Το σπιτάκι μας ενα ωραίο ισογειο με δυό οντάδες, μια μεγάλη σάλα. Ενα μαγειριό. Και απόπατο μακρυά στο βάθος του κήπου. Ηταν πέτρινο με ωραία ασπρη πέτρα από τον Πηνειό.

             

Το μικρό σπιτάκι μετά το 1954                Το παλιό δίπατο μέχρι το 1954

Νοματαίοι επτά, η μανιά Θεοπούλα, χηρα του παππού μου που εκτελέστηκε από του Γερμανούς το 1944, ο πατέρας μου Κώστας (ή Κώτσος όπως τον φώναζαν οι συγχωριανοί του), που συνήθως εμεινε πέρα από το ποτάμι, στην καλύβα του, στον Σκούμπο, στα ριζά ακριβώς του Κόζιακα εκεί που ήταν η αρχαία Φαλώρεια για να φυλάει το βιός του, η μάνα μου Κατερίνα (ή Ρίνω ή και Κώτσαινα όπως την φώναζαν τις περισσότερες φορές) τα αδέλφια μου ο Λάμπρος (πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου Καλαμπάκας), ο Νίκος (τόν κράτησε ο πατέρας μου για να τον βοηθάει στο βιός του) και η μικρή Φανή.

Ο πατέρας μου ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, δεν είχε ούτε μισθό ούτε ασφάλεια. Το ψωμί του, το κρέας, το λίπος, το γάλα, το τυρί, το αυγό, τα χόρτα, τα φρούτα, τον τραχανά του - μακαρόνια της εποχής- ηταν ολα παραγωγή της οικογένειας.

Η μάνα καταγότανε από το διπλανό χωριό τους Αγίους Θεοδώρους με το φημισμένο Μοναστήρι πάνω στον βράχο. Την μικροπάντρεψε ο πατέρας της και παππούς μου Γιώργος Σκρέκας, όταν ήταν 16 χρονών, είχε βλέπετε δυό παιδιά και τέσσερα κορίτσια και έτσι θα είχε ένα στόμα λιγότερο για να ταΐσει.


Η μικρή Ρίνω, έκανε πέντε παιδιά μέχρι τα τριάντα της και της επέζησαν τα τέσσερα ήμουνα το τέταρτο και μικρότερο αγόρι.

Μέχρι πριν δυο χρόνια, το καλοκαίρι του 1954 μέναμε ολοι μαζί, σε μια μεγάλη πατριαρχική οικογένεια, τα δύο αδέλφια του πατέρα μου με τις φαμίλιές τους- νοματαίοι 17 σε ένα δίπατο πολύ μεγάλο σπίτι, όπως το βλέπω στη μνήμη μου εκείνης της εποχής. Το σπίτι ήταν το σατώ και το μεγαλύτερο της Περιστέρας. Η κάθε φαμίλια είχε μια κάμαρη. Ένας μεγάλος κοινός οντάς για σαλόνι. Ενα μεγάλο κοινό μαγειριό με φούρνο. Και ενα κοινό απόπατο στο βάθος του κήπου.

Οι πρόγονοί μου

Το πηγάδι για το νερό στα πενήντα μέτρα. Εγώ επειδή είχα και το όνομα του παπού μου - που ηταν το πραγματικό γκεσέμι στο χωριό μου- και τον σκότωσαν οι Γερμανοί, ήμουνα ο αγαπημένος της γιαγιάς μου, Θεοπούλας, ή και Τάσαινας όπως τη φώναζαν οι περισσότεροι, μοναχοκόρης παπά του περίφημου Παπακώστα Τσέργα που είχε σκοτώσει το λήσταρχο Λιόλο στις αρχές του 1900 και κοιμόμουνα μαζί της στο ίδιο κρεβάτι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου κάθε βράδυ, μα κάθε βράδυ, με μια άσπρη πουκαμίσα να σηκώνεται κα να μοιρολογεί τον αδικοεκτελεσμένο άντρα της και παππού μου.

Τα μικρά παιδιά της Περιστέρας, εκείνα τα χρόνια!

Εκείνη την Παρασκευή του Μάρτη, η μάνα μου πήρε λίγα ρουχαλάκια και λίγα φαγώσιμα, φρεσκοζυμωμένο ψωμί και καλοφτιαγμένες πίτες που μοσχοβολούσαν από χορταρικά και μυρωδικά του κήπου μας και λίγο γλυκό τραχάνα, ψημένα στο μικρό ξύλινο φούρνο της, φασόλια, ξερά σύκα κα στραγάλια.

                  

Το γαϊδουράκι ως εργαλείο αγροτικών εργασιών και μεταφορικό μέσο εκένα τα χρόνια!

Φορέσαμε την καλή μας φορεσιά (εγώ: μπλέ σκούρο κοντό παντελόνι, θαλασσί ποπλίνα πουκάμισο, τιράντες, μπορντώ σκαρπινάκια, πράσινη βαθειά σκούρα μπλούζα πλεγμένη από τα χέρια της μάνας μου) και ανεβήκαμε στη γαιδουρίτσα, εγώ και η μικρή μου αδελφή (στα έξη της) στα καπούλια και ξεκινήσαμε για το χωριό της, τους Αγίους Θεοδώρους. Τρία χιλιόμετρα ανατολικότερα.
Πηγαίναμε στο σπίτι του παππού Γιώργου και της μανιάς Ελένης. Αγκαλιές, φιλιά στο χέρι, καραμέλα και μετά πριν νυχτώσει στο Μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων για ολονύκτια αγρυπνία.
Θυμάμαι πολύ κόσμο, πολλούς παπάδες, καλόγριες, ψαλτάδες, κατάνυξη... Είμασταν πολλά τα μικρά ξαδελφάκια από το σόι της μάννας μου, κάπου 15-17,  δεν αντέχαμε την αγρυπνία και ολα το ενα δίπλα στο άλλο σφιχταγκαλιασμένα, γιατί κρυώναμε, κοιμώμαστε πάνω στις φλοκάτες στο πέτρινο δάπεδο. Δεν υπήρχε ούτε θέρμανση ούτε μαξιλάρια.
Ξυπνούσαμε (μας σήκωναν) τις πρωινές ώρες και παίρναμε το χρυσό δοντάκι κοινωνώντας και το αντίδωρο από το χωριάτικο πρόσφορο και αυτό ήταν το μικρό μας πρωινό (μπρέκφαστ, όπως θα το μάθαινα πολύ αργότερα).

Υστερα ολοι στον παππού και γιαγιά, ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί οι θείοι και οι θειές και τα ξαδέλφια μου καμιά τριανταριά νοματαίοι: ύστερα φασουλάδα, κεμμύδια, ζεστό ψωμί από το φούρνο και ζεστές χορτόπιτες από το μαγειριό, εμείς τα μικρότερα γλείφαμε τα δάχτυλά μας. Και τα γλυκά: ξυλοκέρατα, ξερά σύκα, σταφίδες, μπιμπίλια και πού και πού και κανένα λουκουμάκι.

Οι μεγάλοι τρώγοντας και πίνοντας τσιπουράκι ή κρασάκι βαρελίσιο έρχονταν στο κέφι και τραγουδούσαν τραγούδια της τάβλας - θυμάμαι ο παππούς μου Γιώργος Σκρέκας τραγουδούσε πολύ ωραία (τραγουδούσε, ακόμη, και στους γάμους και στα πανηγύρια) και όσο ανέβαινε το κέφι τραγουδούσαν όλοι και τραγούδια χορευτικά οπως: σαν πας στην καλάμάτα, καραγκούνα, παπαλά, παπαλάμπραινα καημένη, μπεράτι, νάσαν τα νιάτα δυό φορές κα.

Μεγάλο το κέφι, πολύ το τραγούδι, ατέλειωτη η χαρά και σιγά σιγά έκλεινε η μέρα σουρωμένη με ευτυχία.

Το βραδάκι, η μάνα μου, η κυρά Κατερίνα μας έβαζε ξανά στα καπούλια της γομαρίτσας και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής στη Δύση, στη Περιστέρα, δίπλα στον Πηνειό.

Δεν είχαμε προβλήματα, δεν είχαμε χρέη, ημασταν γεμάτοι ψυχικά, δεν ξέραμε τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη, αγαπιόμασταν, είχαμε οράματα και όνειρα εμείς τα μικρά.

Βλέπαμε τους Αγίους Θεοδώρους και αντλούσαμε δύναμη και ψυχή... Ζούσαμε!!!

Ετσι γινότανε τότε τον Μάρτη του 56 στο Μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων, όπου βαπτίστηκε η μάνα της μάνας μου, η μάνα μου και εγώ!!! Χρόνια πολλά σε ολους: Θεοδώρους και Θεοδωρες!
Αναστάσιος Μπασαράς

Μάρτιος, 16, 2019

Σημείωση: Το κείμενο γράφτηκε, ύστερα από 2-3 τσιπουράκια, αναρτήθηκε στο ΦΒ και ήταν πολλοί μα πολ΄λοί οι φίλοι μου που μου ζήτησαν να το ανεβάσω στη ιστοσελίδα μου. Τα σχόλια αναρίθμητα: ξεχωρίζω αυτά του αεροπόρου φίλου μου Γρηγόρη Νούσια, αλλά, επίσης κια το μουσικό κομμάτι του άλλου αεροπόρου φίλου μου Παναγιώτη Γραμμένου, που μπορείτε να το ακούστε ΕΔΩ (https://www.youtube.com/watch?v=DMJnilloQuk&fbclid=IwAR0A0OlYBzjBEDFgeP6Ddx50Yle9vB3k9o9drcqfhkploJ8F2_Ntjj0fZ5c)

Πόσο μας άρεσε το ζεστό το ψωμί
και το παιχνίδι μες την αυλή μας
ήταν ξένοιαστα τα ονειρά μας
κινούσαμε για το σχολείο
και ο κόσμος ευλογία
Δεν τα ξέραμε ακόμα τα μαχαίρια
μες στα χέρια μας κρατούσαμε τ’ αστέρια
και ο πατέρας μας μιλούσε
για τραγούδια για ταξίδια
Πόσο μας άρεσε του χωριού η βραδιά
και οι μουσικάντες στο πανηγύρι
ήταν κάτασπρη η εκκλησιά μας
σαν ψεύτικη ζωγραφισμένη
κι οι καρδιές μας σαν λουλούδια