Τις τελευταίες εβδομάδες έχει ανοίξει για λόγους εντυπωσιασμού μια ευρύτερη συζήτηση περί ΝΑΤΟϊκών εγγυήσεων στο Κυπριακό. Άλλοι πονηρότεροι εμού θα έλεγαν πως η συζήτηση άνοιξε για λόγους αποπροσανατολισμού από τον κίνδυνο διολίσθησης του Κυπριακού σε διχοτομικές επιλογές συνομοσπονδιακού χαρακτήρα. Η συζήτηση αυτή πυροδοτήθηκε από μια δημόσια δήλωση του προέδρου Αναστασιάδη με την οποία «δεν απέκλειε», αλλά ούτε και αποδεχόταν, τον ρόλο του ΝΑΤΟ σε ένα πλαίσιο εγγυητή της λύσης που θα αποφασιστεί, κάτι που προφανώς προϋποθέτει και τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρόεδρος Αναστασιάδης επιχειρεί μια δημόσια τοποθέτηση που ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με την Ατλαντική Συμμαχία.
Στο προεκλογικό του πρόγραμμα το 2013, ο κ. Αναστασιάδης είχε θέσει ως προτεραιότητα της εξωτερικής του πολιτικής την υποβολή αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟϊκό πρόγραμμα «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη» , στο οποίο συμμετέχουν πολλές πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες καθώς κι άλλες χώρες. Η πρόταση αυτή ουδέποτε κατατέθηκε, επισήμως, καθότι κατέστη σαφής η άρνηση της Τουρκίας να συναινέσει σε οποιαδήποτε μορφή επαφής ή συνεργασίας της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Ατλαντική Συμμαχία. Το αποτέλεσμα ήταν η συζήτηση αυτή να ατροφήσει και να παραπεμφθεί στις καλένδες μέχρι και πριν από μερικές ημέρες.
Το ερώτημα είναι, γιατί επανέρχεται τώρα με δεδομένη την πάγια τουρκική στάση που καθιστά άνευ αντικειμένου την όποια συζήτηση για συνεργασία Κύπρου-ΝΑΤΟ πριν από τη λύση του Κυπριακού; Μήπως ορισμένοι βλέπουν το ΝΑΤΟ ως αντικαταστάτη του συστήματος εγγυήσεων που δημιούργησε η Συνθήκη Εγγύησης του 1960, η παρερμηνεία της οποίας «επέτρεψε» στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο το 1974; Μήπως ορισμένοι βρίσκονται σε σύγχυση αναφορικά με το τι είδους εγγυήσεις προσφέρει στα μέλη της η Ατλαντική Συμμαχία και υπό ποιες προϋποθέσεις εγγυάται την ασφάλειά τους;
Για να βάλουμε, λοιπόν, τα πράγματα στη θέση τους ας ξεκαθαρίσουμε ότι η συζήτηση περί εμπλοκής του ΝΑΤΟ στο Κυπριακό, είτε πριν είτε μετά από ενδεχόμενη λύση του, καθίσταται άνευ αντικειμένου για τους ακόλουθους λόγους:
- Το ΝΑΤΟ δεν έχει από τον Καταστατικό του Χάρτη δικαίωμα να παράσχει εγγυήσεις ασφαλείας σε μη μέλη του. Για να έχει νόημα αυτή η συζήτηση, θα πρέπει η Ομοσπονδιακή Κύπρος, που θα προκύψει μέσα από το υπάρχον πλαίσιο λύσης, να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο δεν έχει κανένα λόγο να το δεχθεί ή να το επιτρέψει η Τουρκία, καθότι και μετά τη λύση, εάν αυτή περιλαμβάνει την παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στο νησί, η Τουρκία θα συνεχίζει να χρησιμοποιεί το στρατιωτικό της πλεονέκτημα έναντι της Κύπρου προκειμένου να εκβιάζει καταστάσεις και να επιβάλλει πολιτικές. Για να έχουν το παραμικρό νόημα οι ΝΑΤΟϊκές εγγυήσεις στην περίπτωση του Κυπριακού, θα πρέπει πρώτα να υποχωρήσουν όλα τα τουρκικά στρατεύματα κι ο οπλισμός τους, υπό την εποπτεία του ΟΑΣΕ και τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ, πριν τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία λύσης του Κυπριακού, κάτι που μπορεί να γίνει μέσα σε 10-12 μήνες μετά από ένα ενδεχόμενο θετικό δημοψήφισμα.
- Καμία εγγύηση τέτοιου είδους δεν έχει προταθεί ή προσφερθεί ποτέ στην ιστορία της Συμμαχίας από το 1949. Όλες οι εκτός Ευρώπης ή εκτός ΝΑΤΟ αποστολές της Συμμαχίας, συμπεριλαμβανομένων των επεμβάσεων στο Κόσοβο και το Αφγανιστάν, έφεραν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και δεν απέρρεαν ως αποτέλεσμα του συλλογικού συστήματος άμυνας της Ατλαντικής Συμμαχίας. Εάν θεωρητικά τα Σκόπια εισέβαλαν στο Κόσοβο, ή το Πακιστάν εισέβαλε στο Αφγανιστάν, τα εκεί ευρισκόμενα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα δεν θα είχαν καμία νομική υποχρέωση να προστατεύσουν την κοσοβαρική ή αφγανική κυβέρνηση.
- Ακόμη και για τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν υπάρχει καμία εγγύηση ασφάλειας όταν η πηγή της ανασφάλειας ή της απειλής για ένα κράτος μέλος προέρχεται από ένα άλλο κράτος μέλος, όπως ισχύει μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Εξ ου και η παγία Ποντιοπιλατική στάση του ΝΑΤΟ στα Ελληνοτουρκικά.
- Οι αποφάσεις της Ατλαντικής Συμμαχίας λαμβάνονται συλλογικά. Τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα βέτο και το ασκούν συστηματικά. Οι ΗΠΑ δεν κάνουν πάντοτε ότι θέλουν στη Συμμαχία παρά τις περί του αντιθέτου δημόσιες εντυπώσεις. Παραδείγματα βέτο αποτελούν: α) η άρνηση περίπου 10 κρατών μελών να εγκρίνουν αμερικανική πρόταση για να δοθεί καθεστώς «υποψήφιας» προς ένταξη χώρας στην Ουκρανία το 2008 και β) το βέτο που ασκεί από το 2004 η Τουρκία με το οποίο μπλοκάρεται συχνά η συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ σε αμυντικά θέματα. Εσχάτως, η Τουρκία έκανε το ίδιο με την Αυστρία, προκαλώντας έντονη αντίδραση από πολλά ευρωπαϊκά κράτη ακόμη και (δευτερευόντως) από τις ΗΠΑ.
- Για να υπάρξουν εγγυήσεις ασφαλείας για την Κύπρο (ομόσπονδη ή μη) από πλευράς ΝΑΤΟ, θα πρέπει η Κύπρος να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να βγεί από το ΝΑΤΟ η Τουρκία, μέσω ενός μηχανισμού εξόδου που δεν υπάρχει και δεν προβλέπεται από τους κανονισμούς της Συμμαχίας. Ποιος πραγματικά πιστεύει ότι η Τουρκία θα δεχόταν κάτι τέτοιο εάν δεν τη συνέφερε για την τήρηση των επεμβατικών της δικαιωμάτων και δεν θα της επέτρεπε, ενδεχομένως, να κρατήσει τα στρατεύματά της στην Κύπρο στο διηνεκές, υπό το νομιμοποιητικό μάλιστα μανδύα μιας ΝΑΤΟϊκής βάσης;
*Θεόδωρος Τσακίρης; είναι Επίκουρος Καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της κυπριακής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και μέλος και του Γεωστρατηγικού Συμβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την περίοδο 2008-10 διατέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων διεθνούς ενεργειακής πολιτικής των Υπουργών Ενέργειας, Χρίστου Φώλια, Κωστή Χατζηδάκη και Γιάννη Μανιάτη. Από το 2015 είναι Σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής του Προέδρου του ΔΗ.ΚΟ Νικόλα Παπαδόπουλου. Πρόσφατα εξελέγη Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων του Δημοκρατικού Κόμματος.