύοντα ρόλο της οικονομίας για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος, ας αναλογιστούν με ποιόν τρόπο συνδυάζει η παρούσα τουρκική ηγεσία τον οικονομικό παράγοντα με τις πολιτικές της στοχεύσεις. Ακολούθως, να εξετάσουν το πώς συμπεριφέρεται η τουρκική κυβέρνηση στους αντιφρονούντες -ισχυρούς κατά τ' άλλα οικονομικούς δρώντες- στο έδαφός της και να κάνουν τις ανάλογες προβολές σε μία μελλοντική επανενωμένη Κύπρο.
Αν πάλι αναζητούμε εναγωνίως ή θέλουμε να βασιστούμε μόνο σε ευρωπαϊκές ή διεθνείς διασφαλίσεις, για την επόμενη ημέρα της επίλυσης, ώστε να αποφύγουμε τους θεσμικούς και πολιτικούς σκοπέλους, πριν δράσουμε ας προσμετρήσουμε τα αποτελέσματα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Σε ποιόν βαθμό η όλη διαδικασία οδήγησε στον εκδημοκρατισμό της εν λόγω χώρας και στην υιοθέτηση μίας μη αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής και πώς αντιμετωπίζει την τουρκική «δυστοκία» ο ευρωπαϊκός και διεθνής παράγων. Επίσης και συναφώς, ως δημοκρατικοί πολίτες θα πρέπει να διασφαλίσουμε θεσμικά, ώστε να εξασφαλίσουμε όλες τις κοινότητες - ακόμη και τους τουρκοκύπριους-, ότι ο ρόλος της μετακεμαλικής Τουρκίας θα είναι σαφώς προσδιορισμένος και πώς τα καταστατικά κείμενα της νεοσυσταθείσας Κυπριακής Δημοκρατίας δεν θα γίνουν ο φορέας διάχυσης του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του ΑΚΡ στην Κύπρο.
Είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς άτομα τα οποία διακατέχονται από δημοκρατικές πεποιθήσεις ομονοούν αβασάνιστα στο να συγκροτηθεί ένα νέο πολιτικό υποκείμενο όπου εις εκ των συνδαιτυμόνων εμφορείται από πατερναλιστικές αντιλήψεις περί πολιτικής συγκρότησης. Οφείλουν μία ολοκληρωμένη τοποθέτηση, όχι μόνο στους ελληνοκύπριους αλλά και στους τουρκοκύπριους καθώς και τις άλλες κοινότητες που διαβιούν στην Κύπρο και οι οποίες δεν φαίνεται να ενθουσιάζονται από το μεταρρυθμιστικό «αριστούργημα» του Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία.
Θα ήταν χρήσιμο να επισημανθεί, προς όλους τους ενδιαφερόμενους και παρατρεχάμενους, ότι κάθε νέα προσπάθεια λύσης του κυπριακού ζητήματος θα στοχεύει στην (επαν)ίδρυση κράτους και δη δημοκρατικού.