Αυτό που γίνεται τις τελευταίες εβδομάδες και ειδικά τα τελευταία εικοσιτετράωρα γύρω από τον επικοινωνιακό κολοσσό της Κίνας, Huawei, είναι πραγματικά μια μεγάλης κρισιμότητας σύγκρουση η οποία αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα για το πώς παίζεται πλέον το παιχνίδι στη διεθνή σκακιέρα. Μπορεί να μην γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο των εξοπλισμών, αλλά είναι το ίδιο σκληρό και αδυσώπητο.

Πριν από λίγες ημέρες, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τράμπ, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφάλειας υπέγραψε προεδρικό διάταγμα με το οποίο απαγόρευσε στις αμερικανικές εταιρίες να συνεργάζονται με τον κινεζικό κολοσσό, στο χώρο των τηλεπικοινωνιών, του διαδικτύου και όχι μόνο, Huawei, χωρίς άδεια από την αμερικανική κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή η Ουάσιγκτον έβαλε την Huawei, τα παρακλάδια της και τις εταιρίες που συνεργάζονται μαζί της σε μια μαύρη λίστα εξαγωγών, απαγορεύοντας σε αμερικανικές εταιρίες να τους πουλούν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.

Κατόπιν αυτών των κινήσεων από την Ουάσιγκτον ήλθε και η απόφαση της Google, να αποκλείσει τα κινητά τηλέφωνα της εταιρίας από τις αναβαθμίσεις του λειτουργικού συστήματος Android, καθώς και από κάποια βασικά apps της Google.

Πολλά έχουν ακουστεί το τελευταίο διάστημα για τη θέση και το ρόλο της Huawei, στις παγκόσμιες τηλεπικοινωνίες και τη συμμετοχή της στην παρακολούθηση από τις υπηρεσίες πληροφοριών της Κίνας, του υπόλοιπου πλανήτη. Οι πρόσφατές κινήσεις της κυβέρνησης Τράμπ στην ουσία βάζουν τέρμα σε αυτό το παιχνίδι.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η Ουάσιγκτον, άρχισε μια συνεργασία με το Λονδίνο, πάνω σε ένα παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης το οποίο είναι γνωστό ως Echelon. Το σύστημα αυτό αποτελείται από μια σειρά δορυφόρους, πύργους, κοριούς σε οπτικές ίνες, σταθμούς με servers, και backdoors σε προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε όλο το μήκος του πλανήτη. Πολύ σύντομα το σύστημα αυτό επεκτάθηκε και συμμετέχουν, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Αυτή η ομάδα χωρών είναι γνωστή στο χώρο των διεθνών σχέσεων, λόγω του συστήματος αυτού, με το κωδικό όνομα, Five Eyes, τα Πέντε Μάτια. Το Echelon, δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει τη Σοβιετική Ένωση, αλλά πέρασε και στην υπηρεσία της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.

Παρόλα αυτά λόγω της τεράστιας προόδου στις τεχνολογίες, ιδιαίτερα των τηλεπικοινωνιών, έχουν πλέον καταστήσει το εν λόγω σύστημα ένα εργαλείο του παρελθόντος. Συνεχίζει όμως να είναι ένα βασικό εργαλείο παρακολούθησης.

Με δεδομένο ότι η Κίνα βρίσκονταν δεκαετίες πίσω από την Αμερική, στο χώρο αυτό, δημιούργησε το δικό της Echelon, και αυτό ακούει στο όνομα Huawei. Μια εταιρία που παράγει τα πάντα, από καλώδια οπτικών ινών, πύργους τηλεπικοινωνιών, κινητά τηλέφωνα και κομπιούτερ.

Σε αντίθεση με το παρελθόν σήμερα τα σύγχρονα δίκτυα τηλεπικοινωνιών και ιντερνέτ, έχουν κεντρικά σημεία ανταλλαγής όπου έρχονται οι πληροφορίες από όλο τον κόσμο και διαχέονται παντού. Αυτά τα κεντρικά συστήματα είναι που έχει βάλλει ως στόχο το Πεκίνο μέσω της Huawei. Όποιος ελέγχει τα κέντρα έχει στη διάθεσή του όλες τις πληροφορίες.

Η επιχειρησιακή στρατηγική των υπηρεσιών πληροφοριών της Κίνας – Huawei, είναι η προσφορά εγκατάστασης των λιγότερο κεντρικών συστημάτων σε τιμή ευκαιρίας, με αντάλλαγμα να είναι αυτή που θα εγκαταστήσει και θα συντηρεί τα κεντρικά συστήματα.

Το σχέδιο αυτό πέρα από το γεγονός ότι έχει γίνει αντιληπτό από τους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτά τα θέματα, έχει και ένα πολιτικό μειονέκτημα. Όπως συμβαίνει με το σύνολο της τεχνολογικής βιομηχανίας της Κίνας, έτσι και η Huawei, δεν είναι αυτάρκης τεχνολογικά. Έχει απόλυτη ανάγκη εισαγωγών τεχνολογίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που δεν πρέπει να παίρνει κανείς σοβαρά τους λεονταρισμούς της Κίνας – Huawei. Στην ουσία οι Κινέζοι έχουν την απαίτηση ο υπόλοιπος κόσμος να τους πληρώσει για να τον παρακολουθούν και η Αμερική να είναι αυτή που θα τους βοηθήσει τεχνολογικά να το επιτύχουν.

Αρχικά η Ουάσιγκτον και ειδικά η τραγελαφική κυβέρνηση Ομπάμα, δεν πήρε σοβαρά τα σχέδια του Πεκίνου, θεωρώντας τα ανόητα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Huawei, με γενναία χρηματοδότηση από την κυβέρνηση της Κίνας, να πείσει κάποιες χώρες να εγκαταστήσει τα συστήματα τους. Αυτό κτύπησε καμπανάκια στην Ουάσιγκτον και τώρα στο Λευκό Οίκο, βρίσκονταν ο Τράμπ. Η Ουάσιγκτον άρχισε να προειδοποιεί για τους ξεκάθαρους κινδύνους από τέτοιες αποφάσεις, προχωρώντας και ένα βήμα πιο πέρα, δηλώνοντας απερίφραστα ότι όποιες χώρες συνεργαστούν με την Huawei, μπορούν να θεωρούν παρελθόν οποιαδήποτε συνεργασία στην ανταλλαγή πληροφοριών με τις ΗΠΑ.
Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, έκοψαν άμεσα τη Huawei. Η τραγελαφική Τερέζα Μέϊ στη Μεγάλη Βρετανία, έκανε κουνήματα αποδεχόμενη τεχνολογία της Huawei, για τα περιφερειακά συστήματα.

Στο διάστημα αυτό υπήρξαν κάποιες εξελίξεις που ανέβασαν την ένταση της αμερικανικής αντίδρασης. Πρώτον, άρχισε να έρχεται στο προσκήνιο η Πέμπτη γενιά στο χώρο της κινητής τηλεφωνίας, το αποκαλούμενο 5G, το οποίο εξαφανίζει το διαχωρισμό μεταξύ περιφερειακών και κεντρικών συστημάτων. Οπότε οποιαδήποτε συμμετοχή της Huawei, εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους. Δεύτερον, πέρα από τους κινδύνους στο χώρο των επικοινωνιών, πολλές χώρες αποφάσισαν να προχωρήσουν με κινεζικά συστήματα και η Ουάσιγκτον δεν είναι δυνατό να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Ειδικά όταν η Huawei πήγε να βάλλει πόδι στον Καναδά, το ποτήρι ξεχείλισε. Τρίτον, μετά από επτά δεκαετίες όπου η Ουάσιγκτον, εφάρμοζε μια εξωτερική πολιτική όπου ξεχώριζε τα οικονομικά από τα στρατηγικά θέματα, αυτό με Πρόεδρο τον Τράμπ έχει αλλάξει, και τώρα οτιδήποτε κινεζικό μπαίνεις στο ραντάρ της Ουάσιγκτον.

Οι εμπορικές συνομιλίες μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου έχουν σχεδόν καταρρεύσει και αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Από την έναρξη των συνομιλιών η κυβέρνηση Τράμπ, έθεσε μια σειρά από μη διαπραγματεύσιμες απαιτήσεις μεταξύ των οποίων των τερματισμό στη διαδικτυακή κλοπή, τον τερματισμό στην αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας, τον τερματισμό στην κυβερνητική υπέρ – επιδότηση της κινεζικής βιομηχανίας, τον τερματισμό των λειτουργικών περιορισμών στην πρόσβαση των αμερικανικών εταιριών στην κινεζική αγορά, παροχή δικαιώματος στην Αμερική να επιβάλλει οποιαδήποτε έρευνα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, για οποιοδήποτε θέμα, χωρίς διαπραγμάτευση, και με δικαίωμα οποιαδήποτε επιθυμητή τιμωρία, σε οποιοδήποτε τομέα της κινεζικής οικονομίας.
Και μόνο το γεγονός ότι η Κίνα κάθισε στο τραπέζι με αυτές τις απαιτήσεις από την πλευρά της Ουάσιγκτον, δείχνει το πόσο αδύναμο είναι το Πεκίνο σε αυτή τη διαπραγμάτευση. Οι εξαγωγές της Κίνας, στην αμερικανική αγορά, είναι τέσσερις φορές περισσότερες σε προϊόντα, από ότι οι αμερικανικές. Επίσης η Κίνα είναι απολύτως εξαρτημένη στο παγκόσμιο σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ, για την πρόσβαση σε πρώτες ύλες, ενέργεια και αγορές. Δεν υπάρχει δηλαδή μοντέρνα Κίνα, χωρίς αμερικανική ανάμιξη.

Ο άνθρωπος κλειδί σε αυτό το οικονομικό σκληρό ροκ των ΗΠΑ, ακούει στο όνομα Ρόμπερτ Λάιτχάϊζερ. Πρόκειται για τον Εμπορικό Εκπρόσωπο των ΗΠΑ (U.S. Trade Representative), και καλό θα είναι όλος ο πλανήτης να τοποθετήσει καλά στο μυαλό του το όνομα αυτό.

Ο κ. Λάιτχαϊζερ, αντιλήφθηκε πρόσφατα ότι οι Κινέζοι έκαναν πίσω σε αυτά που τους είχε πείσει κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων να αποδεχθούν και εισηγήθηκε στον Πρόεδρο Τράμπ, τον υπερδιπλασιασμό των δασμών σε κινεζικά προϊόντα και ετοίμασε ακόμα μια νέα δέσμη δασμών για να επιβληθούν τις επόμενες εβδομάδες.
Η απόφαση Τράμπ για τη Huawei, δείχνει ξεκάθαρα τον κ. Λάιτχαϊζερ. Του αρέσει να παίζει άγρια και έχει και ένα Πρόεδρο, που λατρεύει, σε αντίθεση με το όργανο της παγκοσμιοποίησης τον Ομπάμα, να παίζει το ίδιο σκληρά.
Μπορεί οι ΗΠΑ να είναι στην πορεία του να αποποιηθούν το ρόλο του διαχειριστή του διεθνούς συστήματος, αλλά αυτό δε σημαίνει αυτόματα ότι θα επιτρέψουν σε κάποιον άλλο να το κάνει, και μάλιστα κάποιον ο οποίος δεν έχει καμία πιθανότητα να το πετύχει χωρίς τη βασική και δραστήρια στήριξη της Ουάσιγκτον. Γιαυτό και το Πεκίνο θα αντιληφθεί σύντομα μέχρι που φτάνει το ύψος του. Βέβαια οι Κινέζοι, δεν είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν με χαρά το μήνυμα αυτό.

Οπότε η κυβέρνηση Τράμπ, αποφάσισε να τελειώσει τις φιλοδοξίες, μέσω Huawei, του Πεκίνου για παγκόσμιο έλεγχο των πληροφοριών, μια και καλή. Και επειδή. Όπως όλα δείχνουν οι Κινέζοι δεν είναι ακόμη έτοιμοι να καταπιούν το δύσκολο χάπι, είναι να αναρωτιέται κανείς τι ετοιμάζει για αυτούς ο κ. Λάιτχαϊζερ και ο Πρόεδρος Τράμπ. Είναι σίγουρο ότι έχουν πολλές ιδέες στη φαρέτρα τους.

*Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.