Κωνσταντίνε, Γιέ μας πρωτότοκε και λατρεμένε,

Είμαστε όλοι εδώ. Η οικογένεια. Οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συνάδελφοι, όλοι που σταθήκανε δίπλα σου σε όλες τις μάχες της ζωής σου, αυτοί που μια ζωή ακουμπούσες και ακουμπούσαν πάνω σου.

Είμαστε εδώ για να σου πούμε το μεγάλο Ευχαριστώ και το πικρό Αντίο. Σε ευχαριστούμε για την ανθρωπιά σου, τη λεβεντιά σου, την καλοσύνη σου, την ακεραιότητά σου. Τις λέξεις ζήλεια και κακία δεν τις ήξερες.
Η ώρα αυτή, η χειρότερη για κάθε γονιό, ήρθε και για εμάς. Σας ευχαριστούμε όλους και εσάς που είσαστε εδώ και τους άλλους που δεν μπορούσαν να έρθουν, για την αγάπη και συμπαράστασή σας.

Κωνσταντίνε, σε λατρεύουμε. Θέλω, επίσης, να ξετυλίξω το μικρό κουβάρι της ζωής σου, με μια φωναχτή κατάθεση καρδιάς, ψυχής και ζωής:
- Ήταν, χθες, ο Ιούλιος του 1972 που η Λίνα, η μάνα σου -ήταν δεν ήταν 20-, έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο, ξανθό αγοράκι. Ανείπωτη η χαρά στο Μπασαρέικο και στο Γριβέικο (ιδιαίτερα στο Γριβέικο, που ήταν το πρώτο εγγόνι), μεγάλη η περηφάνια και το καμάρι του νεαρού μπαμπά που ζήλευε και την Αννίτσα –την πεθερά του (με συγχωρείς Αννίτσα)- γιατί τον έπαιρνε περισσότερη ώρα στην αγκαλιά της …
- Ήταν,  χθες που μεγάλωνες τους πρώτους μήνες στην Καστοριά, ολόξανθο αγγελάκι με υπέροχα μάτια – ω! πόσο ωραία ήταν αυτά τα μάτια! Και περπατούσαμε στους δρόμους της Καστοριάς και άκουγα απλούς ανθρώπους να λένε ‘πολύ όμορφο το κοριτσάκι σας, νεαρέ’ και απαντούσα ‘είναι αγοράκι με Α κεφαλαίο’.
- Ήταν, χθες, που ζούσαμε στη Λάρισα και ταξιδεύοντας συχνά στην Αθήνα να δούμε τον παππού και τη γιαγιά, όρθιος στο πίσω κάθισμα του μικρού Τογιότα με το ωραίο σου κασκέτο –αχ πόσο σου πήγαινε εκείνο το παλτουδάκι με το κασκέτο που το φόρεσε και ο Γιώργος μετέπειτα! Τραγούδαγες και χόρευες το αγαπημένο σου τραγούδι του Μαμαγκάκη, Στίχοι Γιάννη Ρίτσου:  Άιντε και ντε -άιντε και ντε …Άιντε το τραίνο πήγαινε -όρθιος ο μηχανοδηγός -με το κασκέτο του στραβά … ασίκης μηχανοδηγός με το μικρό μουστάκι του.
- Ήταν, σαν χθες, που κατακαλόκαιρα ήθελες η μαμά να σε φασκιώνει γιατί θα ερχόταν στον κόσμο η Αργυρούλα μας, που δυστυχώς ποτέ δεν την είδες έζησε μόνο 18 ημέρες – ήλθε όμως ο αγαπημένος σου αδελφός Γιώργος και έτσι σταμάτησες την πιπίλα …
- Ύστερα φύγαμε στην Αγγλία στο Καντερμπέρυ στο Πανεπιστήμιο, ήσουνα πια 5 χρονών, και το καμάρι των φοιτητών, έπρεπε να πας στα νήπια. Με συγχωρείς αγάπη μου, που εκείνο το πρωί του 1977 (1η εβδομάδα διακοπών του σχολείου, χωρίς να το ξέρω), αφήνοντάς σε όπως κάθε πρωί στην είσοδο του σχολείου, συνέχισα για το Πανεπιστήμιο χωρίς να αντιληφθώ ότι το σχολείο ήταν θεόκλειστο. Και, ύστερα χαμός, καταιγίδα, μπουρίνι, κεραυνοί, και εσύ ολομόναχο, να κλαις, επιστράτευσες τις μόνες αγγλικές λέξεις που ήξερες ‘Μαμυ Χάουζ Καντερμπέρυ’ και με κάποια άγνωστη Αγγλίδα έφτασες στο σπίτι. Περιττεύει να πω, τι άκουσα μετά από τη μαμά σου.
 - 1980, Πετράλωνα στο σπίτι μας, δημοτικό, παιδικά πάρτυ, παιγνίδια, αετοί στο Φιλοπάππου, ποδόσφαιρο γειτονιάς, Καραϊσκάκη, καλή παρέα με το Γιώργο.
-Δεν θα ξεχάσω Κωνσταντίνε μου, τη χαρά που μου έδινες κάθε Τετάρτη, όταν -μαζί με το Γιώργο- σας πηγαινοέφερνα στο δημοτικό σχολείο στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι στα 1981-1982, όταν ζούσαμε εκεί.
- Ύστερα, γυμνάσιο στο Παπάγου, παρτάκια, φλερτάκια – ήσουνα και τόσο ωραίο παλληκαράκι- Λήμνος, Λάρισα. Αχ! Πόσο ωραίο ήταν εκείνο το καλοκαίρι του 88, όπου, μοιραζόμαστε το δωμάτιο στη λέσχη αξιωματικών της 110 πτέρυγας μάχης στη Λάρισα – η μαμά στην Αθήνα με το Γιώργο και το μαγαζάκι για να τα βγάλουμε πέρα-  και σε βοηθούσα στην προετοιμασία σου για τις πανελλήνιες  εξετάσεις, αχ!  κάναμε τόση καλή παρέα, ήμασταν τόσο κοντά, ψιλοπίναμε και κανένα ούζο του Τυρνάβου τα βράδια στην ωραία λέσχη των αξιωματικών για επιβράβευση για τη δουλειά της ημέρας.
-Ήθελες να γίνεις αξιωματικός του ΠΝ, λάτρευες τη θάλασσα και το κολύμπι. Εγώ πάλι διπλοκαμάρωνα, όταν σε φανταζόμουνα  και σιγοτραγουδούσα ‘Ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία, μάνα μου, αναστέναξε όλη η παραλία’. Αχ θεέ μου πόσες φορές, με σένα στο μυαλό μου, δεν το χόρεψα μόνος μου αυτό το τραγουδάκι. Δυστυχώς μια μικρομυωπία δεν έκανε το όνειρο πραγματικότητα. Φταίω και εγώ πολύ – και σου ζητώ συγνώμη - γιατί δεν σε παρότρυνα να γίνεις αξιωματικός, όχι κατ’ ανάγκη μάχιμος!
- Και η ζωή σου, μανάρι μου, κυλούσε σαν όνειρο. Καντερμπέρυ 1991 για προφίσιενσυ, Βρυξέλλες 1992-1995, Boston University – Wasington 1994 (ένα εξάμηνο Washington University), πτυχίο μηχανικού παραγωγής. Αχ πόσο υπέροχη ζωή είχες εκεί, πόσο γεμάτη, πόσο ολοκληρωμένη από όλες τις πλευρές της νιότης σου. Αχ δεν θα ξεχάσω το ωραίο μας ταξίδι από την Αθήνα στο Λουξεμβούργο, και εκεί καταμεσής στην Αδριατική θάλασσα, απέναντι από τις άγριες ακτές της Αλβανίας να κάνουμε εικονικό ‘ιντερβιού’ για την προετοιμασία σου στο Washington University’. Και ύστερα ξανά Βρυξέλλες, μεταπτυχιακό στη Διοίκηση επιχειρήσεων.
- Ήθελες να έλθεις στη Ελλάδα, υπήρχε πάντα η νοσταλγία, πόσο χάρηκες που πήγες στην ΠΑ και έγινες και βαθμοφόρος σμηνίας? Πόσο καλά έκανες τη θητεία σου στην πρώτη γραμμή της Ρόδου? Και πόσο καμάρωνες, όταν γέμιζες το ΒΣ και με αυτή σου την εμπειρία!
- Στα 1998, με ιδιαίτερο καμάρι μας ανακοίνωσες στο Λουξεμβούργο για την ωραία δουλειά σε θέματα οργάνωσης επιχειρήσεων που έκλεισες στην Αθήνα στην εταιρία EXCEM. Πόσο ευτυχισμένος ήσουνα με τις δράσεις της δουλειάς στην Κύπρο, στην Αίγυπτο αλλά και σε μεγάλες φίρμες της Αθήνας.
-Ύστερα, στα τέλη του 1999 και μέχρι το 2003, ξανά στο αγαπημένο Λουξεμβούργο, πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά στη Intrasoft International, και παράλληλα δεύτερο μεταπτυχιακό στο Ελεύθερο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών στην ‘ Βιομηχανική Πληροφορική’. Αχ πόση συνεργασία και φιλία, είχαμε στα χρόνια αυτά! ‘έλεγες’ και καμάρωνες πατέρα είμαι ο Τζώρτζεβιτς και εσύ ο Τζιοβάννι, αχ! πόση χαρά και περηφάνια!
Η νοσταλγία για την επιστροφή, σε έφερε πάλι στην Ελλάδα το Φθινόπωρο του 2003. Εξετάσεις ΑΣΕΠ, τα πλούσια προσόντα σου  δεν σ’ άφησαν άνεργο παρά 2-3 μήνες. Ήμασταν στη Ρώμη με τη μαμά σου, όταν μας πήρες στο τηλέφωνο και μας ανακοίνωσες ότι σε προσέλαβαν στο ανοικτό πανεπιστήμιο της Πάτρας. Ανείπωτη η χαρά, διπλή γκράπα και πίτσα στη Βία Βένετο να το γιορτάσουμε με τη Λίνα. Και πήγες σο Πανεπιστήμιο στη Πάτρα για δύο μήνες. Ύστερα ήλθαν τα αποτελέσματα του ΑΣΕΠ και σε πήραν και στο Υπουργείο Υγείας. Τι δίλημμα!!! Μας συγχωρείς παλληκάρι μου, που έμμεσα σε επηρεάσαμε, να αφήσεις την Πάτρα για την Αθήνα, η επιρροή αυτή θα μας σημαδεύει πάντα.
Και ύστερα ήλθε η Αθήνα, η δουλειά στο υπουργείο Υγείας. Περιττό να τονίσουμε ότι ήσουν το αγαπημένο παιδί της υπηρεσίας τόσο από πάνω, όσο και από παράλληλα, και από κάτω.

Είχες χορτάσει τη ζωή, είχες αλλάξει 10 σπίτια, είχες ζήσει σε επτά πρωτεύουσες του κόσμου, είχες γνωρίσει καλά αυτά που θέλει κάθε άντρας στις ηλικίες αυτές, φίλες και φίλοι σου γέμιζαν το σπίτι μας, ήσουνα 35, ήθελες να κάνεις τη δική σου οικογένεια.
Και, ήλθε ο γάμος στις 7/7/7/7. Ένας πολύ ευτυχισμένος γάμος όπως ο ίδιος πάντα έλεγε.

Και, ήταν, Νοέμβρης 2014, 18, Τρίτη (αχ θεέ μου ποτέ να μην υπήρχε αυτή η μέρα), όταν τα μαύρα μαντάτα ήρθανε από το Νοσοκομείο το Σισμανόγλειο! Προχωρημένο πολλαπλό μυέλωμα – ο πιο ύπουλος και ανίατος καρκίνος του μυελού των οστών – 1 πιθανότητα στο εκατομμύριο για την ηλικία των 40, βάρεσε τον Κωνσταντίνο Μπασαρά, τον λατρεμένο πρωτότοκο, το καμάρι μας.

Η γη άνοιξε  κάτω από τα πόδια μας. Ο ουρανός κατάμαυρος. Ο κεραυνός τρύπησε τα αυτιά μας. Ο σεισμός και το τσουνάμι της ψυχής πρωτόγνωρα. Είδαμε το Χάρο να έρχεται, στο άλογο καβάλα… Αγκαλιαστήκαμε με τη Λίνα, κλάψαμε γοερά, σφιχτήκαμε, δαγκώσαμε τα χείλη μας, ματώσαμε, επιστρατεύσαμε, το κουράγιο και τη δύναμη και θυμηθήκαμε τον Βάρναλη «Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». Και προχωρήσαμε κάνοντας ό,τι ήταν δυνατό και αδύνατο.

Το κουράγιο περίσσευε, η δύναμη θέριευε, η θέληση δεν είχε όρια, νύχτα μέρα στα χαρακώματα,  βαθύ και πλατύ διάβασμα, επικοινωνία με τα καλύτερα ινστιτούτα και πανεπιστήμια του κόσμου, εμψύχωση του Κωνσταντίνου, τρεις φορές την ημέρα Διώνη Σισμανόγλειο ή Διώνη Αλεξάνδρα, μάχες  ατέλειωτες, αναγέννηση του Κωνσταντίνου με αυτομεταμόσχευση, μια ανάσα για λίγο, το θεριό ένα μαύρο καλπάζον άλογο ξαναχτυπά, ο πόλεμος συνεχίζεται για ένα χρόνο με ό,τι καλλίτερα διέθετε το παγκόσμιο οπλοστάσιο. Στήριξη από το προσωπικό των νοσοκομείων πολύ πάνω από την καλώς εννοημένη και τους ευχαριστούμε θερμά. Η πολυπόθητη ύφεση, αγόρι μου, για να παίξουμε τη ζωή σου κορώνα-γράμματα  ‘μέσα από μια αλογενή μεταμόσχευση, που είχαμε προετοιμάσει τέλεια’ δεν ερχόταν, και στέρευαν τα μικρά μας ψεματάκια για να σε κρατάμε όρθιο και αισιόδοξο. Και εσύ παλληκάρι μου κρατιόσουνα όρθιο, χαμογελούσες, δεν ζήλευες, δεν είχες ποτέ κακή κουβέντα για κανένα, λαχταρούσες στωικά να ξαναγίνεις καλά, ώ πόση δύναμη!

Λίνα, αγάπη μου, μοναδική μητέρα σε λατρεύω και, θέλω να σε ευχαριστήσω για τα τρία παιδιά μας και, ιδιαίτερα, για τον ακατάπαυστο αγώνα που έδωσες σχεδόν τρία χρόνια για τον Κωνσταντίνο μας –πολύ πάνω από τις γνωστές ηρωίδες της ιστορίας μας, αληθινή σπαρτιάτισσα-, αγώνα του οποίου τη σκληρότητα, την αγριάδα και τη δριμύτητα μόνο εγώ ξέρω.

Κωνσταντίνε μας, δεν θα περπατήσουμε ξανά μαζί όσο και αν φωνάζουμε σηκώσου επάνω λυγερόκορμο παλληκάρι μας. Το μόνο που πιστεύουμε είναι ότι προσγειώθηκες στην γη για να ανθίσεις στον παράδεισο. Πάρε την πτήση, αγόρι μου. Πέτα ψηλά. Τώρα έχεις τα φτερά που πάντα ζητούσες. Πήγαινε σε εκείνη την ειρηνική κοιλάδα την οποία όλοι μια μέρα θα γνωρίσουμε. Εκεί θα σμίξεις με την αδελφούλα σου, την Αργυρούλα,  με τους παππούδες και γιαγιάδες πού τόσο σε λάτρευαν. Θα βρεις και άλλους πολλούς, συγγενείς και φίλους και δασκάλους, πέστους:  εκεί κάτω δεν έχει αλλάξει τίποτα, μια χαρά και 10 λύπες. Αχ! Πόσο γρήγορα φεύγει η ζωή!

Θέλουμε μέσα από την συντετριμμένη μας καρδιά να πούμε ότι το μεγάλο δώρο που μας αφήνει ο πρίγκιπας μας είναι η αγάπη. Άνοιξε η καρδιά μας  από τον πόνο σαν λουλούδι και αγαπάει ακόμα και αυτούς που κρατούσαμε θυμό η μας είχαν βλάψει. Ξέρουμε μέσα από την καρδιά μας, ο Κωνσταντίνος μας δεν θα ήθελε τα πένθη και τα μαύρα.  Μάλλον, το αγόρι μας θα ήθελε να θυμόμαστε πάντα τις όμορφες στιγμές – και είναι αναρίθμητες- που μοιραστήκαμε μαζί.

Αντίο Καμάρι της Ζωής μας, Είμαστε και θα είμαστε Περήφανοι για σένα. Άιντε και Ντε – Ασίκη Μηχανοδηγέ, Οδήγα το τραίνο για τον ουρανό… και, όπως ο μεγάλος Παλαμάς είπε αποχαιρετώντας τον μικρό γιό του:

Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει
ὁ μαῦρος καβαλάρης,
κοίταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του,
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.

καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο
γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας!